Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Ασπροπάρης Νο 46


 
     Τυχαία έπεσε πάνω στην είδηση. Καρφώθηκε πάνω στην φωτογραφία και στις τρείς αράδες άρθρο που την πλαισίωναν. Δεν έλεγε να τραβήξει το βλέμμα της. Λες και αν σταματούσε να κοιτάζει την φωτογραφία θα έχανε κάτι. Κάτι που δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να ψάξει να βρει τον τρόπο που την άλλη φορά θα τα δει όλα από κοντά ζωντανά και όχι έτσι κονσέρβα. Από την επόμενη αμέσως αναζήτησε τηλέφωνα, επαφές και ονόματα. Εντόπισε τους αρμόδιους και τους παρακάλεσε να την ειδοποιήσουν στην ανάλογη στιγμή.
     Όταν ήρθε η ειδοποίηση κανείς από τους δικούς της δεν μπορούσε να πάει μαζί της. Τα παιδιά είχαν μαθήματα και ο Θανάσης είχε εκκρεμότητες ανοικτές, ούτε στιγμή δεν είχε για χάσιμο. ''Για τέτοια είμαστε τώρα, δεν βλέπεις τι γίνεται;'' Τίποτα δεν χωρούσε αναβολή. Όπως πάντα δηλαδή. Χάνει ο χρόνος πετροβολημένος την αξία του.
     Την πήγανε όλοι μαζί μέχρι το πλοίο. Θα ταξίδευε με ημερήσιο και το απόγευμα θα έφθανε στο νησί εγκαίρως να βρει τους υπόλοιπους. Κάθησε στο πίσω κάθισμα. Πράγμα παράξενο γι΄αυτήν. Το αυτοκίνητο μύριζε τσιγαρίλα. Άνοιξε το τασάκι και το βρήκε γεμάτο. Το κοίταξε καλά καλά. Ένα τραύμα παλιό ξύπνησε, σαν σουβλιά, όπως πονάει μια πληγή στην αλλαγή του καιρού. Δεν μίλησε. Δεν ήταν μέρα για ερωτήσεις.
      Στο νησί έφθασε χωρίς καθυστέρηση. Μουντό και παράξενο για αρχή καλοκαιριού εκείνο το απόγευμα. Συνάντησε την υπόλοιπη, άγνωστη σ΄αυτήν ομάδα στην ρίζα του βουνού. Μπήκανε σε αυτοκίνητα και ξεκίνησαν την ανάβαση. Η διαδρομή γλυκιά, ο σκοπός παράξενος, πρωτόγνωρος. Πέρασαν σπίτια όμορφα και σπίτια αυθαίρετα, ελαιώνες, αμπέλια, σκίνα και αρωματικά. Μπροστά πήγαινε το αγροτικό με το κλουβί. Τα κάγκελα του κλουβιού σκουριασμένα. Οξειδωμένοι καιροί, σκέφτηκε.
     Η σκέψη της κύλησε σ΄άλλες παλαιότερες εποχές που τα παιδιά ήταν πιο μικρά και πήγαιναν εκδρομές. Τραγουδόυσαν και γελούσαν στο δρόμο. Μετά απροειδοποίητα έχαναν ξαφνικά την αντοχή τους και το ρίχναν στην γκρίνια. Είχε όμως το βουνό πάντα μια ανταμοιβή για όλους. Βρίσκαν θέσεις κατάλληλες και ασφαλείς στις απότομες πλαγιές και ξάπλωναν. Φώναζαν και άκουγαν τον αντίλαλο τους. Είχαν μια γεύση ελευθερίας εκείνες οι στιγμές. Έπαυαν οι πόλεμοι και οι μέσα και οι έξω στην ησυχία της φύσης. Ηρεμούσαν τα παιδιά. Τσίμπησε το χέρι της να σταματήσει τις σκέψεις που αν τολμούσε να τις πει φωναχτά, θα εισέπραττε πάλι την ρετσινιά της ονειροπόλας.
     Όταν έφθασαν στο τέλος της διαδρομής η κορφή τους τρόμαξε λίγο. Ιδιαίτερα τους πιο νεοφερμένους. Όσοι είχαν ξαναπάει κάτι ήξεραν. Προχώρησε να βρει την πιο κατάλληλη θέση. Το κλουβί απασφαλίστηκε από τον φύλακα άγγελο των άγριων πουλιών. Του βιολόγου δηλαδή που είχε την ευθύνη για ολόκληρη την επιχείρηση. ''Άνοιξε την πόρτα'' φώναξε στον συνεργάτη του. Η πόρτα αντιστάθηκε. Προσπάθησαν ξανά. Τράβηξε με δύναμη δυο τρεις φορές τα σιδερένια συρταρωτά κάγκελα δεξιά αριστερά. Το απογευματινό καλοκαιρινό βοριαδάκι έδωσε το σινιάλο. Ο Ασπροπάρης στάθηκε μουδιασμένος στην πόρτα του κλουβιού για δευτερόλεπτα. Ο σπάνιος αυτός γύπας με το νούμερο 46 και τον δορυφορικό πομπό στην πλάτη προχώρησε προς το χείλος του γκρεμού. Στάθηκε για δευτερόλεπτα σαν απόλυτος άρχων στην σκηνή, στράφηκε στο φιλοθεάμον κοινό, έδωσε μια  και άπλωσε τα φτερά του. Δυόμισι μέτρα άνοιγμα φτερών, στερεωμένα, δυνατά, γιατρεμένα από την αγάπη που του δόθηκε. Τέντωσε το κορμί του δυνατά και χάθηκε σαν βολίδα. Ξέσπασε ένα δυνατό, παρατεταμένο χειροκρότημα.
     Για μια στιγμή νόμισε πως την κοίταξε κατάματα. Τον είδε άλλη μια φορά να πετά κοντά τους και μετά χάθηκε αμετάκλητα στα μέρη του Ψηλορείτη. Κάτι σάλεψε μέσα της. Κάτι που δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει.
    'Ωρες μετά στο πλοίο της επιστροφής της τηλεφώνησαν από το σπίτι για να της πουν πως ο φίλος τους ο Παναγιώτης μπήκε εκτάκτως στο νοσοκομείο και είναι σοβαρά. Η σκέψη της πήγε στην τελευταία φορά που τον είχε δει. Γύρναγαν με το αυτοκίνητο απο την θάλασσα. Τον κοιτούσε από το καθρεφτάκι να μιλάει για την δουλειά του και γι΄αυτά που περίμενε να συμβούν. Όταν σταματούσε να μιλάει έστριβε το κεφάλι του και κοιτούσε τις ίδιες  βουνοκορφές που λίγες ώρες πριν το απελευθερωμένο πουλί  σεργιανούσε.
        Πέρασαν μήνες και διάβασε πως ο Ασπροπάρης Νο 46 εντοπίσθηκε να πετάει πάνω από την Σιέρα Μορένα προς τις πηγές του Γουαδαλκιβίρ. Ίσως για να μάθει τα παιδιά του να πετούν ψηλά. Ίσως και ψηλότερα. Θα μπορούσε να είναι και έτσι.

 Φωτογραφία Nicholas Scarpinato
   
 
      

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Η παρουσίαση του ΤΡΑΝΖΙΤ



Χριστίνα Μανιά, Γιάννης Κασπίρης, Χριστίνα Μουδάτσου Βρυσάκι 13/6/2014

Σας υπερευχαριστώ όλους. Δεν ήταν παρουσίαση ήταν γιορτή!

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Μέρες χωρίς γεύση


     Είναι εντελώς αδιανόητο σκέφτηκε, παράλογο, χειρότερο και από τον πιο κρυφό του φόβο. Μια εντελώς συνηθισμένη μέρα, έτσι εντελώς ξαφνικά δεν είχε πια γεύση. 
     Τρίτη ήταν και ο κόσμος πήγαινε πάλι κατά διαόλου. Όμως το δικό του δράμα ήταν ακόμα πιο τρομερό. Έχασε έτσι ξαφνικά το αυτονόητο. Αυτό που χωρίς να του δίνει καμιά σημασία τον ακολουθούσε πάντα πιστά, αδιαμαρτύρητα και σιωπηλά. 
      Άρχισε να τρώει λαίμαργα οτιδήποτε υπήρχε, σε μια ύστατη προσπάθεια να ακυρώσει την απώλεια. Αλμυρά, αλμυροξινά, γλυκόξινα, καυτερά, στιφά, ζεστά, κρύα. Ό,τι φαγώσιμιο  έβρισκε το έβαζε στο στόμα του, το στριφογύρναγε από δω κι από κει, το έγλειφε, το μούλιαζε στο σάλιο του, μήπως και κάποιο απειροέλαχιστο μόριο της τροφής του ξυπνήσει την κοιμισμένη του γεύση. Πίεζε τον εαυτό του να φάει κι άλλο. Τίποτα δεν πέτυχε. Απελπισία. 
     Οι μέρες κυλούσαν και άρχισε να πιστεύει πως η απώλεια θα ήταν μάλλον ακόμα πιο μεγάλη απ΄αυτή που είχε διαπιστώσει. Άρχισε να σκέφτεται πως δεν θα ήταν μονάχα θέμα των γευστικών του αισθητηρίων, θα είχε προχωρήσει και στον εγκεφαλικό του φλοιό το δίχως άλλο. Θα είχε αρχίσει να ροκανίζει τον μετωπιαίο λοβό σαν το σαράκι που τρώει το ξύλο. Θα τερμάτιζαν όλα τα σήματα προς την γλώσσα, τον οισοφάγο, τον φάρυγγα. Και μαζί μ΄αυτά θα τερμάτιζαν όλα τα σήματα αναφοράς με τον υπόλοιπο πλανήτη. 
     Την τέταρτη μέρα δεν άντεξε να μην έχει μιλήσει σε κανένα. Σίγουρος πως μετά από λίγες μέρες θα εμφανίζονταν και τα υπόλοιπα συμπτώματα της βαριάς ασθένειας, έβαλε την φόρμα γυμναστικής πάνω από το τζιν και πήγε λίγο στο γυμναστήριο. Το συνήθιζε αυτό τον τρόπο γρήγορου ντυσίματος. Ήταν άτομο. Σούργελο, όπως θέλεις πες το. Απ΄αυτούς που μικροί κτυπούσαν κουδούνια μεσημεριάτικα. Από τους ανθρώπους που στο πέρασμα τους αφήνουν ένα σίγουρο ίχνος γελαστών ανθρώπων. 
    Μετά το γυμναστήριο σκέφτηκε να περάσει από τον Μάκη. Ήταν φίλος ο Μάκης, κάτι θα είχε να του πει. Ήταν άτομο και ο Μάκης. Απ΄αυτούς που μικροί πετούσαν βρεγμένες χαρτοπετσέτες στους περαστικούς. Προχωρούσε και σκεφτόταν πως μάλλον ξόφλησε. Πέρασε μπροστά από ένα θερινό. Δεν άντεξε στην μυρωδιά του γιασεμιού, γλύστρησε χωρίς να πληρώσει και είδε περίπου ένα τέταρτο από το ''Down by Law''. Είχε ένα φεγγάρι πελώριο και φωτεινό σαν να ήταν δίπλα σου. Έκανε τράκα από τον διπλανό του και έφυγε. Αναρωτιόταν μήπως η διαδρομή του χειροτέρευε το πρόβλημα και θα ήταν πιο καλά να γύρναγε πίσω να δει στο βίντεο τον ''Δράκουλα των Εξαρχείων'' ή τον Σάκη Μπουλά στους Τηλεκανίβαλους. Για κάποιο περίεργο λόγο ο Σάκης μέσα στο μαύρο του γυαλί τον ηρεμούσε πάντα. 
    Βρήκε τον Μάκη να διαβάζει και του ξεφούρνησε το μαρτύριο του. Ο Μάκης ήταν η αιτία που αγάπησε το διάβασμα. Διαβάζανε μαζί Λένο Χρηστίδη, Άρη Αλεξάνδρου, Τιμ Ρόμπινς, Μπουκόφσκι, Στίγκα. Επίσης ο Μάκης είχε μάστερ στον Τζιμάκο. Μπορεί να τον έβριζε που είχε καγιέν, αλλά ήξερε σχεδόν όλα τα τραγούδια του. ''Από χώμα και λάσπη μας έφτιαξε ο Θεός/ οικοδόμος οικοδόμος ήτανε κι αυτός''.
    Του λέει τα βάσανα του. Φίλε τερμάτισα, έχασα την γεύση μου. Τι νομίζεις, όλα έχουν μια γεύση  σ΄αυτό τον κόσμο είτε είναι φαγητά είτε όχι. Μια γεύση και η Μαρία, μια γεύση  η δουλειά, μια γεύση η ανεξαρτησία, η ελευθερία, η ελπίδα. Μια γεύση και τα κουφονήσια και    η ποίηση και ο Μάρκος Βαμβακάρης μια γεύση και η συναυλία στα βραχάκια. Ξόφλησα, θα γίνω σοβαροφανής, πολίτικλι κορέκτ, τακτοποιημένος, αρρωστίλος, μη μου απτου. Το φαντάζεσαι ρε φίλε; Κάτι σαν χρυσόψαρο στην γυάλα. Πρέπει να πάω σε γιατρό. 
     Χαχαχαχαχα άρχισε να γελάει ο Μάκης. Χαχαχαχαχα είναι πολύ αστείο. 
- Θα πας στο γιατρό γιατί έχεις χάσει την αναφορά με τον πλανήτη; 
Του δίνει μια σπρωξιά στον ώμο και αρχίζουν να γελάνε μαζί. Γελούσε κι αυτός ασταμάτητα, δυνατά. Και μένουνε έτσι αγκαλιασμένοι να κλαίνε απο τα γέλια. 
Γιατί το ξέρανε καταβάθος πως αυτοί δεν ζουν για το καλοκαίρι, ζουν με φόρα μέσα σ΄ένα δικό τους καλοκαίρι. Δεν ζουν μονταρισμένοι, μπορούν να ταξιδέψουν και κατάστρωμα και με αυτοκίνητο και με ΚΤΕΛ. Δεν αναζητούν παρηγοριές για το τέλος, κι ας το σκέφτονται  αυτό το ρημάδι το τέλος πολύ. Αν δεν ξέρεις να του ανακαλύψεις ακολούθησε τον ήχο του γέλιου και τους βρεις γελώντες.
    Όμως καμιά φορά αρρωσταίνουν. Καμιά φορά χάνονται. Και αυτό δεν είναι καθόλου αστείο. Καθόλου. 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Το Τράνζιτ τράνζιτ

1.Piazza del camp Siena Φωτογαρφία Παρασκευή Σπαντιδάκη



                                2. Magdalen Bridge Cambridge Φωτο Άννα Μελιδώνη






3. Μπρίσμπειν Αυστραλία Φωτό Αντριάννα Παπαχρήστου 





Βαρκελώνη Φωτό Εβελίνα Κοκκίνη




Νέα Υόρκη Φωτό Eleana Sara Biba Kouneli