Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Ένα τροχόσπιτο και δυo καρέκλες





       Του άρεσε να της λέει τα όνειρα του. Εκείνη ήταν πάντα πρωινή. Εκείνος ξύπναγε αργότερα. Την έβρισκε να πίνει τον καφέ της, να κόβει τα ξερά από τα φυτά στο μπαλκόνι ή να έχει αρχίσει το μεσημεριανό. Έπιανε και της έλεγε τι είχε δει στον ύπνο του. Συχνά τα όνειρα ήταν εφιάλτες. Ξύπναγε ιδρωμένος. Όνειρο ήταν, μονολογούσε και ξανακοιμόταν. Έβρισκε η Μαρίνα τον τρόπο και του έπαιρνε την στιφάδα του ονείρου το πρωί. 
    Ωραία περνούσαν οι δυο τους. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Κάνανε τα δικά τους τώρα. Κυριακάτικες αποδράσεις, βόλτες τα πρωινά του Σαββάτου στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα, τσιπουράκια. Όλα όπως παλιά, όλα ανέπαφα δεν τα χόρταιναν. Τα μέρη αλλάζανε, αυτοί όχι. Τα μαγαζιά κλείνανε, αυτοί όχι. Επέμεναν. Είχε ένα τρόπο η Μαρίνα να κρέμεται από το μπράτσο του. Έριχνε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι, γυρνούσε, τον κοιτούσε, γελούσε, συνέχιζαν την βόλτα τους. Μια ζωή, μια μεγάλη βόλτα. 
     Στην αγορά πήγαινε εκείνος. Ήξερε από που ν' αγοράσει το καλό κρέας, τα φρούτα, το ψάρι. Για τα καλοκαίρια είχαν το τροχόσπιτο. Κλείνανε το σπίτι απλά απλά και φεύγανε. Ήξεραν ακριβώς που να πάνε. Σταματούσανε κάτω κάτω στην θάλασσα. Μένανε εκεί βδομάδες. Τα απογεύματα βγάζανε τις καρεκλίτσες τους από το τροχόσπιτο και περιμένανε το ηλιοβασίλεμα. Βούταγε ο ήλιος στη θάλασσα και έσβηνε μέχρι το άλλο πρωί. 
    Μια ζωή αγαπούσε το διάβασμα και την μουσική. Βιβλία και δίσκοι παντού μέσα στο διαμέρισμα. Βάλανε ραφάκια ακόμα και στο διάδρομο και στο λουτρό. Πιο πολύ αγαπάς αυτά από μένα, γκρίνιαζε καμιά φορά η Μαρίνα. Την κοίταγε τότε αυτός με το βλέμμα του ντράμμερ που βγήκε να παίξει στη συναυλία και βρήκε την παγκέτα του σπασμένη. Οι φίλοι μου είναι, της έλεγε. 
    Στο διάδρομο η ποίηση. Στην βιβλιοθήκη ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Στην κουζίνα και στο καθιστικό δίσκοι, cd, κασέτες. Τα απογεύματα της Κυριακής της διάβαζε αποσπάσματα. Τα βράδια της έφτιαχνε μουσικό πρόγραμμα και ζεστό κρασί με κανελόξυλο. Μύριζε κανέλλα το διαμέρισμα. Τις αργίες, τις απεργίες και τις εθνικές γιορτές της κολλούσε αποσπάσματα στον καθρέφτη του λουτρού. 

''Θα περάσετε από πάνου
απ΄τη θάλασσα του κόσμου
σαν πνοή
μαλακώτατου μαϊστρου,
που το πλάθει ως και το κύμα
κάνοντας το μιας παρθένας
λυγερής κορμί''

Κωστής Παλαμάς

   Η Μαρίνα αρρώστησε αναπάντεχα. Μπήκε στο νοσοκομείο εσπευσμένα. Οι γιατροί μίλησαν για επιθετική, μη ανατρέψιμη κατάσταση. Μια Τετάρτη μεσημέρι του ζήτησε να ξαπλώσει δίπλα της. Πέθανε μέσα στην αγκαλιά του. Οι μέρες έγιναν μονότονες και οι εφιάλτες δεν ήταν όνειρα όταν ξυπνούσε. Εξακολούθησε να πηγαίνει στην αγορά, στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα. Στο τροχόσπιτο όμως δεν ξαναμπήκε. Το κλείδωσε, το σκέπασε μ΄ένα πλαστικό και το άφησε στο χωριό.
  Άρχισε να νιώθει μόνος. Για την ακρίβεια όχι μόνος, μισός χωρίς εκείνη. Κάποιοι φίλοι προσπάθησαν να τον παρηγορήουν. Οι φίλοι όμως ήταν ένα στήριγμα που είχε γκρεμιστεί από καιρό. Ένιωθε ένοχος γι' αυτό. Δεν θυμόταν πως έγινε και το επέτρεψε. Όμως έγινε. Κανείς δεν τον καταλάβαινε σαν εκείνη.
    Εκείνη την ημέρα περπατούσε ώρες. Κατέβηκε την Ιπποκράτους, έστριψε στην Ακαδημίας. Στο δρόμο κυκλοφορούσαν βιαστικοί δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, φοροτεχνικοί με παραφουσκωμένους με υποθέσεις χαρτοφύλλακες στα χέρια, φοιτητές με αθλητικά και σακίδια στη πλάτη, σεκιουριτάδες, οδηγοί με μηχανάκια που καβαλούσαν τα πεζοδρόμια για να παραδώσουν καφέδες, τυρόπιτες, βιβλία και δελτία αποστολής. Χωρίς να το καταλάβει έφθασε στον Κήπο. Αυτόν που κάποτε έλεγαν Βασιλικό και τώρα Εθνικό. Περνάει από τα κλουβιά με τα άγρια ζώα, τα κλουβιά με τους εξωτικούς παπαγάλους, τη λίμνη με τα μεγάλα χρυσόψαρα. Παραμένουν όλα σε μεγάλη παραμέληση. Τα ονόματα αλλάζουν, οι καταστάσεις δύσκολα.
Έφθασε στην πλατεία με το συντριβάνι και τις μιμόζες. Την είδε να κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα φορώντας το κόκκινο μαγιώ και το ψάθινο καπέλο. Κοιτούσε γαλήνια το συντριβάνι. Σαν τότε μπροστά στο τροχόσπιτο.
-Αχ βρε Μαρινάκι να ζούσες. Να πηγαίναμε εκείνο το ταξίδι στη Νότιο Γαλλία που τόσο ήθελες και τελικά δεν πήγαμε ποτέ, της είπε.
Εκείνη χαμογέλασε και κρεμάστηκε από το μπράτσο του όπως τότε.
   Όχι, όχι, η ζωή δεν συνεχίζεται όπως λένε κάποιοι. Κάποια στιγμή σταματάει. Διακόπτεται. Μετά συνεχίζει πάλι. Είναι όμως διαφορετική.