Στις επτά παρά τέταρτο σηκώνεται, γραβατώνεται, δένει τα παπούτσια του, πίνει τρεις γουλιές καφέ και ξεκινά για την δουλειά. Τεσσεράμιση λεπτά μέχρι το μετρό με χαλαρό περπάτημα, έξι στάσεις μετά και δυόμιση λεπτά μέχρι το γραφείο. Συγκεκριμένο και στενό το καθημερινό δρομολόγιο.
Στις έξι και μισή κλείνει τον υπολογιστή, σβήνει τα φώτα, τραβάει την πόρτα και παίρνει το δρόμο της επιστροφής μονολογώντας και ''πάλι καλά''. Δυόμιση λεπτά, έξι στάσεις στο μετρό και τεσσεράμιση λεπτά χαλαρό περπάτημα, η επιστροφή. Εννέα σκαλιά εισόδου στην πολυκατοικία, ανέλκυση με μικρό ασανσέρ, τρίτος όροφος, άνοιγμα της πόρτας με τα δικά του κλειδιά.
Λίγες κουβέντες, δαγκωμένα χαμόγελα. Γειά, πώς πήγε; Tα ίδια, τα γνωστά.
Πετάει τα κλειδιά στο τραπεζάκι μπροστά στον καθρέφτη στην είσοδο. Μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Αντανακλαστικό σχεδόν κατέβασμα του κεφαλιού στην θέα ενός αφυδατωμένου αγνώστου. Ξεγραβατώνεται, κρεμάει γραβάτα και σακάκι στη κρεμάστρα με τα μπλε ψαράκια πίσω από την πόρτα. Ενθύμιο από έναν Αύγουστο στην Καρδαμύλη η κρεμάστρα ξέβαψε με τον καιρό. Πάνε τα μπλε ψαράκια, έμεινε μόνο ο γάτζος.
Ανοιγοκλείνει δυο τρεις φορές την πόρτα του ψυγείου. Γάλα, γιαούρτι, ένα σκεπασμένο πιάτο με τα χθεσινά μακαρόνια. Στην πόρτα του ψυγείου ανεμίζουν λογαριασμοί και χρέη.
Η τηλεόραση παίζει την επικαιρότητα. Τα νέα της ημέρας. Αποτρόπαια φονικά, μαζικές σφαγές, εκατόμβες. Τίποτα δεν δείχνει ικανό να ταρακουνήσει τους ανθρώπους εδώ που έφθασαν. Χαμηλώνει τον ήχο της τηλεόρασης. Την ακούει να μιλάει στο τηλέφωνο του υπνοδωματίου.
Βουλιάζει στην πολυθρόνα, ρίχνει πίσω το κεφάλι, κλείνει τα μάτια. Δεν θ' αλλάξει τίποτα πια σκέφτεται. Ένα ξεπερασμένο, παλιό εξάρτημα είμαι που ζω και λίγο από τύχη. Μια ιδρωμένη ελληνική ταινία που πέρασαν οι ώρες της. Και δεν μπορεί ούτε μια στιγμή να χαρεί την ελάχιστη ψευδαίσθηση πως σε κάτι είναι χρήσιμος. Να, να φτιάχνει καταπληκτικό μωσαϊκό, να βγάζει τον σκύλο βόλτα, να ρίχνει ένα ποτήρι νερό σ΄ένα γλαστράκι με πανσέδες που μόνος του φύτεψε Νοέμβρη μήνα. Κυρίως να θυμάται τις περισσότερες λεπτομέρειες, όταν το ήθελε. Που ούτως ή άλλως δεν το κάνει πια. Απλώς ξυπνάει, κοιμάται και ξεχνάει. Ανοίγει τα μάτια του το πρωί και τα κλείνει το βράδυ σαν να είναι η πόρτα ενός μαγαζιού που βαράει μύγες.
Τί να τα κάνεις τις θύμησες και τα λόγια τα πολλά, τώρα που και ο τοίχος έχει αυτιά και γίνεται στόμα και μιλάει; Σου λέει, τέτοιος δοσίλογος ο τοίχος... Θα λογοκρίνει κιόλας. Μάλιστα! Και αν σε βρίσκει μισαλλόδοξο, θα σου στέλνει και το μπελά από την κυρίως είσοδο. Με μεγαλοπρέπεια, σαν Εθνικό Συμβούλιο ένα πράμα. Οπότε, τί να το κάνεις να σκέφτεσαι και να θυμάσαι και να μιλάς. Πέσε κοιμήσου και αν τύχει και ξυπνήσεις, παρίστανε τον κοιμισμένο. Για τη θλίψη δεν έχουν ακόμη το αρμόδιο συμβούλιο. Είναι ακίνδυνη η θλίψη, προς το παρόν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ φιλενάδα σου που πάντα προτιμάει αυτό το καραβάκι από τις φάτσες και τους τοίχους!
Το διάβαζε και ούτε να το συλλαβίσει δεν μπορούσε. Είχε δεν είχε 5 λεπτά αποχωρήσει από το ιατρείο και στο κεφάλι της ζουζούνιζαν οι κουβέντες του γιατρού ακόμη. Αρ-τη-ρι-ο-σ…σκλ… παναθεμά το, πως διαβάζεται ετούτο; Και τι απεφάνθη; Ότι πάχυνα; Ότι σκλήρυνα; Εγώ; Η κυρία Κοκέτα; Με τα ζακετάκια μου και τις ρετρό γόβες μου; Έχασα, λέει, να δεις πως το είπε, την ελαστικότητα μου. Ναι, αυτό είπε…σκλ..σκλη…αν είναι να αποκτήσω πρόβλημα, τώρα στα 40 κάτι μου, και στη γλώσσα μου για να το εμπεδώσω, καλύτερα να μην το πω ποτέ. Ακούς εκεί, που θα μου πει εμένα για σκλ…είσαι και φαίνεσαι σκλ, γάιδαρε. Μα δεν μιλούν έτσι σε μια κυρία με τα σέα της και τα μέα της. Να κάνω και γυμναστική, είπε ο εξυπνάκιας γιατρουδάκος. Απορώ, ποιος μου τον σύστησε για καλό και ενημερωμένο επιστήμονα. Να αρχίσω, να δεις πως μου το είπε, τα χειμερινά σπορ. Μα εγώ είμαι του γλυκού νερού, λίγο θάλασσα, λίγο κρασί και τα τοιούτα μου. Αρ-τη-ρι-ο-σκλη…είμαι σε καλό δρόμο, ως που να φτάσω σπίτι θα το έχω διαβάσει τουλάχιστον, κι όσο για την συμβουλευτική του αγωγή, ο ανάγωγος, δεν το συζητάμε. Να κόψω τους λιπαρούς, τους τηγανητούς, κι άλλους σε –ους είπε που δεν τα θυμάμαι τώρα. Α! ναι και το χαζοκούτι. Μάλιστα, αυτά είπε, άντε βγάλε άκρη τώρα. Το σκι, ναι το θυμήθηκα, αυτό είναι το καλύτερο σπορ απ’ όλα, αυτό είπε. Μπα σε καλό μου…Αρ-τη-ρι-ο-σκλή-ρω-ση…επιτέλους το διάβασα, μην με περάσουν και για αγράμματη δικηγόρο οι φιλενάδες μου. Μα γιατί σκι όμως; Να δεις πως το είπε, όταν των ρώτησα, κάτσε να θυμηθώ…γιατί λέει, έτσι μαθαίνεις να ελίσσεις το μυαλό σου, αποκτάς ελαστικότητα και προσπερνάς σαν πόρτες του σλάλομ όλο το συρφερτό της πολυφαγίας και του κατιναριού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τις μικρά μου μυστικά να τα κόψω μου είπε; Όχι, σε πληροφορώ κύριε γιατρέ μου, αυτά δεν κόβονται εύκολα! Ουφ, άντε να δούμε με αυτά τι θα κάνω. Σε ποιόν γιατρό να πάω, μου λέτε;
;-))
Στεκόμουν λίγο πιο πέρα όσο ο γραφιτάς έγραφε. Τέλειωσε, έβαλε το καπάκι στη μποτίλια και χάθηκε στο μπουφάν του. Με κοίταξε, παραδέχτηκα σιωπηλά την συνενοχή μου και γλίστρησε στο σκοτάδι. Ο στύλος της ΔΕΗ κόμπιασε, το φως του τρεμόπαιξε στο μήνυμα του αγοριού
ΑπάντησηΔιαγραφή"γιατί φοράς κλουβί;"
Κατέβασα το κεφάλι και γύρισα σπίτι..
υγ. να ένα ελπιδοφόρο ρεφρέν
https://www.youtube.com/watch?v=cgpj4qy5okc