Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ο άνθρωπος καλοριφέρ και η παραμονή Χριστουγέννων



    Έχασε τη δουλειά του, έχασε την Μαρίνα και μετά δεν του έμενε πια τίποτα άλλο να χάσει και σταμάτησε να ενδιαφέρεται: ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του και μετά σταμάτησε να του λείπουν οι φίλοι του. 
    Σε δυο μέρες ήταν Χριστούγεννα. Εμφανίστηκε κίνηση στους δρόμους, ο κόσμος έτρεχε να αγοράσει δώρα, γλυκά και φαγητά. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στους δρόμους και στις βιτρίνες  έδιναν ζωή στην μισοπεθαμένη πόλη. 
    Εκείνος μην έχοντας τρόπο ν΄αγοράσει δώρα τριγυρνούσε στους δρόμους, κυρίως τους αφώτιστους. Δυο μέρες ήταν για τα Χριστούγεννα κι αυτές οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα. Ώσπου το βράδυ της παραμονής δεν γύρισε στο σπίτι. Τι σπίτι και γιατί; 
    Είχε αρχίσει να ρίχνει χιόνι πυκνό και παχύ. Όσο προχωρούσε ή ώρα οι δρόμοι παραδίνονταν στην σιγαλιά της παραμονής, αφού οι συμπολίτες του έχοντας τελειώσει με τις εκκρεμότητες είχαν πια μπει στο σπίτι τους ή στα σπίτια των φίλων τους, οι συζητήσεις είχαν ανάψει, το φαγητό μύριζε, τα φώτα στο δέντρο αναβόσβηναν, γέλια, μουσικές.
    Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Ο αέρας έφερνε παγωμένο χιόνι στο πρόσωπο του. Άρχισε να χαμογελάει. Μοναδική στιγμή συνάντησης του μέσα και του έξω κόσμου του. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί αυτή την αναζωογονητική δροσιά του χιονιού. Όταν κουράστηκε να περπατάει, κάθησε κάτω. Το χιόνι έπεφτε πάνω στο κεφάλι του και σιγά σιγά τον σκέπαζε. Θυμήθηκε τις μουσικές  χιονόμπαλες που του άρεσαν από παιδί. Αυτές που είχαν μέσα σε υγρό μια φιγούρα και όταν τις αναποδογύριζε γέμιζαν χιόνι και η φιγούρα σκεπαζόταν. Αυτός ήταν τώρα εγκλωβισμένος μέσα στην δική του χιονόμπαλα. 
    Ένας παράξενος θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τίναξε λίγο χιόνι από πάνω του και προσπάθησε να δει από πού ερχόταν. Τι θα μπορούσε να περνάει από εκείνη την ερημιά εκείνη την στγμή. Κάποιος έσπρωχνε ένα καλοριφέρ με ροδάκια. Φαινόταν να το είχε μαζέψει από τα σκουπίδια. Σίγουρα δεν θα δούλευε. Ίσως θα ήθελε να ζεσταθεί.  Θα προσπαθούσε να το επιδιορθώσει, σίγουρα. Έδειχνε πολύ κουρασμένος, ήταν και ανηφορικά. Περνώντας δίπλα του, ο άνθρωπος-καλοριφέρ του έριξε μια ματιά. Όχι μια φευγαλέα ματιά, ούτε μια επίμονη ματιά. 
      Το έχει σκεφθεί πολλές φορές από τότε. Ήταν μια ματιά, ενός ανθρώπου που την ίδια ώρα που αγκομαχάει, την ίδια ώρα αναζητάει, αγωνίζεται, θέλει να βρει κάποιον να πάνε μαζί μια βόλτα, να φάνε μαζί, να γελάσουν μαζί και γιατί όχι να αγαπηθούν. 
Αυτό ήταν. Χωρίς να καταλάβει πώς, σηκώθηκε από το χιόνι, άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και σκέφθηκε να τηλεφωνήσει στο φίλο του τον Γιάννη να δει που είναι. Κι αν είναι να πάει να τον βρει. Να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα σαν τότε παλιά. Να καταφέρει να ζήσει ξανά, να συνεχίσει ν΄αναπνέει και να μην πεθάνει από ασυμφωνία χαρακτήρων με την εποχή, από ερημιά. 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το δέντρο





      Μιλάμε για μια ρίζα. Μια ρίζα ενός αειθαλούς, γερού δέντρου. Ενός δέντρου που φύτρωσε μια στιγμή μόνο του. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη προδιάθεση, ούτε καν αυτής της καλής πρόθεσης. Κάποιος αέρας σήκωσε μια στιγμή ένα σπόρο. Ο σπόρος αγκάλιασε την γη μια άλλη στιγμή και έφερε ζωή.  Στην αρχή το δέντρο είχε  πολύ λεπτό κορμό. Ακόμα και ένα μωρό μπορούσε να το κλείσει μέσα στα χέρια του. Κανείς δεν το πρόσεχε. Όλοι το προσπερνούσαν αδιάφορα χωρίς να του ρίχνουν ούτε ματιά. Στους αγέρηδες λύγιζε δεξιά κι αριστερά. Έλεγες θα σπάσει δεν μπορεί. Δεν θ' αντέξει. Οι βροχές το πότιζαν. Κράταγε τότε όσο περισσότερο υγρασία στη ρίζα του μπορούσε, για να τα βγάλει πέρα στις ξηρασίες. Όταν στέγνωνε και η τελευταία σταγόνα υγρασίας, έκοβε ένα κομμάτι από την ρίζα του και ξεδίψαγε. 
     Η ρίζα ακόμα προχωράει. Άλλοτε σε βάθος και άλλοτε σε πλάτος. Όταν τσιμέντα και πέτρες στέκονται μπροστά και της φράζουν τον ορίζοντα, εκείνη βρίσκει άλλους δρόμους ν΄απλωθεί, να βρει νερό και άλατα να θρέψει το δέντρο. Ν΄ανθίσει, να δέσει καρπό. Όταν στο διάβα της συναντήσει άλλες ρίζες, κάνει χώρο κι άλλες φορές κάνει χρόνο για να δώσει τόπο και σ΄αυτές. Ο κορμός του δέντρου τώρα είναι χοντρός και βαρύς.  Άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να τ' αγκαλιάσει. Μονάχα αν σταθούν δέκα, δεκαπέντε άνθρωποι και δώσουν τα χέρια ο ένας στον άλλον, μπορούν να τ' αγκαλιάσουν. Όμως δεν το κάνουν ποτέ αυτό. Οι άνθρωποι δεν αγκαλιάζουν τα δέντρα. Τα πληγώνουν, όσο κι αν τα χρειάζονται, όσο κι αν χωρίς αυτά δεν μπορούν. 
     Μπορεί να αναμετρούν το μπόι τους και να το βρίσκουν χαμηλό. Μπορεί να αναμετρούν τα χρόνια τους και να τα βρίσκουν λίγα. Το δέντρο στέκει εκεί ακόμα κι όταν αυτοί φύγουν.  Γερνάει, μεγαλώνει, ενώνει πολλές ανάκατες μεμονωμένες στιγμές και βρίσκει ορίζοντες. 'Οταν δεν βρίσκει ορίζοντες, φτιάχνει. Αειθαλές, περήφανο, μιλάει με το χρόνο σαν ίσος προς ίσο. Γνωρίζει τον τελικό νικητή. Γι' αυτό, ούτε λόγος. Θα ήταν αφελές αν πίστευε πως θα νικούσε. 
     Γνωρίζοντας το τέλος, ενώνει τις άπειρες στιγμές που έχει στην διάθεσή του και φτιάχνει νίκες. Δεν φτιάχνει γεγονότα, ζει τα γεγονότα. Δεν σχολιάζει το παρελθόν, ζει το παρόν. Και όταν πρέπει να θυμηθεί, δεν προσποιείται πως θυμάται. Θυμάται. Μιλά με το χρόνο στα ίσια. Γι' αυτό το δέντρο ζει νίκες, γιατί ζει στο παρόν. Όπως και ο χρόνος ολόκληρος, μπορεί να είναι γεμάτος με πρόσωπα και επιλογές από το παρελθόν και από το μέλλον, αλλά είναι ολόκληρος εδώ. Όλα τ' άλλα είναι τα όνειρα μας.

Ζωγραφική Chiara Bautista

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Υποθέτω



Υποθέτω πως είναι μικροπρεπές να περνάει κανείς την ζωή του ασχολούμενος με τα ξέρω του.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Προσωρινά




     H πόλη είναι υπερήφανη που έχει μπαρ, γραφείο τελετών, φυλακή, κάδους σκουπιδιών, παγκάκια, σουβλατζίδικο (με σουβλατζή τον απόλυτο τοπικό ημίθεο), περίπτερο το κέντρο του κόσμου, κουρείο με κουρέα που βλέπει στα μακριά μαλλιά σου την κοινωνική προσβολή και την εξουσιοδιοτημένη εκδίκηση, δύο σε ένα, φροντιστήριο αγγλικών, αυτοκίνητα και προσωρινά σπίτια.  
    Απ΄αυτά τα προσωρινά, τα μεγάλα ή μικρά, τα μια σταλιά που τα διασχίζεις σε μια στιγμή ή από τα άλλα τα όμορφα ταιριασμένα με τα περίτεχνα ξύλινα δάπεδα. Στα μικρά το τραπέζι κολλάει στο τοίχο της κουζίνας για να εξοικoνομηθεί χώρος, δυο καρέκλες, λάδι, ξύδι. Το κεφάλι βρίσκει στον απορροφητήρα. Και φοβάσαι μήπως καμιά φορά πιάσεις το σαμπουάν αντί για το λάδι και το ρίξεις στην κατσαρόλα. Έτσι δίπλα δίπλα που είναι όλα. Στα μεγαλύτερα χάνεσαι. Φωνάζεις να ακουστείς κάτω από ακουστικά. Σ΄αυτά η πραγματικότητα είναι απλά ντεκόρ του απόλυτου της ύπαρξης.  Προσωρινά σπίτια για ανθρώπους που ζουν προσωρινά, χωρίς ούτε με τους χώρους αλλά ούτε και με τους ανθρώπους μέσα σ΄αυτά να καταφέρνουν να σχετισθούν σωστά. Προσωρινά κρεβάτια.  Φοιτητές, πρόσφυγες, μετανάστες, εποχιακά εργαζόμενοι, άνεργοι ή από τους ακόμα μ΄εργασία. Και έρχεται μια στιγμή που ανακαλύπτεις ότι έχεις περάσει μια ολόκληρη ζωή προσωρινά.  Μικροαστικός κοσμοπολιτισμός. 
        Κι αυτός που νόμιζε πως ήταν πειρατής. Πως έφτιαχνε πανιά που όταν τα έβλεπαν οι άλλοι πειρατές πάθαιναν ζαλάδα. 
        Κι όλο να προσπαθεί να κάνει το προσωρινό μόνιμο, κι αυτό να μην γίνεται. Σπίτι όμως δεν είναι απλά ντουβάρια. Ο πολιτισμός εξαπλώνεται με τον κρυφό ρατσισμό του να τα τρώει όλα, κυκλοφοριακές υποδομές προσμετρώνται ως ανάπτυξη, τα τρένα υψηλής ταχύτητας προσπαθούν να δώσουν ένα κάποιο ύφος στα φτωχομπινέδικα μεγαλοστελέχη. Η γνώση να αποδεικνύεται ολίγην για να τον παρηγορήσει. Τα μήντια ξερνάνε σκουπίδια. 
    Και θέλει να μαζέψει τα σκουπίδια, να τα βάλει στην σακκούλα, να τα πάει στον κάδο μαζί με τα μισοφαγωμένα κρύα φαγητά. Μύρισε ολόκληρο το σπίτι και δεν αντέχει. Σαν μια απλή καθημερινή πράξη. Μετά με μια γενναία πράξη να περάσει το δρόμο απέναντι, να πάει στην στάση να περιμένει το λεωφορείο, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Τα σκουπίδια είναι σκουπίδια πολλών χρόνων. Τον κυνηγά η μυρωδιά που ξεχειλίζει από το καπάκι όταν ανοίγει. Έτσι όπως είναι και ένας λεκές. Προσπαθείς να τον βγάλεις από τα ρούχα κι αυτός αντιστέκεται. Είναι λίγες οι φορές που οι λεκέδες σε κάνουν να νιώθεις βρώμικος. Τις περισσότερες φορές σε μετατρέπουν σε φταίχτη. 
     Να φτάσει το λεωφορείο, ν΄ανέβει, να αφήσει πίσω του την στάση και την εκκκρεμότητα.  Νοσοκομείο ''η Σωτηρία'', Σωτηρία Μπέλλου να γεμίσει τον αέρα. 
''Μ΄αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια 
κι όμως εσύ δεν μας ακούς.''
ώσπου οι φωνές μας συναντάνε 
τις βασικές σου τις αρχές''

   Ν' αφήσει επιτέλους την ζωή του να διαρρέει, ν΄αναλωθεί και να εκφραστεί χωρίς απολύτως καμιά πολιτισμική θεωρία και αναζήτηση του οποιουδήποτε νοήματος. Αφού σπίτι δεν είναι απλά τα ντουβάρια. 


      

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Νοέμβρης




    Στις επτά παρά τέταρτο σηκώνεται, γραβατώνεται, δένει τα παπούτσια του, πίνει τρεις γουλιές καφέ και ξεκινά για την δουλειά. Τεσσεράμιση λεπτά μέχρι το μετρό με χαλαρό περπάτημα, έξι στάσεις μετά και δυόμιση λεπτά μέχρι το γραφείο. Συγκεκριμένο και στενό το καθημερινό δρομολόγιο.
     Στις έξι και μισή κλείνει τον υπολογιστή, σβήνει τα φώτα, τραβάει την πόρτα και παίρνει  το δρόμο της επιστροφής μονολογώντας και ''πάλι καλά''. Δυόμιση λεπτά, έξι στάσεις στο μετρό και τεσσεράμιση λεπτά χαλαρό περπάτημα, η επιστροφή.  Εννέα σκαλιά εισόδου στην πολυκατοικία, ανέλκυση με μικρό ασανσέρ, τρίτος όροφος, άνοιγμα της πόρτας με τα δικά του κλειδιά.
      Λίγες κουβέντες, δαγκωμένα χαμόγελα.  Γειά, πώς πήγε; Tα ίδια, τα γνωστά. 
Πετάει τα κλειδιά στο τραπεζάκι μπροστά στον καθρέφτη στην είσοδο. Μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Αντανακλαστικό σχεδόν κατέβασμα του κεφαλιού στην θέα ενός αφυδατωμένου αγνώστου. Ξεγραβατώνεται, κρεμάει γραβάτα και σακάκι στη κρεμάστρα  με τα μπλε ψαράκια πίσω από την πόρτα. Ενθύμιο από έναν Αύγουστο στην Καρδαμύλη η κρεμάστρα ξέβαψε με τον καιρό. Πάνε τα μπλε ψαράκια, έμεινε μόνο ο γάτζος. 
    Ανοιγοκλείνει δυο τρεις φορές την πόρτα του ψυγείου. Γάλα, γιαούρτι, ένα σκεπασμένο πιάτο με τα χθεσινά μακαρόνια. Στην πόρτα του ψυγείου ανεμίζουν λογαριασμοί και χρέη. 
     Η τηλεόραση παίζει την επικαιρότητα. Τα νέα της ημέρας. Αποτρόπαια φονικά, μαζικές σφαγές, εκατόμβες. Τίποτα δεν δείχνει ικανό να ταρακουνήσει τους ανθρώπους εδώ που έφθασαν. Χαμηλώνει τον ήχο της τηλεόρασης. Την ακούει να μιλάει στο τηλέφωνο του υπνοδωματίου. 
    Βουλιάζει στην πολυθρόνα, ρίχνει πίσω το κεφάλι, κλείνει τα μάτια. Δεν θ' αλλάξει τίποτα πια σκέφτεται. Ένα ξεπερασμένο, παλιό εξάρτημα είμαι που ζω και λίγο από τύχη. Μια ιδρωμένη ελληνική ταινία που πέρασαν οι ώρες της. Και δεν μπορεί ούτε μια στιγμή να χαρεί την ελάχιστη ψευδαίσθηση πως σε κάτι είναι χρήσιμος. Να, να φτιάχνει καταπληκτικό μωσαϊκό, να βγάζει τον σκύλο βόλτα, να ρίχνει ένα ποτήρι νερό σ΄ένα γλαστράκι με πανσέδες που μόνος του φύτεψε Νοέμβρη μήνα. Κυρίως να θυμάται τις περισσότερες λεπτομέρειες, όταν το ήθελε. Που ούτως ή άλλως δεν το κάνει πια. Απλώς ξυπνάει, κοιμάται  και ξεχνάει. Ανοίγει τα μάτια του το πρωί και τα κλείνει το βράδυ σαν να είναι η πόρτα ενός μαγαζιού που βαράει μύγες.





Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Αdagio II 31/10/2015
















    Όταν μπαίνεις στο βιβλιοκαφέ Adagio II στην Ναύπακτο, ο κόσμος αρχίζει ν' αλλάζει, να μυρίζει πιο όμορφα. Τακτοποιημένα και φροντισμένα τα βιβλία στις προθήκες και στα ράφια. Καδραρισμένα εξώφυλλα βιβλίων στον τοίχο. Φέρνουν κοντά τις μνήμες παλιών και νέων χρόνων. Ένας διαθέσιμος χώρος για τον περαστικό να ψάξει. Ο Σπύρος, η Σοφία και ο Γιάννης κινούνται μέσα στο χώρο με μεράκι και αρχίζουν όλα να γίνονται περισσότερο ανθρώπινα. Είναι εκεί που λες πως αν βγεις λίγο έξω από το κάδρο, η καρδιά κτυπά ακόμα πιο δυνατά και η αρτηρία πάλλεται.
    Έvα από τα σπουδαία δώρα που μου έκαναν και τα δυό μου βιβλία είναι η γνωριμία μου με ανθρώπους άγνωστους σε μένα μέχρι χθες. Ανθρώπους που αγαπούν και δουλεύουν αθόρυβα, ακούραστα και ταπεινά για το βιβλίο και όχι μόνο. Μετά μένουμε φίλοι και γίνεται ο κόσμος πιο μεγάλος.
Μια τέτοια βραδιά ήταν το Σάββατο 31/10/2015 στο Adagio II. Η παρουσίαση του βιβλίου αφορμή και αιτία να μιλήσουμε πολύ, ν ΄αναρρωτηθούμε, να κοιταχτούμε, να γίνουμε μια μεγάλη παρέα.  Η Μαρία και η Βάλια για πρώτη φορά σε τραπέζι παρουσίασης. Μια υπέρβαση αδερφοσύνης. Λόγια ουσίας.
Μια μοναδική βραδιά. 

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Σπουδαίες ιστορίες




      Γνωρίζω έναν άνθρωπο. Είναι εδώ και αρκετό καιρό θλιμμένος. Στην αρχή, όταν τον συνάντησα φαινόταν κοινωνικός, γελούσε δυνατά και εγκάρδια. Ήταν πάντα με το δικό του προσωπικό τρόπο περιποιημένος, χτενισμένος και δοτικός. Πρότεινε χωρίς περιστροφές να σε βοηθήσει αν περνούσε από το χέρι του, να σου προσφέρει, να σου δώσει. Μιλούσε δυνατά, γρήγορα, αψεγάδιαστα. Διάβαζε, παρακολουθούσε παραστάσεις, αγαπούσε την μουσική, αγαπούσε ανθρώπους και πάνω απ' όλα σκεφτόταν.
    Είχε φτιάξει ένα δικό του κόσμο και ένιωθε ασφαλής μέσα σ΄αυτόν. Σιγά σιγά γίναμε  φίλοι και άρχισα να βλέπω από κοντά την μοναξιά του. Ήταν ένας πραγματικά μοναχικός άνθρωπος. Πήγα σπίτι του, γνώρισα φίλους του, ξενυχτήσαμε, είπαμε  πολλά, μοιραστήκαμε σκέψεις και προβληματισμούς, γελάσαμε πολύ όλoι μαζί. Βλέπεις οι θλιμμένοι ξέρουν και να γελούν πολύ και να έχουν φίλους.
      Το θέμα είναι πως όσο γινόταν όλα αυτά γύρω έπεφτε ξεραϊλα. Σιγά σιγά, το χυδαίο, η κακογουστιά και όλα αυτά που δεν είχαν καμιά απολύτως αξία, ποιότητα και αισθητική άρχιζαν να επικρατούν. Όχι πως δεν το είχε καταλάβει. Κατάφερνε όμως να το ξεπερνάει, να το νικάει. Φυσικά αυτές οι νίκες ούτε μόνιμες ήταν, ούτε σίγουρες πως θα επικρατήσουν. Η ξεραϊλα έφερε και σιωπή. Αόρατα σχοινιά άρχισαν να ακινητοποιούν τους ανθρώπους στην θέση τους, αφήνοντας τους να κάνουν μόνο τις απoλύτως απαραίτητες καθημερινές κινήσεις και τίποτα παραπάνω. Όλο και λιγότερες διαμαρτυρίες και απόψεις ακούγονταν. Αυτό συνεχιζόταν με γρήγορους ρυθμούς και ορατό ένα κακό τέλος.
    Μέσα σ΄όλα αυτά έψαχνε απεγνωσμένα ένα νόημα. Κάπως όπως έψαχνε ένα νόημα και στις ταινίες που με τόση αγάπη έβλεπε. Η ζωή όμως δεν είναι κινηματογράφος για να την κατανοήσεις και να την νοηματοδοτήσεις. Ούτε τις περισσότερες φορές είναι γεμάτη φαντασμαγορικά χρώματα και ακροβατικά. Άσε που έχει και μια μεγάλη δόση ματαιότητας. Λοιπόν;
     Λοιπόν σκέφτηκε όλες εκείνες τις πανέμορφες, μικρές, και αθόρυβες στιγμές. Τις στιγμές που είναι γεμάτες με σπουδαίες ιστορίες. Ιστορίες που στην πραγματικότητα ξεκινούν πριν αρχίσεις καν να τις ζεις και τελειώνουν σε άδειες αίθουσες την ώρα που οι επόμενοι θεατές μπαίνουν για να ζήσουν την δική τους σπουδαία ιστορία.
    Όλες αυτές τις σπουδαίες ιστορίες που εκτυλίσσονται πάντα ενδιάμεσα της προσοχής μας. Αυτές που ποτέ δεν συγκράτησε ακριβώς την αρχή τους. Ούτε προέβλεψε με ακρίβεια το τέλος τους. Αυτές τις ιστορίες που ξεκινούν, διαρκούν και τελειώνουν αθόρυβα. Αφού ακόμα και κατά την διάρκεια της εξέλιξης τους δεν συνειδητοποιείς πόσο μεγάλο και σπουδαίο είναι αυτό που ζεις. Κι ίσως κι έτσι διασφαλίζουν την επιβίωση τους σε όποιο χρόνο τους αντιστοιχεί. Αφού στην πραγματικότητα το αληθινό τους μέγεθος κρίνεται στις μελλοντικές αποτιμήσεις και στην αναπόφευκτη σύγκριση τους με τις επόμενες.
    Αυτά σκέφθηκε κι άνοιξε την πόρτα και τα παράθυρα να βγει στο δρόμο, να έρθουν κατά πάνω του οι καινούργιες σπουδαίες ιστορίες του. Να μην τις προσπεράσει άθελα του.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Παρών απών








      Τις πιο καθαρές σκέψεις της μέρας της έκανε στην στάση το πρωί. Πολύ της άρεσε που φεύγοντας το καλοκαίρι, ήρθε κι εμφανίστηκε πάλι η πρωινή δροσιά. Ήρθε ξανά η ώρα του τζην μπουφάν. Βούλιαζε τα χέρια της στις τσέπες, ρουφούσε την μύτη της, έπινε γουλιά γουλιά τον καφέ που κουβάλαγε μαζί της. Αποκτούσαν οι σκέψεις της μια γεύση δροσερή. 
      Όταν έφθανε στην δουλειά και προχωρούσαν οι ώρες, άρχιζε σιγά σιγά να σπάει σε κομμάτια. Κάποιο αόρατο, άγνωστο χέρι την άρπαγε χωρίς προειδοποίηση, την πέταγε στον τοίχο και αυτή έσπαγε. Άρχιζαν μετά αυτόκλητοι σωτήρες να της μιλούν μέσα από μεγάφωνα. Δεν μπέρδευαν τα λόγια τους ποτέ. Ντυμένοι το μανδύα του σοφού, φώναζαν να ακούσει την μοναδική αλήθεια που κατοικούσε στα μυαλά τους. Το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλες αλήθειες ούτε σαν φαντασία δεν περνούσε. Ούτε σε κανένα τραπέζι έπεφτε προς συζήτηση. Στην τελική αυτά εναντιώνονται στο ένα και μοναδικό Μέγα Συμφέρον. Σήκωνε το βλέμμα της τότε ψηλά να εντοπίσει από πού έρχεται η φωνή. Καθόταν αγκαλιά με το ψέμα τους, θαλασσόδερνε μέσα στο σάλιο τους, ανεβοκατέβαινε στις καταστροφές και στα βρώμικα δόντια τους. Μόνο λάθη, απώλειες και θανάτους μέτραγε τότε.
     Όταν πια γύρναγε το βράδυ στο σπίτι εξαντλημένη από το μονόλογο μιας ολόκληρης μέρας, στους ώμους της είχε ρίξει την κουβέρτα του παρών απών. Του δεν υπάρχει λόγος να νοιάζεται κανείς για κανένα. Πρόσφυγας της ζωής της. Συνέβαιναν όμως κάτι μικρά που της άλλαζαν μυαλά. Χθες γυρνώντας είδε στο μπαλκόνι του δεύτερου δεμένο ένα ροζ μπαλόνι. Οι γείτονες γεννήσανε ένα κοριτσάκι. Γεννήθηκε κι αυτό τις μέρες που άλλα παιδάκια πνίγονται στις θάλασσες σκέφθηκε. Προχθές πάλι γυρνώντας άκουσε σειρήνες ασθενοφόρου. Τρέχανε μέσα στη νύχτα κουβαλώντας τραυματίες. Ίσως και να μην ήταν τραυματίες. Ίσως να ήταν ανθρωπάκια που κουβαλούσαν τα πτώματα των εαυτών τους και είχαν βάλει τις σειρήνες για να προλάβουν να φθάσουν στην ώρα τους. 
    Τέτοιες αλλόκοτες σκέψεις έκανε. Ήταν τότε που πέταγε την κουβέρτα από πάνω της. Θυμόταν πως είχε ξεχάσει την μυρωδιά του χώματος, της ντομάτας, του θυμαριού και της ελπίδας. Σκεφτόταν πως καιρό τώρα ήθελε να φυτέψει πιπεριές, λεβάντες, φρασκόμηλο, μελισσόχορτο και ρίγανη σε γλάστρες στην βεράντα και πως όσο ζούσε ο παππούς της εκείνη ήθελε να γίνει κηπουρός. Να αφοσιώνεται στα λουλούδια, στα βότανα και στα μυρωδικά. 
     Μετά ο παππούς της πέθανε και εκείνη μεγάλωσε. Ξέχασε να θυμάται αυτά που ήθελε και έχασε τις αφοσιώσεις. Καιρός ήταν να γίνει τώρα κηπουρός. Μια απόφαση είναι. Να φτιάξει ένα κήπο ακόμα και με λέξεις. Να φυτεύει λέξεις, ν΄ανθίζουν συναισθήματα. Να έρθουν πίσω οι αφοσιώσεις. Ν' ακουστούν φυσαρμόνικες. Άνεμοι να φυσήξουν. Να ξηλωθεί η κουβέρτα παρών-απών. Ν΄ανοίγει μια χαμομηλένια ομπρέλα στη βροχή. Να παραμένει παρούσα.


Φωτογραφία Alison Juliah

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Υπόγειες διαδρομές





    Μόνο που δεν είχε καμιά επιθυμία να επωφεληθεί από τη θέση της. Κι ακόμα λιγότερο να αποδείξει την αξία της. Κάποτε ίσως. Στην αρχή μπορεί να ήταν κι αυτό ανάμεσα στα άλλα κίνητρα. Μετά αυτό της τελείωσε. Περιφερόταν στους δρόμους σαν αμνησιακή και δάμαζε λέξεις. Τελειόφοιτη πια του καλού της τμήματος με ελάχιςτες ακαδημαϊκές ευκαιρίες ν΄απλώνονται μπροστά της αν τις κυνηγούσε. Αντί να παρακολουθεί τα σεμινάρια, τις διαλέξεις και τις παρουσιάσεις που της είχαν απευθύνει πρόσκληση ταξίδευε με το μετρό σε απομακρυσμένες, ξεχασμένες από το Θεό γειτονιές και περιφερόταν μόνη ανάμεσα σε μυρωδιές κάρυ, καφενεία βαμμένα με πράσινη λαδομπογιά και κομμωτήρια με εξειδίκευση στα εξτένσιονς και ψεύτικα μαλλιά. Εκατοντάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών την απομόνωναν από το σαματά της πόλης. 
      Καμιά φορά την κούραζε το ενδιαφέρον της για την νεοαποκτηθείσα κινητικότητα της και το έριχνε στην χαμαλοδουλειά. Έπιασε δουλειά σ΄ένα συνοικιακό, υπόγειο παλαιοπωλείο όπου πάλευε να μάθει τα μεγάλα μυστικά της αληθινής φθοράς του χρόνου. Βυθιζόμενη στη σιωπή όπως βουλιάζει μια πέτρα αθόρυβα σε βαθειά νερά, μια ευπρόσδεκτη νάρκη κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Κάπου που ήταν εντελώς ευτυχής γυαλίζοντας τραπέζια και ακούγοντας μουσική, κλασσική κατά προτίμηση από τα ακουστικά για ατελείωτες ώρες. Σχολούσε τα μεσημέρια την ίδια πάντα ώρα. Πολλές φορές έτρωγε σ΄ένα υπόγειο μικρό εστιατόριο εκεί κοντά, που έκανε ωραίες πατάτες τηγανητές με τριμμένο τυρί. Άλλες φορές έτρωγε στο διάλειμμα μαζί με τους άλλους, φορώντας τη μαύρη σκονισμένη ποδιά και έχοντας σηκωμένα τα μανίκια, καθισμένη σε σκαμνί. 
     Στο κάτω κάτω της γραφής τι το παράξενο να θέλει να εξακολουθεί να κοιμάται μέχρι αργά με τα σκεπάσματα τραβηγμένα πάνω από το κεφάλι της, και μετά να περιφέρεται σ΄ένα βυθισμένο στην ησυχία σπίτι με συρτάρια γεμάτα κοχύλια, εισητήρια από περασμένες συναυλίες, περιοδικά και φωτογραφίες. Το φως του δειλινού να μπαίνει από τις γρύλιες και να σχηματίζει κοραλλένιες αιχμές στο πάτωμα. 
     Κινούμενη ανάμεσα στην σχολή και το παλαιοπωλείο γρήγορα βυθίστηκε σε ένα είδος ονειρικής ζωής όπου έπαψε να κυκλοφορεί σε οικείους δρόμους ενώ ζούσε σε ανοίκειες συνθήκες. Όλο και περισσότερο σκεφτόταν την παλιά, την προς το παρόν χαμένη ζωή, την χαρούμενη φτωχογειτονιά των παιδικών της χρόνων με τις φυτεμένες βεράντες και τις αλάνες γεμάτες παιδιά. Έπαψε να ζει καταμεσής του τίποτα.
      Στο παλαιοπωλείο μελέτησε από κοντά τα σημάδια φθοράς, τις περήφανες ουλές, τα γδαρσίματα. Κοντά στους μαστόρους έμαθε να λιώνει μελισσοκέρι, να φτιάχνει ρητίνη, να περνάει σωστά το βερνικόχρωμα. Να φτιάχνει καλή πατίνα σ΄ένα παλιό κομμάτι. Έμαθε πως η κανονική φθορά του χρόνου, όπως αντιλήφθηκε σταδιακά παρατηρώντας τα γνήσια κομμάτια που περνούσαν από τα χέρια της, είναι απρόβλεπτη, ακανόνιστη, ιδιότροπη και αφήνει άθικτα κάποια σημεία ενώ πλήττει σοβαρά κάποια άλλα. Η υπερβολικά ομοιόμορφη φθορά στην ουσία δεν λέει απολύτως τίποτα για το αντικείμενο. 
       Έπαψε σιγά σιγά να ασχολείται με το τι ακριβώς θα κάνει όταν τελειώσει τις σπουδές. Παλαιότερα ασχολιόταν μ΄αυτό σχεδόν εμμονοληπτικά. Το κόλπο ήταν να μην πιστέψει τίποτα που να δείχνει υπερβολικά καλό. Είχε μάθει  πως όταν λέμε καλό δεν εννοούμε  ποτέ κανονικό. 

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Λίγα Λόγια για το Ιώδιο



Είχα την τύχη το Ιώδιο να διαβαστεί από την συγγραφέα Αγγελική Πλουμά. 
Αυτά είναι τα λόγια της:


Iώδιο: Ένα ρευστό ανάγνωσμα
Αγγελική Πλουμά
Το ιώδιο καίει, όπως κάθε γιατρικό πάνω σε ανοιχτή πληγή… Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά; όσο κι αν μας προετοίμαζαν, όσο κι αν οι στοργικοί «μεγάλοι» το φυσούσαν, εμείς «ξέραμε». Πέσαμε, χτυπήσαμε; Θα ακολουθούσε το κάψιμο του. Η μυρωδιά του ήταν ήδη στη μύτη μας… Στεκόμασταν γεμάτοι φόβο μπροστά στον επερχόμενο πόνο… και μάθαμε με τον καιρό πως η επίπονη επίδραση κάποιων γιατρικών είναι αναπόφευκτη. Είναι, όμως, κι ανακουφιστική αφού ο πόνος που δημιουργούν τελικά «θεραπεύει»…
Έτσι είναι και «Το ιώδιο» της Αννίτας Λουδάρου (Ανν Λου). Ένα γιατρικό που σε πονάει πριν σου στείλει τα μηνύματα της διεξόδου προς τη ζωή! Κοφτό, απέριττο, στέκεται για λίγο διστακτικό πριν ακουμπήσει, τα μεγάλα ανοικτά παγκόσμια ζητήματα. Μητρότητα, ψυχική ασθένεια, έρωτας, φιλία, γάμος. Και μετά …στοχεύει ακριβώς στο κέντρο, εκεί που βρίσκεται η ανοιχτή πληγή και προκαλεί το εσωτερικό σου ουρλιαχτό. «Το Ιώδιο» είναι τρυφερό και σκληρά ειλικρινές μαζί, όπως οφείλει να είναι και κάθε καλός σύμβουλος, θεραπευτής ή και συνοδοιπόρος.
Όσο προχωράς στις σελίδες, η γροθιά στο στομάχι σφίγγεται και οι λέξεις ανοίγουν μια μια τις μυστικές πόρτες της αυθεντικής αίσθησης που ενεδρεύει στα σύνορα συνειδητού και ασυνείδητου.
Η μάνα που αγαπά «με όρους» αλλά και ταυτόχρονα αναζητά σε όλη της τη ζωή με μια άγρια λαχτάρα, την άλλη αγάπη, αυτή που ημερεύει και δε σου θέτει προυποθέσεις. Η μικρή, ευαίσθητη κόρη που σαν όλα τα νεαρά και ευαίσθητα πλάσματα του κόσμου, αφήνει να ξεσπάσουν σαν κεραυνός πάνω της, τα ανείπωτα, τα ανείδωτα κι τα αβίωτα, τριών θηλυκών γενεών. Ο πατέρας, σαν πολλούς άντρες που ξέρουμε, φαινομενικά «καλός», αλλά άβουλος, απαθής, που αναμενόμενα καταφεύγει στο τέλος σ τη μόνη έξοδο που αντέχει: στη φυγή. Η ψυχική αρρώστια που κληρονομείται όχι μέσα από το κύτταρο αλλά από το βίωμα. Η τραχιά σεξουαλικότητα που ζητά διέξοδο έκφρασης μέσα σε σκοτεινά υπόγεια.
Στο «Ιώδιο» της Ανν Λου, ο πόνος και η αγάπη, η ζωή και ο θάνατος, η καταπίεση και η ελευθερία δεν συμβιώνουν απλά και συμβατικά στήνοντας ανάμεσά τους τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα των στερεοτυπικών περιορισμών αλλά αφήνονται, με μεγάλη μάλιστα επιτρεπτικότητα, να λιώσουν, να ρευστοποιηθούν, να συνουσιαστούν, σχηματίζοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό που περιέχει το μυστήριο της ζωής και που δεν έχει καθόλου χώρο για βεβαιότητες.
Άνθρωποι, που όταν η ζωή καταιγιστικά αλλάζει, αυτοί παραμένουν ίδιοι και αμετακίνητοι μένοντας στις παλιές πληγές τους και κωφεύοντας στα μηνύματα του καινούργιου. Άνθρωποι, που συγκρούονται με τις επιπτώσεις των πράξεων τους και κάνουν τους ανήξερους. Άνθρωποι που ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις …. αλλάζουν…
Μικρές και δυνατές φράσεις σαν αυτή «Στο τελευταίο σκαλί, κλώτσησα την πόρτα του διαμερίσματος. Κανείς δεν βρέθηκε να με πάρει στην αγκαλιά του»…. όλα τα απλά και καθημερινά, όλα όσα όλοι νοιώσαμε και όλα αυτά με τα οποία συναντηθήκαμε. Και στο τέλος σου μένει η χαρμολύπη, εκείνη η γλυκόπικρη γεύση που αφήνουν, τα αριστοτεχνικά μαγειρεμένα φαγητά. Αυτή που κλείνεις τα μάτια κι έχεις για λίγο την ψευδαίσθηση ότι είσαι ο σεφ της δημιουργίας μιας μοναδικής ευωχίας. Υπόκλιση!

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Γεύση θέρους





    Πριν φύγει πήγαινε εκεί συχνά. Στην μέση του πουθενά, ανάμεσα στο χωριό και στην πόλη, μετά από μια κρυφή στροφή, άρχιζε ένα μυστικό χωματοδρομάκι. Στο τέλος του κατέληγε σ΄έναν όρμο με καταγάλανα νερά σε σχήμα τέλειου ύψιλον.  Πώς ζωγραφίζονται άραγε τα τέλεια σχήματα; Γυαλιστερά, χρωματιστά βότσαλα, βράχια, αρμυρίκια. Ένας τόπος μυστικός, παρέμενε απόρθητος και απαράλλαχτος μακριά από αδέσποτα βλέμματα. Έλεγες πως ο προηγούμενος που θα είχε περάσει από δω θα ήταν πριν από χρόνια. Τίποτα παραπανήσιο. Τίποτα αταίριαστο. Γαλήνη.
     Πώς να περιγράφεται αλήθεια η γαλήνη; Η γαλήνη δεν είναι ησυχία. Είναι ένα βρεγμένο, μεγάλο χωριάτικο παξιμάδι με λάδι, ρίγανη, αλάτι, αλειμμένο με μια ολόκληρη ντομάτα κομμένη κομματάκια. Σαν αυτό που τρώγαμε παιδιά όταν το μυαλό μας ήταν πάντα έξω από το σπίτι. Τότε που τρώγαμε όρθιοι και βρεγμένοι ακόμα από την θάλασσα για να προλάβουμε να ξαναβγούμε έξω. Είναι πατάτες τηγανητές στην λαδόκολα. Χωρίς πιάτα, χωρίς πιρούνια, γεύματα με γεύση θέρους. Τότε που τα έξω έφερναν τις νίκες των μέσα και τα καλοκαίρια τα μετρούσαμε με τα σώματα μας. 
    Βούτηξε στη θάλασσα ξανά όπως τότε. Το νερό γυαλί, διαυγές, τον υποδέχθηκε σαν καλό φίλο παλιό. Άκουσε τα σκουριασμένα του άκρα να τρίζουν. Τις κλειδώσεις του να ξεκλειδώνουν. Βούτηξε το κεφάλι του, κράτησε την αναπνοή του, άνοιξε τα μάτια και είδε κατάματα τον βυθό, τα βότσαλα, τα ψάρια, τις ανεμώνες. Βούτηξε πολλές φορές. Μπαινόβγαινε από τα μέσα στα έξω όπως όταν ήταν παιδί.
     Μετά που μεγάλωσε έφυγε. Είδε τα έξω να γίνονται μέσα. Πέρασαν πολλά καλοκαίρια, ήρθαν φθινόπωρα και χειμώνες. Οι ανάγκες άλλαξαν, ωρίμασαν, πήραν σοβαρή όψη. Η επιδερμίδα στους αγκώνες και στις πατούσες σκλήρυνε. Κάποια από τα έξω πατήθηκαν και άλλα ξεχάστηκαν. Βαθειά κρυμμένα στις υγροσπηλιές της μνήμης παρέμεναν τα υπόλοιπα πρόσωπα της γλυκιάς συμμορίας. Όπως οι σαρδέλες μες στην άλμη. Το θέρος άλλαξε γεύση. Έκλεινε δωμάτια με θέα, air condition και wi-fi. Προγραμμάτιζε εισητήρια, συναυλίες και διαδρομές περιπατητικές. Ταξίδευε με αεροπλάνα, οδηγούς, χάρτες και προγραμματισμούς.  Πατούσε με τα καλοραμμένα μποτάκια τα έξω. Καμιά φορά έκλαιγε κρυφά. Κλεινόταν όλο και  περισσότερο στα μέσα του. Ξεθώριασαν τα χρώματα. Ξέχασε την γεύση της αλειμμένης  ντομάτας στο παξιμάδι. Άρχισαν οι ανορεξίες και οι βουλιμίες.
    Όταν βγήκε από τη θάλασσα, κάθησε σ΄ένα βραχάκι και ατένιζε τον ορίζοντα. Ο αέρας μύριζε πέλαγος, ιώδιο και αλάτι. Στα πόδια του είχαν κολλήσει φύκια. Παρέα του οι πεταλίδες, οι χοχλιοί και μια σαύρα. Ιδέα δεν είχε πόση ώρα είχε περάσει. Ούτε πού πήγε ο  χαμένος χρόνος. Κανείς δεν ήξερε το αύριο, ούτε καν το λίγα λεπτά μετά. Έγλειψε το αλάτι στα χείλη του. Είχε γεύση. Γεύση θέρους αθάνατη.
  

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Ο Φάρος





      Τα καλοκαίρια πήγαινε στο νησί. Ήταν απ΄αυτούς που ξεχνιόταν περπατώντας χαράματα με τα χέρια στις τσέπες.Έφθανε μέχρι τον Φάρο, στο πιο απομακρυσμένο άκρο του νησιού. Χρόνια τώρα ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολεί. Ένας απόκρημνος, σιωπηλός, ήρεμος μοναχός απέναντι στις διαθέσεις της θάλλασσας. Κάθε φορά που περνούσε από το Φάρο έλπιζε πως θα βρει την πόρτα ξεκλείδωτη και θα μπορούσε να μπει μέσα , να φθάσει στο τελευταίο επίπεδο, στο κλωβό και από εκεί να δει τη θάλασσα. Η κάθε δοκιμή έκρυβε μια ανεξήγητη ελπίδα. Ο φάρος όμως από τότε που μετάθεσαν τον φαροφύλακα στην υπηρεσία μιας αποθήκης υλικών της ΔΕΗ  παρέμενε  πάντα κλειστός. 
        Όταν μαζεύονταν οι μέρες και έπρεπε να επιστρέψει στο κλεινόν άστυ , πετούσε τα ρούχα του ανακατεμένα στην βαλίτσα και έφευγε. Ήθελε όταν επέστρεφε και  άνοιγε την βαλίτσα, η αταξία της να πιάσει όλο το σπίτι, να βγει στην βεράντα, να ξεφύγει σε όλη την γειτονιά, στους ανθρώπους, στα περίπτερα,  στις συνειδήσεις τους. Μαζί να ελευθερωθεί και η μυρωδιά του νησιού, τα πρωινά κελαϊδίσματα των πουλιών, ο παφλασμός των κυμάτων, τα χρώματα της ανατολής ,  της έναστρης νύχτας. Να μυρίσει η γειτονιά ντομάτα , βασιλικό , γιασεμί και γάβρο με κρεμμυδάκι τηγανιτό. Να συμπαρασυρθούν μέσα στην αταξία όλες οι διαφορές, να μηδενιστούν οι αποστάσεις, να γίνουν τ΄αδύναμα δυνατά . Να μάθουν όλοι οι γείτονες τα πάντα για το νησί , για το φάρο  και τη θάλασσα . Να τα μάθουν όλα από την αρχή έτσι που να  βρίσκουν ελεύθερη είσοδο οι μυρωδιές , οι γεύσεις και τ΄αερικά  να εισχωρούν στο βάθος τους. Να έχει  ο κάθε χειμώνας το καλοκαίρι του.
     Λίγες μέρες πριν φύγει το αποφάσισε. Μάζεψε τα εργαλεία που του χρειαζόταν, και ένα βράδυ με μεγάλο φεγγάρι άνοιξετην πόρτα του φλαρου με κατσαβίδι .Ήταν πολύ πιο έυκολο απ΄όσο είχε φαντασθεί. Η πόρτα άνοιγε μέσα σ΄ένα μικρό , απλό δωμάτιο με άσπρους σοβαντιμσένους τοίχους. Ένα ξύλινο τραπέζι κολλημένο στο τοίχο ακι τριγύρω τρις καρέκλες. Στο απέναντι τοίχο ένα ντιβάνι εκσταρτείας με μια μαύρη μάλλινη κουβέρτα. Πάνω στο τραπέζι , μια κιτρινισμένη εφημερίδα , μια κασσετίνα καρέλια , ένα άδειο σταχτοδοχείο και ένα τρανζιστοράκι. Στην άκρη του δωματίου κολλημένη στο τοίχο  μια ξύλινη , βαμμένη με οινοπνευματί λαδομπογιά σκάλα, χωρίς κουπαστή. Έφθασε στο τελευαταίο επίπεδο του Φάρου , στο κλωβό. Εδώ ανάμεσα στα κάτοπτρα, τους φακούς και τους λαμπτήρες κτυπούσε η καρδιά του φάρου.
     Τι έφταιγε και ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολείς; Έριξε μια ματιά τριγύρω . Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν στην θέση τους. Άνθρωπος όμως δεν υπήρχε ν΄ανάψει τον φάρο. Τα καινούργια συστήματα των ηλιακών φάρων ανάβουν μόνα τους,  δεν χρειάζονται ανθρώπινο άγγιγμα. Ρύθμισε  το συρματόσχοινο με το βαρίδι , που αποτελούσε το βασικό μηχανισμό περιστροφής και ο φάρος άναψε. Ρυθμικοί , Ρυθμικές αναλαμπές ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Βγήκε έξω στο μικρό εξώστη , ακούμπησε στα κιγκλιδώματα κι ανάσανε βαθιά. Έφθασε το ιώδιο μέχρι το συκώτι του .
       Όταν οι κάτοικοι του νησιού  είδαν τον Φάρο να δουλεύει , δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Ο φαροφύλακας έλειπε χρόνια, θαύματα δεν γίνονται κι αν γίνονται αυτοί δεν τα πιστεύουν. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους, η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικές αναλαμπές από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι  με ασφάλεια. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής, αλλά σαν πατρίδα. Η θύελλα να έρχεται , να σκεπάζει τα παράθυρα αφρός , τα πουλιά να χιμούν στο φανάρι , όλος ο τόπος να σείεται και ο φάρος να στέκεται εκεί ακούραστος φρουρός. 
      Αυτό ήθελε. Με την ακατάστατη βαλίτσα στο χέρι του ξεκίνησε για τον  επόμενο χειμώνα του.
   

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Για τον κάθε Αύγουστο





Μπούχτησα τους ξερόλες.
Δεν θέλω άλλους τέλειους ανθρώπους.
Λευτεριά στους ανθρώπινους ανθρώπους. Όχι άλλα προφίλ. Όχι άλλα δήθεν.
Αύγουστε κανόνισε την πορεία σου.


Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Υπόγειο ρεύμα

 



      Βήματα παλιά, περήφανα, κουρασμένα  και λίγο στραβά , δεν μπορούσες να τα ξεχάσεις. Όταν τον είδα ήταν βράδυ και περπατούσε στην άδεια πόλη. Εγώ ήμουν σταματημένη στο φανάρι και αυτός περπατούσε με τους ώμους σκυφτούς  στο πεζοδρόμιο.  Σκούρο μπλε το πουκάμισο του ανοικτό στα πάνω δυό κουμπιά , φαινόταν η φανέλα του από μέσα.  Αναμαλλιασμένος και ιδρωμένος έπαιζε στα χέρια  του μια χάρτινη σακούλα. Κοίταξα προσεκτικότερα την σακούλα. Κόλυβα. Είχε στα χέρια του κόλυβα . Λίγο πιο πίσω του μια γυναίκα σιωπηλή τον ακολουθούσε. Ένας άγνωστος ήταν ο άνθρωπος και εγώ από κάπου τον ήξερα. 
       Ένας άνθρωπος ολόκληρο βιβλίο που δεν άντεξε κανείς να το δαβάσει. Ένας απ΄όλους εμας. Τους ανθρώπους με τις χίλιες δικαιολογίες που ξύνουν πληγές. Τους ανθρώπους κύκλους που τέμνονται . Τους ανθρώπους που νομίζουν, που εκφεδονίζονται από το μηδέν στο εκατό και πάλι πίσω. Τους ανθρώπους δρόμους με φωτιές και τους άλλους με την απόλυτη ησυχία .Τους ανασφαλείς  που αρκούνται στην ασφάλεια . Τους μπερδεμένους , τους γρίφους, τους ανθρώπους που σου σφίγγουν το χέρι και μετά δεν στο επιστρέφουν ολόκληρο. Τους ανθρώπους δυνατές φωνές και τους άλλους που δεν ακούγονται. Τους αμήχανους, τους μηχανικούς, αυτούς που αναπνέουν και τους άλλους που εκπνέουν. Απ΄αυτούς που ο ιδρώτας τους μυρίζει παραδοχή ή από τους άλλους που σου αλλώνουν την παραδοχή. Απ΄αυτούς που δεν αντέχουν τον πόνο ή από τους άλλους που τον προκαλούν. 
     Δεν ξέρω ποιος ήταν ακριβώς. Τα βήματα του αναγνώριζα. Δεν ξέρω ποιον έχασε και μέσα στην νύχτα έτρωγε κόλυβα σκυφτός.  Δεν ξέρω ποιο βάρος έκανε τους ώμους του σκυφτούς . Μέσα στην σιωπή της πόλης άκουσα για μια στιγμή κάτι σαν σκαρπέλο .  Μπορεί να ήταν η πατημασιά του στο πεζοδρόμιο ή το μασούλημα του κριθαριού. Λαξευτής στιγμών είναι  ο άνθρωπος . Ψάχνει να ανακαλύψει την ευτυχία. Κανείς δεν μπορεί να του διδάξει τον τρόπο. Μονάχος ψάχνει . 
     Σε λεπτά άναψε πράσινο και ετοιμάστηκα να περάσω. Γύρισα  να τον κοιτάξω .  Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Κάτι σαν υπόγειο ρεύμα μας έφερε τον έναν μπροστά στο άλλο. Τον είδα να αδειάζει τον χρόνο. Τίποτα απολύτως δεν είχε άλλαξει τριγύρω. Ούτε νομίζω πως θα είχε τίποτα σπουδαίο να πει ή να προτείνει για όλα αυτά που συμβαίνουν . Η πόλη στην καλοκαιρινή της βραδιά αργόσερνε τα δικά της βαριά βήματα. Αν έκλεινες την ένταση από τους καβγάδες στις τηλεοράσεις όπως έβγαινε από τις ανοικτές μπαλκονόπορτες , θα έπεφτες σε μια εκκωφαντική σιωπή. Αυτός περίμενε ν΄ανάψει πράσινο για τους πεζούς , να πάρει την ελπίδα αγκαλιά και να περάσει απέναντι.  Μου φάνηκε ένας απ΄αυτούς που στο γύρισμα ενός κλειδιού στην πόρτα το βράδυ αναγνωρίζουν όλη τους την πληρότητα. Τους  ερωτευμένους που αναποδογυρίζουν  το είναι και δεν είναι τους για  μια  μονάχα στιγμή. Αυτους αγαπώ πιο πολύ. Αυτούς που έχουν το βήμα. 
     Η ιστορία με τα χρόνια αποκτά την δικούς της θρύλους . Κάθε θρύλος και εκδοχή. Το λησμονούν όσοι αμφισβητούν το δικαίωμα στην αλήθεια του απέναντι και νομίζουν πως κρατούν το τρόπαιο.  Πολλές τέτοιες ιστορίες είναι καλά κρυμμένες σε φυλαχτά, σε ποιήματα, σε κόκκινες σημαίες. Ιστορίες που σε μαθαίνουν , αν προσεκτικά τις διαβάσεις να συγχωρέσεις όσους από δειλία εκπέσανε. Το άλφα στον άνθρωπο δεν είναι κυκλωμένο. Στερητικό είναι. 
     
   
   

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Αρόδου




      Προσπαθώ καθημερινά να κατανοήσω και βασανίζομαι. Πέφτουν πάνω μου οι απόλυτες βεβαιότητες και θυμώνω. Θυμώνω με τους απόλυτα σίγουρους. Mοιάζουν πως κάτι κρύβουν. Τους υποψιάζομαι για φανατισμό και κρυφό συμφέρον. Δεν ξέρω αν έχω δώσει λανθασμένη εντύπωση γράφοντας όλα αυτά τα χρόνια. Όμως έτσι είμαι. Δεν τα πάω καλά με τα σίγουρα. Επίσης δεν μου αρέσουν καθόλου οι μονολεκτικές αποφάσεις. Ιδιαίτερα όταν γνωρίζω πως οι λόγοι που οδήγησαν σ΄αυτές είναι κυρίως που μετράνε. Θα ήθελα πολύ ένας από τους αρμόδιους, ξέρεις απ΄αυτούς που βλέπουμε τουλάχιστον τρεις, τέσσερις φορές την μέρα, να μου εξηγήσει απλά και καθαρά, αν βγουν τι έχουν σκοπό να κάνουν. Στην ουσία δεν έχω σε κανέναν εμπιστοσύνη πως θα διαχειριστεί δίκαια την δυστυχία που έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσει να υπάρχει.
      Απλά και καθαρά. Και φυσικά τρέμω μην τα φέρει η τύχη και ξανά βρω μπροστά μου κάτι παλαιοκομματικές φάτσες ή τίποτα απ΄αυτούς που δεν προλαβαίνω ποτέ να καταλάβω πώς αφού είναι στην φυλακή είναι την κατάλληλη στιγμή πάντα έξω. Αυτά σου λέω εδώ καταμεσίς στις μέρες που γραπώθηκαν στην μέγγενη των ΑΤΜ. Σ΄ένα τοπίο εξώκοσμο,  ακατέργαστο, παρατημένο στην μοίρα του. Δεν σου γράφω με ηρεμία. Ο κόσμος το έριξε στα βαριά αντικαταθλιπτικά και παίζει ποδόσφαιρο μπροστά στις τηλεοράσεις με τις θλίψεις. Γιατί βλέπεις της χαράς μπορείς να της κρυφτείς, της λύπης ποτέ. Αλλά κάτω τα χέρια από τα ποδόσφαιρα. Αριστεροί, δεξιοί και άμπαλοι ενώνονται σε μια ενιαία άμορφη μάζα γκολτζήδων. 
     Τα λόγια μας, τα επιχειρήματα, σκάνε σαν αναβράζοντα δισκία για εκτόνωση. Για όλα τα φανερά, τα από καιρό γνωστά, τα άλυτα, τα εμπλεκόμενα, τα διαιωνίζοντα. Για όλα αυτά που δεν κάναμε και τίποτα για να τα σβήσουμε και να προχωρήσουμε. Στο τέλος έρχεται πάντα η διάλυση. Ρίχνουμε την κουβέντα στο νερό και τελειώνουμε. Για ένα άλλοθι, δικό τους και δικό μας. Οι τηλεοράσεις δεν κλείσαν ποτέ, δεν τις σπάσαμε. Θυμάμαι πως το βράδυ που σκοτώσαν τον Παύλο Φύσσα τα κανάλια είπαν πως κάποιοι τσακωθήκαν για την μπάλα. 
     Νεκρά κουφάρια αδερφών που δεν βγήκαμε από την ίδια μήτρα αλλά θα πεθάνουμε στον ίδιο πλανήτη. Ενω το πλοίο θα μένει αρόδου. Η μεγαλύτερη φτώχεια είναι που έγιναν οι άνθρωποι αόρατοι ο ένας για τον άλλον. Κοιταζόμαστε σαν ενοχλητική παρεμβολή. Παίρνουμε το βλέμμα μας βιαστικά και ενοχλημένα. Το να βλέπεις κοιτώντας είναι μια μάλλον σύγχρονη προσευχή των πόλεων. 
      Χρειάζομαι αέρα. Πόσο αφελείς καταντήσαμε. Πόσο γρήγορα θα ξανακλειστούμε στην σιωπή μας. Γι ΄αυτό την άλλη φορά λέω τα κουτάκια να είναι πιο μεγάλα. Το ένα για να χωράρει τα άλλοθι του καθενός μας, έτσι που να μην διχαστούμε ποτέ. Τουλάχιστον όχι παραπάνω από όσο είμαστε διαχασμένοι από κούνια. Ταξική διαφορά το λένε αυτό. Και το άλλο κουτάκι να χωράει μια λέξη μόνο. Ευτυχία. Ευτυχία φίλε μου και ενώ οι οθόνες θα ψάχνουν την ευημερία. Σαν εκείνο το πλοίο που στέκει πάντα αρόδου. 





Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Μέσα και έξω Ιώδιο
















Ιώδιο



Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που το λέγανε Αννίτα. Σκεφτόταν όμως και έγραφε σαν Ανν Λου. Κάποτε άρχισε να γράφει μικροσκοπικές ιστορίες και έβγαλε ένα βιβλίο που το έλεγαν Τράνζιτ. Το ότι έβγαλε και δεύτερο βιβλίο δεν το πιστεύει ακόμα. 

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Ένα τροχόσπιτο και δυo καρέκλες





       Του άρεσε να της λέει τα όνειρα του. Εκείνη ήταν πάντα πρωινή. Εκείνος ξύπναγε αργότερα. Την έβρισκε να πίνει τον καφέ της, να κόβει τα ξερά από τα φυτά στο μπαλκόνι ή να έχει αρχίσει το μεσημεριανό. Έπιανε και της έλεγε τι είχε δει στον ύπνο του. Συχνά τα όνειρα ήταν εφιάλτες. Ξύπναγε ιδρωμένος. Όνειρο ήταν, μονολογούσε και ξανακοιμόταν. Έβρισκε η Μαρίνα τον τρόπο και του έπαιρνε την στιφάδα του ονείρου το πρωί. 
    Ωραία περνούσαν οι δυο τους. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Κάνανε τα δικά τους τώρα. Κυριακάτικες αποδράσεις, βόλτες τα πρωινά του Σαββάτου στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα, τσιπουράκια. Όλα όπως παλιά, όλα ανέπαφα δεν τα χόρταιναν. Τα μέρη αλλάζανε, αυτοί όχι. Τα μαγαζιά κλείνανε, αυτοί όχι. Επέμεναν. Είχε ένα τρόπο η Μαρίνα να κρέμεται από το μπράτσο του. Έριχνε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι, γυρνούσε, τον κοιτούσε, γελούσε, συνέχιζαν την βόλτα τους. Μια ζωή, μια μεγάλη βόλτα. 
     Στην αγορά πήγαινε εκείνος. Ήξερε από που ν' αγοράσει το καλό κρέας, τα φρούτα, το ψάρι. Για τα καλοκαίρια είχαν το τροχόσπιτο. Κλείνανε το σπίτι απλά απλά και φεύγανε. Ήξεραν ακριβώς που να πάνε. Σταματούσανε κάτω κάτω στην θάλασσα. Μένανε εκεί βδομάδες. Τα απογεύματα βγάζανε τις καρεκλίτσες τους από το τροχόσπιτο και περιμένανε το ηλιοβασίλεμα. Βούταγε ο ήλιος στη θάλασσα και έσβηνε μέχρι το άλλο πρωί. 
    Μια ζωή αγαπούσε το διάβασμα και την μουσική. Βιβλία και δίσκοι παντού μέσα στο διαμέρισμα. Βάλανε ραφάκια ακόμα και στο διάδρομο και στο λουτρό. Πιο πολύ αγαπάς αυτά από μένα, γκρίνιαζε καμιά φορά η Μαρίνα. Την κοίταγε τότε αυτός με το βλέμμα του ντράμμερ που βγήκε να παίξει στη συναυλία και βρήκε την παγκέτα του σπασμένη. Οι φίλοι μου είναι, της έλεγε. 
    Στο διάδρομο η ποίηση. Στην βιβλιοθήκη ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Στην κουζίνα και στο καθιστικό δίσκοι, cd, κασέτες. Τα απογεύματα της Κυριακής της διάβαζε αποσπάσματα. Τα βράδια της έφτιαχνε μουσικό πρόγραμμα και ζεστό κρασί με κανελόξυλο. Μύριζε κανέλλα το διαμέρισμα. Τις αργίες, τις απεργίες και τις εθνικές γιορτές της κολλούσε αποσπάσματα στον καθρέφτη του λουτρού. 

''Θα περάσετε από πάνου
απ΄τη θάλασσα του κόσμου
σαν πνοή
μαλακώτατου μαϊστρου,
που το πλάθει ως και το κύμα
κάνοντας το μιας παρθένας
λυγερής κορμί''

Κωστής Παλαμάς

   Η Μαρίνα αρρώστησε αναπάντεχα. Μπήκε στο νοσοκομείο εσπευσμένα. Οι γιατροί μίλησαν για επιθετική, μη ανατρέψιμη κατάσταση. Μια Τετάρτη μεσημέρι του ζήτησε να ξαπλώσει δίπλα της. Πέθανε μέσα στην αγκαλιά του. Οι μέρες έγιναν μονότονες και οι εφιάλτες δεν ήταν όνειρα όταν ξυπνούσε. Εξακολούθησε να πηγαίνει στην αγορά, στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα. Στο τροχόσπιτο όμως δεν ξαναμπήκε. Το κλείδωσε, το σκέπασε μ΄ένα πλαστικό και το άφησε στο χωριό.
  Άρχισε να νιώθει μόνος. Για την ακρίβεια όχι μόνος, μισός χωρίς εκείνη. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν να τον παρηγορήουν. Οι φίλοι όμως ήταν ένα στήριγμα που είχε γκρεμιστεί από καιρό. Ένιωθε ένοχος γι' αυτό. Δεν θυμόταν πως έγινε και το επέτρεψε. Όμως έγινε. Κανείς δεν τον καταλάβαινε σαν εκείνη.
    Εκείνη την ημέρα περπατούσε ώρες. Κατέβηκε την Ιπποκράτους, έστριψε στην Ακαδημίας. Στο δρόμο κυκλοφορούσαν βιαστικοί δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, φοροτεχνικοί με παραφουσκωμένους με υποθέσεις χαρτοφύλλακες στα χέρια, φοιτητές με αθλητικά και σακίδια στη πλάτη, σεκιουριτάδες, οδηγοί με μηχανάκια που καβαλούσαν τα πεζοδρόμια για να παραδώσουν καφέδες, τυρόπιτες, βιβλία και δελτία αποστολής. Χωρίς να το καταλάβει έφθασε στον Κήπο. Αυτόν που κάποτε έλεγαν Βασιλικό και τώρα Εθνικό. Περνάει από τα κλουβιά με τα άγρια ζώα, τα κλουβιά με τους εξωτικούς παπαγάλους, τη λίμνη με τα μεγάλα χρυσόψαρα. Παραμένουν όλα σε μεγάλη παραμέληση. Τα ονόματα αλλάζουν, οι καταστάσεις δύσκολα.
Έφθασε στην πλατεία με το συντριβάνι και τις μιμόζες. Την είδε να κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα φορώντας το κόκκινο μαγιώ και το ψάθινο καπέλο. Κοιτούσε γαλήνια το συντριβάνι. Σαν τότε μπροστά στο τροχόσπιτο.
-Αχ βρε Μαρινάκι να ζούσες. Να πηγαίναμε εκείνο το ταξίδι στη Νότιο Γαλλία που τόσο ήθελες και τελικά δεν πήγαμε ποτέ, της είπε.
Εκείνη χαμογέλασε και κρεμάστηκε από το μπράτσο του όπως τότε.
   Όχι, όχι, η ζωή δεν συνεχίζεται όπως λένε κάποιοι. Κάποια στιγμή σταματάει. Διακόπτεται. Μετά συνεχίζει πάλι. Είναι όμως διαφορετική.

      

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Λαχείο στ΄όνομά του






Πόσοι σώθηκαν θα με ρωτάς.
Κανείς θ΄απαντώ.
Ώρα να κοιμηθεί το παιδί, κοιτάς το ρολόι.
Θα κλείσεις το φως στο δωμάτιο.
Λαχείο στ΄όνομά του.
Θα καθήσεις δίπλα μου.
Όλα πήγαν στον πάτο.
Αφροί μείναν και φύκια.
Αυτά θα μου λες και εγώ θα μεταφράζω.
Κλείσε την φωνή ν΄ακούμε την πόνο δίχως ήχο.
Μέχρι να πέσει το σήμα.
Να τελειώσει το δελτίο.
Να μείνει το λαχείο στ΄όνομα του.
Ένα νούμερο κι αυτό.
Αυτό και το ρολόι.

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Άνθρωποι λουλούδια





       Για μένα ο άνθρωπος είναι γεύση και μυρωδιά. 
Με την γεύση και την μυρωδιά του με μαλακώνει. Κάνει τα χείλη μου να χαμογελάσουν και τα μάτια μου να ελευθερωθούν. Να μπορέσουν να  πλησιάσουν, να  επεξεργαστούν , να τρέξουν πάνω στα μυστικά  χαμόγελα και στα σφραγισμένα ποιήματα του. Να δεις καλά που κρύβεται ένα χαμόγελο στο λωβό του αυτιού . Ιδέα δεν θα είχαμε για όλα αυτά τα κύματα που σκάνε στην ακτή , στην άκρη του ματιού. 
     Μέ την γεύση και την μυρωδιά του κάνει τα χείλη μου να σφίγγουν και το μέτωπο μου να ζαρώνει. Σαν τότε που ήμουν μικρή και με κυνηγούσε ο παππούς μου κάθε πρωί να πιώ το γάλα. Δεν μου άρεσε ποτέ το γάλα. Είναι περίπλοκα τα πράγματα με το γάλα. Όλο κάτι περισσότερο περιμένεις απ΄αυτό . Όλο κάτι λιγότερο σου δίνει αυτό. Σου πέφτει βαρύ από την μια. Είναι ωφέλιμο από την άλλη. Σιγά μην τα καταφέρει η λογική μπροστά στην δύναμη της γεύσης και της μωρωδιάς. Στητός μπροστά στο νεροχύτη της κουζίνας ο παππούς με παρατεταμένο το δυνατό του χέρι να κρατά ένα γυάλιο , ψηλό ποτήρι γάλα και εγώ μπροστά του να μετατρέπομαι σε ζαρωμένο απόκομα εφημερίδας , έτοιμη ακόμα και να εξαφανιστώ προκειμένου να μην πιω το γάλα και με διαπεράσει η γαλατίλα του. Μπορεί και να φταίει που από βυζί ήπια μόνο λίγες μέρες και να χώρισαν οι δρόμοι μας από τότε. 
     Όμως ακόμα και τότε που ήμουν μικρή  , δεν τελείωνα με το γάλα έτσι. Δεν το άφηνα να μείνει απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο στο γυάλινο ποτήρι. Του έκανα τα κόλπα μου. Άλλαζα την υφή του, την μυρωδιά του , το χρώμα του. Ξαφνικά το γάλα δεν ήταν πια γάλα . Γινόταν κάτι που λαχταρούσα. Ξεκλείδωνα τότε και το έπινα. Συμβαίνει αυτό και με τους ανθρώπους. Μ΄αυτούς που έχουν γεύση και μυρωδιά κι ας μην είναι του γούστου μου. Να μην μπερδεύουμε όμως την μυρωδιά με την δυσοσμία . Ούτε με την αοσμία. 
     Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που όχι μόνο έχουν γεύση και μυρωδιά αλλά γεύση και μυρωδιές γεννούν. Έχω την τύχη να έχω φίλους  μερικούς. Κάθονται απέναντι σου και μιλάτε. Η εικόνα τους μετατρέπεται σε μυρωδιά και τρυπώνει  από τα ρουθούνια και τους πόρους του δέρματος σου προς όλα τα εφτασφράγιστα  ψυχοντουλαπάκια σου. 
     Μερικοί μετατρέπονται σε μυρωδιά σκληρούτσικου ροδάκινου. Απ΄αυτά που όσο τα τρως και αντέχεις την στιφάδα τους , σε κερδίζει η καθαρότητα του λεπτού τους αρώματος. Μετά  γίνονται φέτες από χιώτικο μανταρίνι , κομμένες μια μια ,  έτοιμες σε μπουκιές . Να ξέρεις πως δεν είναι για χόρταση και μπερδευτείς και ξεχάσεις πως οι άνθρωποι θέλουν τον τρόπο τους , τον χώρο και τον χρόνο τους. Να σου δώσουν να φας τόσο όσο να μην βαρυστομαχιάσεις. Ούτε εσύ να μείνεις πεινασμένη , ούτε κι αυτοί να τελειώσουν μέσα στο δικό σου στομάχι.
     Άλλοι μετατρέπονται σε φρέσκα φύλλα βασιλικού. Κομμένα φυλαράκι φυλαράκι από τα χεράκια σου. Κομμένα και ραμμένα να φέρουν την ανατροπή στην επικρατούσα γεύση από την πρώτη ακόμα στιγμή. Άλλοι είναι φρουτένια ελαιόλαδα . Απ΄αυτά που πολύ θα ήθελες να τα έχεις χρώμα στα μάτια σου. Στιβαρή , ατίθασα αξεπέραστη η γεύση τους . Φίλοι που δίνουν στο φαί σου μια γεύση μαγική.
    Φίλοι που μυρίζουν θάλασσα  και ψάθινα καπέλα. Φίλοι  που  είναι ψηλά , δυνατά κυπαρίσσια που φέρνουν αέρα από τις βαθιές τους ρίζες και την ίδια στιγμή είναι  κρινάκια που φυτρώνουν στην άμμο για να συντροφεύψουν αθόρυβα λίγες βδομάδες καλοκαιριού. 
     Και σκέφτομαι πως κουμπώνουν όλα αυτά μαζί ; Ιδέα δεν έχω πως γίνεται αλλά γίνεται.  Άνθρωποι λουλούδια. 'Ανθρωποι φρουτένιοι. 'Ανθρωποι θάλασσες και δέντρα. Η αρχική επιφύλαξη , δίνει την θέση της στις θύμησες. Μυρίζεις, γεύεσαι και θυμάσαι. Νοσταλγείς.Έτσι κι αλλιώς άνθρωπο χωρίς γεύση και μυρωδιά δεν θυμάμαι κανένα. 
     Όλοι οι άλλοι παρόντες και απόντες είναι εκεί. Πάλλονται μέσα στον αέρα. Ένα  λουλουδένιο κτύπημα στην πλάτη που σου δίνει δύναμη ν΄ανοίξεις το παράθυρο και να πετάξεις μέχρι το πιο ψηλό σημείο τ΄ουρανού. 

       

       

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Τίτλοι πρωινής χλόης


Oatmeal




Για να ανέβεις στον ουρανό χρειάζονται
δυό φτερά
ένα βιολί
και εκατό πράγματα
που δεν μετριούνται, που δεν έχουν όνομα,
πιστοποιητικά ματιού που πάει μακριά και
αργά,
επιγραφή στα νύχια της αμυγδαλιάς,
τίτλοι πρωινής χλόης.


Pablo Neruda


Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Επιστρέφει


      Ο κόσμος ήταν πήχτρα στην προβλήτα. Σαν πανύψηλο, πυκνό δάσος γύρω της, κι αυτή είχε χαθεί. Παιδί της πόλης ήταν. Μεγάλο χωνί η πόλη. Η θάλασσα ξεδιαλύνει.  Μικροκαμωμένη με  κοντά, μαύρα  μαλλιά. Φορούσε ένα πολύχρωμο τραγιασκάκι και μια ξεχειλωμένη άσπρη μακώ μπλούζα με στάμπα ένα κοπάδι γκρίζα ψαράκια με μαύρη γραμμή στην ουρά. Έμοιαζε πορσελάνινη, μια ξεχασμένη Wonder Woman που ξέφυγε από τα υπόλοιπα κόμικ σαν από θαύμα. 
     Άνοιγε διάπλατα το στόμα και ανέπνεε αέρα και νερό θαλασσινό σε σταγόνες. Ασφυξία, όλο τον τελευταίο καιρό.  Βουβό γέλιο, βουβό κλάμα, αμίλητες στιγμές, κοσμήματα της σιωπής. 
     Κοίταξε τον κόσμο γύρω. Ο καθένας βρισκόταν για διαφορετικούς λόγους εκεί. Κάποιοι μοιάζανε με αριθμομηχανές που περπατούν λογαριάζοντας, κάποιοι άλλοι με αρχιτέκτονες που κουβαλούν οράματα, άλλοι σαν υπ΄αριθμόν ένα καταζητούμενοι, επικηρυγμένοι, προδότες,   ζευγάρια  που μοιράζονται το ίδιο ξόρκι, κορίτσια δυνατές βροντές και αγόρια πολύτιμα ερωτηματικά. Όλοι κουβάλαγαν αλλόκοτα και βαριά φορτία. 
     Κουβάλαγαν τις μυρωδιές από το σπίτι τους. Τα μυστικά, τα τραγούδια, τις προδοσίες, τις απουσίες  και τα λεφτά που χρωστάνε στους τοκογλύφους. Κουβάλαγαν την ιστορία, τους ξεχασμένους δρόμους της χαμένης πατρίδας, τους πεθαμένους, την παιδική ηλικία, τους πρώτους έρωτες και την μπερδεμένη Άνοιξη που άργησε και δεν έχει έρθει ακόμα. Τα λαχεία, τα λόττο, τα τζόκερ, τους φόβους και τα άγχη. Τα ένσημα, τα ταμεία, τα ενοικιαστήρια, τις εξώσεις, τις απολύσεις και τις ψευδαισθήσεις. Το βάρος της αδυναμίας, του χρόνου, της αρρώστιας. Το μίσος για τους άλλους και πιο πολύ για τον ίδιο τους τον εαυτό. Τις πλατείες, τα σπασμένα παγκάκια, τους σταθμούς, τα θερινά σινεμά. Κουβάλαγαν πολλά χρόνια δουλειάς στην πλάτη, μυωπίες, πρεσβειωπίες και κινητές τηλεφωνίες. Πληρωμένες, απλήρωτες, παλιά και νέα γραμμάτια. Τσιγάρα, ρετσίνες, κέρματα, λίγα χαρτονομίσματα, εισητήρια. Την λαχτάρα για μια νέα μέρα και πιο πολύ τον σιωπηλό φόβο πως αυτή η νέα μέρα θα τους ξεχάσει και θα τους ξεπεράσει. 
    Δυο πλοία λύνουν να φύγουν. Σκέφτεται πόσα χρόνια είχαν περάσει από το τελευταίο της ταξίδι. Κάθεται σ΄ ένα κάβο και κοιτά τους επιβάτες στην κουβέρτα να χαιρετούν και τα φουλάρια τους να χορεύουν στον αέρα σαν σημαιάκια πανηγυριώτικα. Ακούγεται ένα ακορντεόν. Θυμάται πως το τελευταίο της ταξίδι το έκανε στην Ιπποκράτους με τα πόδια. Περπατούσαν και μιλούσαν. Φώναζε και κουνούσε τα χέρια του πάνω κάτω σαν να κατέβαζε την θερμοκρασία από θερμόμετρα. Δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει αν της ρίχνει ευθύνες. Έπιασε το χέρι του. Τα κουνούσαν πέρα δώθε μαζί τώρα. Νόμισε για μια στιγμή πως μαλάκωσε η φωνή του. Μπορεί να ήταν και ιδέα της. Γιατί και πώς θα την βγάλουν τώρα. Τι να κάνουν για να τα καταφέρουν. Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Δυο αρχαίοι πολεμιστές που παλεύουν να βγουν ζωντανοί από μια άγρια μάχη. Αν τους έβλεπε κανείς από μακριά θα έλεγε πως ήταν δυό κατάρτια, ένα πιο ψηλό και ένα πιο κοντό ενός καϊκιού που παλεύει στα μεγάλα κύματα. 
      Φέρνει ξανά στο νου της το τελευταίο τους ταξίδι. Και ύστερα δεν θέλει να βλέπει, ούτε να σκέφτεται τίποτα. Ξεγλυστρά από τον κόσμο. Ανοίγει βήμα. Βυθίζεται ανάμεσα στο άσπλαχνο βουητό των αυτοκινήτων στο δρόμο και επιστρέφει.   


Φωτογραφία Tomie Seike  
    
      

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Εθνική Γιορτή




       Για δευτερόλεπτα νόμισε πως εξαφανίστηκε ο χρόνος. Πως δεν βρισκόταν κάτω από  τους μεγάλους, πράσινους προβολείς, δεν υπήρχε κανείς άλλος γύρω της και εκείνη δεν ήταν ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι.
      Πως δεν είχε περάσει ψάχνοντας τον από το καφενείο. Πως δεν τους είχε δει να χορεύουν μεθυσμένα την Ευδοκία και τον αετό χωρίς φτερά και γύρω γύρω να παίζει παλαμάκια η γειτονιά.  Πως δεν θύμωσε και δεν πήρε παραμάζωμα τραπέζια, καρέκλες και ποτήρια να τα ρίξει στο μωσαικό. Πως δεν την πέταξε κάποιος έξω και δεν βρόντηξε απότομα την τζάμινη πόρτα πίσω της.
     Πως δεν πέρασε από το ζαχαροπλαστείο Ελίτ και δεν κόλλησε τα μούτρα της στο τζάμι να κοιτά τα γλυκά που γυάλιζαν κάτω από τα φώτα της βιτρίνας και να μοιάζουν τόσο  φρέσκα και νόστιμα. Πως δεν λαχτάρησε να μπορούσε ν΄ αγοράσει μια τούρτα σοκολάτα στο κορίτσι της που την περίμενε στο σπίτι να κοιμηθούν πια. Ξημέρωνε εθνική γιορτή, τα σχολεία θα ήταν κλειστά και της είχε υποσχθεί να μαγειρέψουν, να στρώσουν μαζί το τραπέζι, να φάνε και να χορτάσουν.
    Πως δεν πήγε στο μηχάνημα της Εθνικής. Πως δεν έβαλε την κάρτα της στο μηχάνημα και δεν βγήκε το ανθρωπάκι να της πει με τα χέρια σηκωμένα πως λυπάται αλλά δεν υπάρχουν λεφτά στο λογαριασμό και πως δεν μπορεί να την εξυπερετήσει. Πως δεν την έπιασε πανικός και δεν ακούμπησε στο πρώτο παρκαρισμένο αυτοκίνητο λέγοντας μέσα της  ''ήρεμα'' τρεις φορές σαν προσευχή. Πως δεν έχασε τις αισθήσεις της και δεν κατάλαβε τι έγινε μετά.
    Εξαφανίστηκε ο χρόνος. Έριξε στην πλάτη της χωρίς να το καταλάβει ένα ρούχο αποδημίας και μπροστά της εμφανίστηκε το κορίτσι της. Την αγκάλιασε σε μια   αποσυμπιεσμένη κάψουλα και ταξίδεψαν σ΄ένα διαστημόπλοιο στο διάστημα του χρόνου. Εκείνη και εκείνη, χωρίς βαρύτητα, γεμάτες αγάπη χόρευαν ανάλαφρες και γυμνές στους αιθέρες. Τριγύρω τ΄αντικείμενα χόρευαν μαζί τους, και αυτές με ορθάνοιχτα μάτια έσφιγγαν τα χέρια τους ακόμα πιο σφιχτά. Στον πίνακα ελέγχου του διαστημόπλοιου αναβόσβηνε με κόκκινα γράμματα η ένδειξη ''στοργή'' σαν να ήταν προυπόθεση για την προσγείωση και την εξερεύνηση του νέου πλανήτη που έφθαναν. Άνοιξαν την πόρτα και προχώρησαν στροβιλιζόμενες και ενωμένες σε μια νέα ατμόσφαιρα. Σ΄ενα κενό αναγκάστηκε ν΄αφήσει το χέρι της. Προχώρησαν χωρισμένες αλλά βλέποντας ασταμάτητα η μια την άλλη. Ανεβοκατέβηκαν στους κρατήρες, στα όρη, στις χαράδρες του άγνωστου πλανήτη σε μια διαφορετική και την ίδια στιγμή σχετική τροχιά.
    Σιγά σιγά ξαναβρέθηκε στον παλιό χρόνο, κάτω από τους μεγάλους, πράσινους  προβολείς, πάνω στο χειρουργικό τραπέζι να κερδίζει την μάχη. Ξημερώνει. Το παιδί θα είχε αποκοιμηθεί μόνο του. Βιαζόταν να το ειδοποιήσει. Να του πει πως δεν θα είχαν σοκολατένια τούρτα αλλά πως έφυγε ο κόμπος από το λαιμό της μέρας. Πως έμπαινε η Άνοιξη και πως οι δυό τους ήταν σημαδεμένες να βρίσκουν πάντα ρίζα, που θα τους αποκαλύπτεται  κομμάτι κομμάτι και θα την ποτίζουν με αγάπη.
     Στο δρόμο έχουν στολίσει τα σημαιάκια. Γαλανόλευκα και γυαλιστερά κουνιούνται  κάτω από τον πρωινό ήλιο. Ζεσταίνονται σιγά σιγά τα μπαλκόνια. Γυμνά κοιμούνται τα όνειρα πιο μέσα. Ξεκινάει η κυκλοφορία δειλά δειλά σε ρυθμό εθνικής γιορτής. Άντρες και γυναίκες  κατεβαίνουν προς το κέντρο με παράπονα στις τσέπες και ρούχα σχόλης. Παιδιά κουνώντας χάρτινα σημαιάκια ακολουθούν  παρελάσεις. Ξεχασμένοι γέροντες στα παγκάκια κάτω από τις νερατζιές, περιμένουν να περάσει η ώρα. Αλήθεια πως αντέχουν οι άνθρωποι να λένε πέρασε η ώρα; Κομμάτι κομμάτι σου παίρνουν τον κόσμο σου, σκέφτεται.
     Τα δάχτυλα της άρχισαν να μυρίζουν ιδρώτα ξανά. Τα έγλυψε και βρήκε εκεί ένα διαμαντάκι. Ένα μικρό, κρυφό χαιρετισμό. Ένα τόσα δα μικρό καλό, που μπορεί να σταθεί ικανό για την μεγαλύτερη ανατροπή. Άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Λεπτό να μην καθυστερήσει. Λεπτό να μη χάσει.
   
   
        



Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Γυάλινο κορίτσι




   Ένα μικρό διαμέρισμα ήταν το σπίτι τους, στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας ανάμεσα σε εκατοντάδες παρόμοιες. Δεν άντεχε την ζωή εκεί μέσα. Οι άλλοι φωνάζανε πολύ, μαλώνανε, οι στιγμές τρίζανε και αυτή ήταν γυάλινη. Είχαν και ένα δωμάτιο στην ταράτσα. Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία.
    Όταν μεγάλωσε λιγάκι ανέβηκε στην ταράτσα. Αυτό το δωμάτιο έγινε ο κόσμος της. Άνοιγε την πόρτα και βρισκόταν στην ταράτσα, σε πλήρη εξορία από την παιδικότητα της. Κρέμαγε στα μανταλάκια την μοναξιά της να στεγνώσει, καθόταν σε μια ξεκοιλιασμένη λαδιά πολυθρόνα που είχε, άγνωστο πώς, βρεθεί στη ταράτσα και ρέμβαζε το δάσος των κεραιών της πόλης. Ένα γυάλινο κορίτσι να μετράει σώβρακα και φανέλες.
    Μια πλάκα τσιμέντου την χώριζε από την μάνα της. Μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα του ανώτερου κλιμακοστασίου ν΄ανεβαίνει και να κατεβαίνει στα ύψη και στα βάθη της. Να γυρίσει πίσω; Nα φύγει, να πετάξει μακριά; Για μαγειρευτά φαγητά ούτε σκέψη. Στο καμαράκι, τσουκάλι δεν έμπαινε. Το πολύ πολύ καμιά Κυραική, από κανένα ανοικτό παράθυρο και καμιά σωλήνα απορροφητήρα, να της έφτανε καμιά μυρωδιά.
     Ο κόσμος της ήταν πιο κοντά στον ουρανό παρά στην γη. Ένας κόσμος εμποτισμένος στις όξινες εκκρίσεις της και στους εφηβικούς ιδρώτες της. Το δικό της το σαλόνι ήταν έναστρο και οι φίλοι που το επισκέφθηκαν δορυφόροι πλανήτες. Ο δικός της κόσμος, αυτός που την κράτησε και την έκανε να ξεφύγει από τον άλλο τον κόσμο τον θλιβερό, μιας ζωής που ερήμην της επιλέχθηκε γι΄αυτήν. Απ΄αυτήν την ταράτσα ξεκίνησε το γυάλινο κορίτσι.  Όταν πεινάει ο άνθρωπος όλα τα κάνει.
    Ντάλα καλοκαίρι είδε το όνομα της στους επιτυχόντες της σχολής της. Αναπόλησε την γιαγιά της εκείνη την μέρα.
- Να διαβάζεις κόρη μου βιβλία της έλεγε πάντα, και ας είχε βγάλει μόνο το Δημοτικό. ''Έτσι θα είναι σαν να ζεις πολλές ζωές. Την δική σου και άλλων ανθρώπων. Κανέναν να μην αφήσεις να σε βάλει στο χέρι.'' Τέτοια της έλεγε και την κερνούσε γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο και δροσερό νερό. 
      Εκείνο το βράδυ ανέβηκε στην ταράτσα. Έβγαλε τα παπούτσια της να νιώσει στις πατούσες της την ζεστασιά του πυρακτωμένου τσιμέντου και έφαγε γλυκό τριαντάφυλλο από την γυάλα. Για μια στιγμή σήκωσε το ποτήρι της ψηλά κοιτώντας τον ουρανό και φώναξε ''Γειά μας!''
    Σίγουρη πως την ακούει, ξάπλωσε στην πολυθρόνα, έγειρε στο πλάι το κεφάλι της και κοιμήθηκε πρώτη φορά, φίλε μου, χορτάτη.
     Από την άλλη μέρα άρχισε να γράφει γυάλινα ποιήματα. Απ΄αυτά τα περήφανα που σπάνε  τις νεκρικές σιωπές, που γεμίζουν θραύσματα τον αέρα και πρέπει να προσέξεις πολύ για να μην τα πατήσεις.


Φωτογραφία Δημήτρης Μπούρας
https://www.facebook.com/dbouras1

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Το παράθυρο



    Αυτό ήταν το δικό τους παράθυρο. Από τις πρώτες μέρες άφησε στο περβάζι μια γλάστρα  με γεράνια. Στο παράθυρο του διαδρόμου με την γλάστρα λέγανε όλοι και ορίζανε το χώρο. 
    Από κει έβλεπε τον άνεμο να κυνηγά τα φύλλα κάθε φορά που φύσαγε. Την βροχή να χορεύει πέφτοντας στα βρώμικα πλακάκια και να γεμίζει τις λακκούβες. Από κει έβλεπε τον τελευταίο όροφο του απέναντι σχολείου, να ξεχειλίζει βουητό στα διαλείμματα, την μπουγάδα της γωνιακής ταράτσας να στεγνώνει ανενόχλητη στην ραστώνη του μεσημεριού. Από κει την έβλεπε να φεύγει, τα μαλλιά της να ανεβοκατεβαίνουν, να μπαινοβγαίνει ο γυμνός λαιμός της στο μαύρο της παλτό. Όσα χωρούσαν στο κάδρο του παράθυρου τα έβλεπε όλα. Πέρα απ΄αυτά, τίποτα. 
    Αργόσυρτα κυλούσαν οι μέρες. Το καλοκαίρι άφηνε ανοικτό το παράθυρο τα βράδια. Τα χαράματα άκουγε τα πουλιά που όριζαν  την νέα μέρα και τ΄απογεύματα γέμιζε την σιωπή τους που έφερνε την νύχτα. Από εκεί έβλεπε το φεγγάρι να προχωράει. Ένα φεγγάρι ασθενικό, σε απόχρωση  νοσοκομείου.
     Είχε αλλάξει την μέρα με την νύχτα. Όταν κρύωνε ο καιρός, τα πρωινά άφηνε το παράθυρο ανοικτό να φύγουν οι οσμές της νύχτας. Αλήθεια φεύγουν ποτέ; Κινούνται ίσως όπως τα σύννεφα που έβλεπε από το παράθυρο ν΄αλλάζουν θέση. Προχωρούν όπως οι σιωπές και οι ενοχές. 
    Το αγάπησε εκείνο το παράθυρο. Το παράθυρο τους. Πέρασαν τρεις μήνες και δυνάμωσε. Τον έπιασε η θεραπεία, οπισθοχώρησε η ασθένεια. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, χάρισε την γλάστρα με τα γεράνια στον Σπύρο του διπλανού θαλάμου. ''Να μου τα προσέχεις'' του είπε. Κι εκείνος του το υποσχέθηκε. 

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Δεκάξι




   Με ρωτάει πια λίγες φορές. Σε μια ακανόνιστη  συχνότητα που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Επιτηδευμένα κρυμμένες ερωτήσεις μέσα σε ξερές απαντήσεις και απόλυτες έννοιες.
    Δεν περιμένει απάντηση. Ίσως έχει αρχίσει να υποψιάζεται πως δεν υπάρχει απάντηση, τουλάχιστον όχι μια. Να είναι λες το σημείο που το παίρνεις απόφαση; Ίσως είναι αυτό. Από την εποχή μου το παίρνω απόφαση σημαίνει συμβιβασμός. Άσχημο ήχο που έχει η λέξη συμβιβασμός! Πιο άσχημος όμως είναι να τον βιώνεις στο πετσί σου. Είσαι ένα ανθισμένο κλαράκι πριν δώσεις καρπό. Ε και; Τι σημασία έχει; Είσαι ήδη δεκάξι, συμβιβάσου!
    Συμβιβάσου και σπούδασε κάτι που δεν το θέλεις. Αυτό που δεν θέλεις θα το εξασκήσεις. Το άλλο, αυτό που λαχταράς, δεν θα το εξασκήσεις ποτέ μάλλον. Όλες οι συνθήκες και όλα τα συστήματα βοηθούν στην αποτυχία σου. Μόνιμη και δεδομένη.
    Συμβιβάσου με την έλλειψη αισθητικής, την κακοποιημένη τέχνη των έντεχνων καλλιτεχνών της εποχής. Με τον συγγενή που πετάει τις ρατσιστικές αντιλήψεις του ξεδιάντροπα στα μούτρα σου. Και τους δικούς σου που έχουν καταπιεί τα λόγια τους γιατί τους κατάπιε η καθημερινότητα και τα κακομεταχειρισμένα δεδομένα της.
    Συμβιβάσου με τους ειδικούς της καταστροφής σου. Άκου τις απόψεις τους και ετοιμάσου να τους ψηφίσεις μόλις αποκτήσεις το δικαίωμα. Σαν τους μοναδικούς και απόλυτους κομιστές του απέραντου τίποτα. Αν δεν τους αντέξεις άλλαξε κανάλι. Δες μια ταινία σπλάτερ, καμιά εκπομπή μαγειρικής γκουρμέ, ή καμιά mainstream τσόντα. Τώρα στην περίπτωση που αναρωτηθείς που πήγε η έφηβη, ορμητική αναπνοή σου, συμβιβάσου. Στην τελική θα έρθουν τα πιττόγυρα με τον ντελιβερά σε λίγο.
     Αργότερα συμβιβάσου μ΄αυτόν που αγάπησες και δεν τα καταφέρατε. Μ΄αυτόν που ενώ αλλάξατε παράγραφο, παραμείνατε στην ίδια σελίδα κολλημένοι. Από φόβο, από ντροπή, από ανασφάλεια και δυστυχία. Από ό,τι ακόμα δεν ξέρεις.
    Συμβιβάσου στην μελλοντική ρουτίνα σου, στην αναχαίτιση σου, στα παρατημένα γιατί σου, στις νερωμένες αποφάσεις σου, στα ξεχασμένα χρώματα σου. Συμβιβάσου πως ακόμα και όλα αυτά που διαβάζεις τώρα τα βρίσκεις υπερβολικά, απαραίτητα κοινωνικά φαινόμενα που δεν θα μπορούσε κανείς να τα αντιπαρέλθει και που όλοι τα ζούμε.
    Σε κοιτώ έτσι που κάθεσαι και σχεδιάζεις τι μπορείς να κάνεις μετά τις καλοκαιρινές εξετάσεις. Με την σκέψη μου πιάνω το χέρι σου όπως τότε που ανακαλύπταμε μαζί τις μυστικές γωνιές του σπιτιού μας. Μαζί είχαμε ανακαλύψει πως τελικά υπάρχουν ξωτικά που όταν σκοτεινιάζει τρεμοπαίζουν τα φαναράκια τους, στα παραμύθια. Καθόμασταν κουλουριασμένες στο μικρό, χρωματιστό χαλί σου και διαβάζαμε αυτά τα παραμύθια.
   Αγάπησε τα τωρινά φαναράκια σου. Την στιγμή σου γιατί είναι ανεπανάληπτη. Αγάπησε τα όνειρα σου, τις ατέλειωτες διαδρομές με το λεωφορείο και το βρεγμένο, δανεικό  εισητήριο στην κωλότσεπή σου. Αγάπησε το δυνατό σας γέλιο στα τραπεζάκια έξω, όταν μοιράζεστε ένα καφέ στα έξι. Τις χειμωνιάτικες λιακάδες της ευαισθησίας σου. Τα ασπρόμαυρα σκίτσα σου, τις παιδικές ζωγραφιές σου, τις θλιμμένες ηλιαχτίδες σου, τα εικονογραφημένα ποιήματα σου. Τους φίλους που κυλούν μες στην σταγόνα σου, τις βροχούλες στα βραχάκια. Τις μοναχικές θυμωμένες διαδρομές σου με τ΄ακουστικά στ΄αυτιά στους άδειους και εχθρικούς δρόμους. Τις λέξεις της μοναξιάς σου και το αγόρι με το σκουλαρίκι που ρολάρει μπροστά σου, αυτή τη στιγμή. Το αλάτι που στάζει από το μαγιώ σου και την αλμύρα των δακρύων σου. Το κάθε τι που ξέρεις, το κάθε τι που δεν ξέρεις και ό,τι νομίζεις πως ξέρεις. Την ελπίδα, την αδιόρατη νοσταλγία .
    Τις σακούλες με τα άπλυτα των εκδρομών, τις δανεικές τσάντες που δεν αδειάζουν ποτέ. Τα κρυφά τηλεφωνα μέχρι τις τρεις το πρωί. Την προσμονή της θάλασσας, τις φωτιές τα καλοκαίρια, την δική σου μοναδική εξέγερση στο χρόνο.
    Γιατί το θέμα δεν είναι να σώσεις τον κόσμο. Το θέμα είναι να κατανοήσεις τον χρόνο. Να αγκαλιάσεις την κάθε μέρα σφιχτά, σαν ένας ήλιος ακόμα καυτός. Ακόμα και μπροστά στις απώλειες. Έχεις προλάβει να γευτείς και απ΄αυτές. Θα έρθουν κι άλλες. Αγάπησε τις ανάγκες σου. Γιατί ο χρόνος είναι έννοια και εσύ έχεις την βαθύτερη κατανόηση της.
   Εγώ παραδίπλα λίγο αθέατη, λίγο ξεχασμένη θα κολλώ τα κομματάκια της πιο τρυφερής ανάμνησης του εαυτού μου για να σε κατανοώ.
   Μην συμβιβάζεσαι, ζήσε.



Στην Μ.


Φωτογραφία Ανν Λου