Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι

 



    Ο άντρας έχει ήδη μια βδομάδα που ζει στο διαμέρισμα. Μετακόμισε σ΄αυτή την γειτονιά του κέντρου που αγαπούσε από την εφηβική του ηλικία. Από την πρώτη μέρα, ενώ άνοιγε τις κούτες της μετακόμισης, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει την πρόσοψη του απέναντι κτιρίου. Δεν εντόπισε τίποτα το πρωτότυπo: γλάστρες με μαραμένα λουλούδια, ένα στρογγυλό  σιδερένιο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, κάποια απροσδιόριστης χρήσης κιτρινισμένα σημαιάκια και  πού και πού κάποιον που έβγαινε να καπνίσει ένα τσιγάρο.  

    Παρ΄όλα αυτά, την ώρα που έβαζε τις κουρτίνες, είδε μια γυναίκα με μάτια κλειστά να τρέμει και να κουνάει τους ώμους με τρόπο ρυθμικό και την ίδια στιγμή δραματικό. Είχε τα μαλλιά της δεμένα αλογοουρά, με μια μωβ κορδέλα. Τρελαίνεται για την μωβ κορδέλα. Όταν ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα της (ο άντρας χρειάστηκε να τα φανταστεί γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη για να τα διακρίνει), η ανάσα της έγινε πιο ταραγμένη και αφού κούνησε τα χέρια της λες και λογομαχούσε με κάποιον ο οποίος στεκόταν σε ένα μέρος του δωματίου που βρισκόταν εκτός του οπτικού του πεδίου, κάθησε για να συνέλθει. 

    Η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε μέρα γύρω στις τέσσερις και κρατούσε γύρω στα εννιά ή δέκα λεπτά. O άντρας κάνει διάφορες υποθέσεις για το ποιές μπορεί να είναι οι αιτίες του κλάμματος. Τίποτα όμως δεν τον ικανοποιεί. Αφού κλαίει πάντα την ίδια ώρα αποκλείεται να πάσχει από κατάθλιψη. Όπως αποκλείεται ο άνθρωπος που είναι εκτός οπτικού του πεδίου να είναι καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, προς τον οποίο εκείνη απευθύνεται με οργή και σφοδρότητα κάθε μέρα, γύρω στις τέσσερις.

    Ο άντρας που ζει εκεί ήδη μια βδομάδα αρχίζει να αμφισβητεί την εξυπνάδα του. Ο φιλειρηνικός, εσωστρεφής και κάπως γκρίζος άνθρωπος τα βάζει με τον εαυτό του. Θυμώνει, εκνευρίζεται, έρχεται σε εσωτερική σύγκρουση, η ένταση της οποίας ανεβαίνει. Με νευρικές κινήσεις συνεχίζει τις επόμενες μέρες να βγάζει πράγματα από τις κούτες. Κάνει διαλόγους φωνάζοντας. Ανεβασμένος στη σκάλα για να κρεμάσει το φωτιστικό χειρονομεί με ένταση έναντι του εαυτού του. 

   Όπως κάθε απόγευμα, η γυναίκα έχει σκοπό να αρχίσει να κλαίει στις τέσσερις. Προηγουμένως είχε ζεστάνει τη φωνή της και ετοιμαζόταν να κλείσει τα μάτια για να συγκεντρωθεί στο έργο που κάνει πρόβα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σε κάποιο από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου είδε ένα άνδρα ανεβασμένο σε μια σκάλα, να προσπαθεί να κρεμάσει ένα φωτιστικό. Παρατήρησε πως έκανε νευρικές κινήσεις και φώναζε σε κάποιον που δεν ήταν στο οπτικό της πεδίο. Είδε πως κουνούσε τους ώμους του με  τρόπο ρυθμικό και δραματικό. Με το που ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα του (χρειάζεται να τα φανταστεί γιατί βρίσκεται πολύ μακριά για να τα διακρίνει) νιώθει να θέλει να ξεσπάσει σε λυγμούς. Συνεχίζει να τον κοιτά και τις επόμενες ημέρες.

     Υπάρχει μεταξύ τους μια μυστική συννενόηση. Κι ας μην χρειάστηκε να κοιταχτούν ποτέ. Τέσσερις το απόγευμα είναι η ώρα που αρχίζουν να ερωτεύονται μεταξύ τους. Εισπνέουν και εκπνέουν μαζί, αργά και κρυφά πίσω από τα παράθυρα. Σε λίγο μια μικρή κοινή τρεμούλα. Με την άκρη του ματιού γνωρίζει όλο του το σώμα μέχρι την άκρη από το καφέ, κοτλέ παντελόνι του. Τρελαίνεται με το κοτλέ του ύφασμα και χρειάζεται προσπάθεια να το αποχωριστεί. Με δυσκολία προχωράει να κλείσει το βράδυ τα πατζούρια. Αποστρέφοντας το πρόσωπο της, ασφαλίζει τον μεντεσέ με δύναμη, κάνει την καθημερινή ιεροτελεστεία και πέφτει για ύπνο. 

    Το έργο ανεβαίνει σε τρεις βδομάδες. Η γενική πρόβα γεμίζει όλους με χαρά. Γυρίζει με το λεωφορείο στο σπίτι. Από τη στάση μέχρι το σπίτι περπατάει βιαστικά. Φθάνει λαχανιασμένη και περνάει πρώτα από το απέναντι κτίριο. Ρίχνει στο κουτί μια πρόσκληση. Στο φάκελο έχει γράψει ''Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι''.


Ζωγραφικό έργο Βασίλης Σελιμάς

https://biblionet.gr/προσωπο/?personid=115910

      

   

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Κάπου ανάμεσα

   



      Στον πραγματικό κόσμο δεν αγκαλιαζόματε, δεν φιλιόμαστε, δεν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο. Στον πραγματικό κόσμο για να μείνουμε ασφαλείς πρέπει να κρατάμε αποστάσεις μεταξύ μας. Στον πραγματικό κόσμο οι περισσότεροι μιλάνε στο messenger. Κάποιοι λίγοι ξεμείνανε στα sms. Στέλνουμε φωτογραφίες το ποτό που πίνουμε, τα λουλούδια στη βεράντα, την γάτα, τα μαλλιά, τα πόδια μας, τα βαμμένα νύχια μας. Ζορίζουμε το μυαλό μας να γράψει  κάτι καλό. Να πούμε κάτι που είδαμε, κάτι που σκεφθήκαμε. Να παραμείνουμε εδώ γύρω. Να μην εξαφανισθούμε. Γράφουμε ''αχ'' και πατάμε γκλιν να φύγει. Αχ, γκλιν, στάλθηκε, παραδόθηκε, διαβάστηκε. Στον πραγματικό κόσμο οι περισσότεροι προσαρμοζόμαστε. Τα βράδια φευγαλέα κοιτάμε τη πράσινη τελίτσα για να δουμε όσους είναι ακόμα μέσα. Μοιάζει με βόλτα στο κατάστρωμα πλοίου που ταξιδεύει βράδυ. Δεν σε παίρνει ο ύπνος και ρίχνεις μια ματιά να δεις ποιοι άλλοι είναι άγρυπνοι κι αυτοί. Μπορεί ποιος ξέρει να ξέμεινε κανένας φίλος ή κανένας ''τι θέλεις εσύ βραδιάτικα''. Στον πραγματικό κόσμο αυξάνονται ραγδαία τα chat, λιγοστεύουν οι κουβέντες, φτιάχνοντας μια αλληλουχία σχέσεων που δημιουργούνται με την ίδια ευκολία που χαλάνε. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται σε λίγα τετραγωνικά του δρόμου.

     Στο φανταστικό κόσμο πάμε βόλτες στους δρόμους, τις έναστρες νύχτες. Μαστορεύουμε ξύλινες βάρκες σε χρωματιστά καρνάγια. Μαζεύουμε ναρκισσάκια σε απόκρημνα παραθαλάσσια βράχια. Στο φανταστικό κόσμο καθόμαστε στις αποβάθρες, πάνω στις εφηβικές βαλίτσες μας και περιμένουμε τα πλοία της γραμμής για την Αμοργό. Στρέφουμε περήφανα το βλέμμα στο ένδοξο μέλλον. Στον φανταστικό κόσμο οι σκέψεις στέκουν έξω από τη πόρτα του σπιτιού αδέσποτες, βρεγμένες μέχρι το εσώρουχο. Στον φανταστικό κόσμο τα μάτια γυαλίζουν από ευτυχία. 

     Στον αληθινό κόσμο, η δροσερή μυρωδιά του νερού ανακατεύεται με τη σκόνη του δρόμου και αφήνει το άρωμα που δίνει η ψυχή στο χώμα και το κάνει άνθρωπο.  Στην αληθινή ζωή ο ήλιος όταν προβάλλει μέσα από τα σύννεφα ειναι πιο δυνατός κι απ΄την λιακάδα. Η γλυκιά μελαγχολία αντί να σε σταναχωρεί σε δυναμώνει. 

     Oι κόσμοι αυτοί τρέχουν παράλληλα. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο διαλέξει. Κάπου ανάμεσα, χωρίς λύση, χωρίς εξήγηση, σωστή απάντηση. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο αντέχει. 


Street Artist JR