Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Μια μπαταρία με πολλές πληροφορίες

 


     Στην μαμά το είχα ζητήσει κατηγορηματικά . Όταν την έβλεπα να καρφώνεται μπροστά στον υπολογιστή , να σκοτώνει τον χρόνο της χωρίς λόγο και αιτία αμίλητη , αναστέναζαν όλες οι παιδικές μου καρδιές. Ο μπαμπάς κάθε απόγευμα πηγαινοερχόταν με το κινητό στο χέρι και τ΄ακουστικά στα αυτιά από οθόνη σε οθόνη και από δωμάτιο σε δωμάτιο  . Τηλεόραση, υπολογιστής , τάμπλετ, κινητό. Αυτό το τελευταίο και στην τουαλέτα. Στην αύρα της οθόνης κλείνανε όλα τα ανοίγματα προς ένα κόσμο πιο γήινο και πιο αληθινό. Είχα ξεχάσει πως είναι να σε κοιτούν και την ίδια ώρα να σε βλέπουν. 
     Αύγουστος ήταν , Κυριακή μεσημέρι όταν αποφάσισα να οπλιστώ με την παιδική μου γενναιότητα και να του δείξω ηρωικά την έγνοια μου. Από νωρίς του είχα ζητήσει μια βόλτα στον Υμηττό. Να πάμε για περπάτημα. Να λαχανιάσουμε παρέα, να μιλήσουμε και να φωτογραφίσουμε θάμνους, πουλιά , δέντρα , την πόλη από ψηλά. Αν έχουμε κέφι και δύναμη να πάμε και σε κανένα θερινό στην επιστροφή. Θα δούμε μου είχε πει. Το θα δούμε στο σπίτι μας σημαίνει όχι. Δεν θυμάμαι ποτέ ''θα δούμε'' να γίνεται ναι. Ίσως ήταν αυτό το σημείο βρασμού που απαίτησε την ανατροπή . Πες μου ένα ναι ή ένα όχι. Μην με πρήζεις με ψεύτικη αναμονή. 
    'Οταν έπεσε για τον μεσημεριανό του ύπνο , έβγαλα την μπαταρία του κινητού , την βούλιαξα σε ένα μπολ με καυτό νερό για μισή ώρα . Την σκούπισα και την έβαλα πίσω στην θέση της με την ελπίδα να την έχω ξεκοιλιάσει πια για τα καλά. Γιατί καυτό νερό μην με ρωτάς. Θυμωμένη ήμουν και όχι μόνο με την μπαταρία.Πρώτα  άκουσα την πόρτα του υπνοδωματίου  ν ΄ανοίγει, την πόρτα του λουτρού να κλείνει , νερό, καζανάκι , σέικερ και παγάκια για τον απόγευματινό καφέ. '' Τι έπαθε το κινητό μου , γιατί δεν ανοίγει ; '' Η μαμά πήγε κοντά του, πήρε το κινητό στα χέρια της , έκανε τις αντίστοιχες κινήσεις για ανοιγόκλειμα του κινητού αλλά κανένα σήμα ζωής. Ήθελα πολύ να προστατεύσω την μαμά , να μην πέσει πάνω της άδικα η μπόρα αλλά παρέμεινα καρφωμένη στη καρέκλα στο βεραντάκι της κουζίνας να κάνω  πως διαβάζω περιοδικό. Είναι οι στιγμές που μαθαίνεις μια και έξω την αξία τς προσποίησης στη ζωή. 
     Η υγρασία της μπαταρίας και ο ξεχασμένος πάνω στον πάγκο της κουζίνας βραστήρας με πρόδοσα. Ο μπαμπάς με είχε δείρει τρεις φορές στην ζωή του. Αυτή ήταν η δεύτερη. Σταμάτησε όταν τα ουρλιαχτά μου τρυπώσανε μέσα από τα ανοικτά παράθυρα στα σπίτια των γειτόνων και προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες τους. Απορούσα και αναρρωτιόμουν πως δεν καταλάβαινε πως το έκανα για να μας σώσω και τους δυο από μαι βέβαιη αρρώστια και πως κανονικά θα έπρεπε να με αγαπά περισσότερο. 
     Κάπου ανάμεσα στην παραδοχή της πράξης μου και στα παρακάλια της μαμάς , ομπαμπάς άρχισε να καταλαβαίνει πως το παράκανε. Αποφάσισε να πάμε την βόλτα στον Υμηττό παρόλο που δεν είχα πια καμιά όρξεη. Ο καιρός είχε αρχίσει να αλλάζει σαν να συνηγορούσε με την διάθεση μου . Μας πρόλαβε η βροχή στην μέση του δρόμου. Αμίλητοι συνεχίσαμε και φθάσαμε στο αγαπημένο μου σημείο. Ένιωθα σαν να προδίδω το ξύλινο καθιστικό με την πέργκολα , εκεί που μου άρεσε όσο τίποτα άλλο η θέα της πόλης με τις πράσινες και μπεζ  τέντες , τα βρώμικα  κλιματιστικά στα μπαλκόνια και τα περιστέρια στα καλώδια της ΔΕΗ να περιμένουν σιωπηλά  μια άλλη μέρα καλύτερη από την σημερινή. Η βροχή συνέχιζε αν και πιο αδύναμη.  ''Εσύ δεν ήθελες βουνό και περπάτημα; Περπάτα τώρα. !''
    Βγήκε και η μαμά από το αυτοκίνητο.Έβαλε την κουκούλα της μπλούζας που με προνοητικότητα είχε φορέσει, έσπρωξε τα χέρια της μέσα στις τσέπες του παντελονιού της και άρχισε να περπατά κλωτσώντας χαλικάκια. Ακολούθησα πίσω της κι εγώ. Κρύωνα και ήθελα να γυρίσω πίσω αλλά δεν τολμούσα. Την έφθασα και έπιασα τον ρυθμό του βηματισμού της. Πονούσα ολόκλρο τον παιδικό μου εαυτό αλλά δίπλα της καλύτερα από μόνη.  
     Έδωσα όρκο στον εαυτό μου να μην προστατεύσω ξανά κανέναν μεγάλο από καμιά θανατηφόρα αρρώστια . Συνειδητοποίησα σε δευτερόλεπτα πως για να βάζει ο μπαμπάς τις οθόνες και τις μπαταρίες  πάνω από μένα κάτι παραπάνω θα ήξερε . Άρχισα από την επόμενη κι όλας να μαζεύω το χαρτζιλίκι μου για να αγοράσω κινητό και αμέσως μετά τάμπλετ. Βόλτα στον Υμηττό δεν τους ζήτησα ποτέ ξανά. 
      

     

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Είναι κάποιος που ζει σ΄ένα υπόγειο



        Είναι κάποιος που Ιούλη μήνα  εκεί  που ζει, ανοίγει κλείνει το παράθυρο και τίποτα δεν αλλάζει. Από το σημείο που βρίσκεται  περνούν πολλοί άνθρωποι άντρες και γυναίκες. Λόγω συγκυριών κοιτά τα πόδια τους.Οι συγκεκριμένες συγκυρίες δεν είναι άλλες από το ότι μένει σ΄ένα υπόγειο και αυτό που πέφτει στην αντίληψη του είναι ό,τι συμβαίνει μέχρι τους 30 πόντους πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Η παρατήρηση του είναι αλήθεια βασίζεται ως επί το πλείστον στην φαντασία και στις υποθέσεις . Φθάνει όμως σε χρήσιμα και εύλογα συμπεράσματα.
      Θα μπορούσε να  πει πως είχε  γίνει  κάτι σαν ειδικός. Ειδικά αν σκεφθείς πως αποφεύγει  να βγει  από το υπόγειο αλλά και να έρθουν  άνθρωποι σ΄αυτό. Έτσι όλα τα συμπεράσματα βασίζονται στην ασχολία της παρατήρησης. Πλεον με ιδιαίτερη ευκολία μπορεί να διακρίνει ένα γρήγορο , ψυχαναγκαστικό βηματισμό, ενός ανθρώπου που δεν έχει χρόνο για χάσιμο και για σκέψη γιατί δεν προλαβαίνει να πληρώσει τους ανοικτούς λογαριασμούς του από  το βηματισμό ενός που περπατώντας ονειρεύεται ποιήματα. Μπορεί να καταλάβει αν τα πόδια που περνούν σέρνονται κουρασμένα προς τον προορισμό τους ύστερα από μια κουραστική και μάταιη μέρα στους δρόμους ή είναι πόδια ερωτευμένου που τρέχουν να πέσουν στην αγκαλιά του δήμιου τους. Σε όλα αυτά αρκεί κανείς να προσθέσει τις πληροφορίες που αντλεί από τα υποδήματα για να καταλάβει την ακρίβεια των παρατηρήσεων του. Τα παπούτσια με απλό τρόπο αφηγούνται το ταξικό περιβάλλον , το κοινωνικό υπόβαθρο, την διαθεσιμότητα, την κινητικότητα, την ανεργία και όλα τα συναφή και συμπαρασύροντα. Όπως και να το κάνουμε άλλα κριτήρια πληρούν δύο ψηλοτάκουνες μη μου άπτου γόβες και άλλα δυό λιωμένες ελβιέλες. 
      Το ερώτημα βέβαια που γεννιέται είναι αφού μπορεί και ξέρει τόσα πολλά , βλέποντας τόσα λίγα και αφού τα συμπεράσματα του είναι αποτελέσματα βαθειάς παρατήρησης και ενδιαφέροντος γιατί δεν βγαίνει έξω να δει την συνολική εικόνα και να ολοκληρώσει την σκέψη του. Λοιπόν μας απαντάει πως αφου μπορεί να διακρίνει τόσα πολλά από κει που βρίσκεται κοιτάζοντας μονάχα τα πόδια των ανθρώπων τρομάζει πολύ στην ιδέα του πόσα πολλά θα μπορούσε να καταλάβει αν κοίταζε βαθειά μέσα στα μάτια τους.



Photo by
Annie Murphy-Robinson

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η πράσινη βαλίτσα



        Την πράσινη βαλίτσα να την αφήσεις στο τέλος. Αυτή μόνο, με όλα τ΄άλλα να τελειώνουμε. Μιλούσε και τριγυρνούσε ξυπόλητη ανάμεσα στα χαρτόκουτα μ΄ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στα χέρια. Έγραφε έξω από κάθε κούτα το περιεχόμενο. Βιβλία, cd, κατσαρολικά, ρούχα, περιοδικά. Όταν κουραζόταν , καθόταν λίγο στον καναπέ ή στο κρεβάτι με το απλανές βλέμμα να ακουμπάει την αδημονία των πραγμάτων και των καταστάσεων. Σηκωνόταν και συνέχιζε. Παράχωνε τις φωτογραφίες που ξεμείνανε μαζί με τα κασκόλ . Σήκωνε το ακουστικό , να τηλεφωνήσει σε κανένα φίλο , άκουγε το πρώτο ντριν και το άφηνε κάτω. 
      Έμπαινε και έβγαινε στα δωμάτια, ορθάνοιχτες οι μπαλκονόποτρες και οι τρυπούλες από τα μισάνοιχτα ρολά να σχηματίζουν το μεσημέρι  στο ξύλινο πάτωμα. Προσπαθούσε να εντοπίσει τα ξεχασμένα αλλά περισσότερο ν΄ ακουμπήσει λίγο ακόμα τα γυμνά της πέλματα , στις φαρδιές τάβλες του πατώματος . Να ακούσει τα τριξίματα του κάτω από το βάρος της και να πει ακόμα εδώ είμαστε.''Πως είναι το πάτωμα στο νέο ;''. Βουτηγμένη στην άρνηση , δεν είχε πάει να το δει ποτέ. ''Πως θέλεις να είναι; ένα σπίτι επαρχιακό είναι. '' Δεν άκουσε την συνέχεια της απάντησης γιατί αρχίσαν τα χρατς χρατς της ταινίας. Ο Νίκος έκλεινε τις κούτες . 
     Ογδόντα τρια διαφορετικά δέματα και η πράσινη βαλίτσα χωρέσανε τα υπάρχοντα τους. Όταν πριν ένα μήνα της είχε πει πως λύση άλλη δεν έβλεπε , έπρεπε να κλείσουν το μαγαζί και να πάνε στο χωριό, δεν ήθελε να το πιστέψει. Ήταν οι φίλοι τους εδώ, ήταν τα μαθήματα, ήταν η ζωή τους . Είχε θυμώσει την πρώτη ώρα που το άκουσε, ξεκόλλησε και το χαρτάκι που είχε αφήσει στο ταμείο '' παραδίδονται μαθήματα Αγγλικών , τιμές πολύ λογικές''. Μέρες της πήρε να  καταπιεί τον θυμό της απώλειας. Εδώ άλλοι φεύγουν  για την Αυστραλία, τι είναι να γυρίσεις στο χωριό. Μέχρι γραφεία βοήθειας μετανάστευσης εέχουν ανοίξει στην Κάνιγγος. Τριγύρω άστεγοι , πρεζόνια και στην μέση τα γραφεία. Είναι εποχή αποφάσεων της είχε πει. Πήρανε τελικά την απόφαση.
      Πάνω από την ταινία έσφιγγαν τις κούτες με σπάγγο. Κυλούσε ο σπάγγος τριγύρω σχηματίζοντας ένα λευκό μονοπάτι. Η ώρα περνούσε, ο χρόνος στην μετακόμιση δεν είναι ο ίδιος μ΄αυτόν του συνηθισμένου ρολογιού. Είναι ο χρόνος ενός διαφορετικού χρονομέτρου  μια ζωής παρελθούσης που  βγάζει την γλώσσα της στο σήμερα. Ογδοντατρία διαφορετικά δέματα και η πράσινη βαλίτσα χωρέσανε όσα ήταν να χωρέσουν . Τα υπόλοιπα, τα γέλια πάνω στο πάγκο της κουζίνας, τα σημάδια στους τοίχους από τα καρφιά ,οι γρατσουνιές στα έπιπλα από τα αναπάντητα, τα δάκρυα στο κεφαλάρι του κρεββατιού για όλα αυτά που ήταν να έρθουν αλλά δεν ήρθαν ποτέ , τα αποτυπώματα  από τα πρωινά της ανεργίας,  κάτι σακβουαγιαζ με ρούχα παλιά που δεν χωράνε πια και δεν το αποδεχθήκανε εγκαίρως μείνανε εκεί ακούνητα. Ιδιοκτησία μιας ζωής που δεν χωρά σε σύνορα. 
      Ήρθαν τα παιδιά της μεταφορικής . Άρχισε να αποκτά ξανά καλύτερη ορατότητα καθώς κατέβαιναν οι στοίβες με τις κούτες. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε την πλάτη της στην συρόμενη πόρτα του γραφείου. ''Αφήστε την πράσινη βαλίτσα τελευταία''. Των γονιών της ήταν η βαλίτσα . Από ένα ταξίδι τους στην Βενετία όταν ήταν ακόμα νέοι. Της είχαν πει πως καθόντουσαν σ΄ενα καφέ στην πλατεία του Αγίου Παύλου και η βαλίτσα ήταν στην βιτρίνα του διπλανού  καταστήματος. Πράσινη, δερμάτινη, φιρμάτη,ολοκαίνουργια και ότι έπρεπε για τα ταξίδια που σκόπευαν να κάνουν. Όταν πήγε να σπουδάσει στο Λονδίνο , πέρασε στην κατοχή της άθικτη.
     Τελευταία έφυγε εκείνη . Τράβηξε τον φθαρμένο ιμάντα και κατέβασε τα ρολά. Έστρωσε την παλιά  πετσέτα μπροστά από τον νεροχύτη στην κουζίνα. Αυτή και μόνο έμεινε. Με την μυρωδιά του απορρυπαντικού από τα τελευταία πλυσίματα ακόμα πάνω της. ''Μη,μη ΄΄φώναξε  στο μεταφορέα που πήγε να πάρει την βαλίτσα. ''Μόνη μου θα την πάρω, έχει  όλο τον Καζαντζάκη μέσα''. Σήκωσε την βαλίτσα, τράβηξε την πόρτα και βγήκε. 
     

Φωτογραφία Ada Hamza

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Βιολί ανάπηρο



     Όρθιος στεκότανε στο σταυροδρόμι μπροστά στη μικρή κάθετο της Μπότσαρη και της Μπουμπουλίνας.Άνοιγε εκεί λιγάκι ο δρόμος , σαν να σχημάτιζε μια νοερή νησίδα. Ακριβώς μπροστά στο γωνιακό  κατάστημα με τις οινοπνευματί προσόψεις.Δίπλα το κατάστημα  με τα πολύχρωμα κουμπιά και  τις χάντρες.Στον παρακάτω δρόμο στην Ρόμβης, πηγαίναμε στο νούμερο 27 μέσα στην στοά και προμηθευόμαστε τα κοστούμια για τις σχολικές γιορτές και για τις παρελάσεις των παιδιών. Στολή Φοίβου και Αθηνάς  τότε με τους Ολυμπιακούς για την γιορτή του νηπιαγωγείου, κορίτσια και αγόρια στο Μεγάλο μας Τσίρκο, παιδιά γενιάς μεταναστών ν' ακούν τα πιο ωραία λαικά  στα  σπίτια με μωσαικά και ''μάνα θα πάω στα καράβια''. Επιλέγεις όποια εποχή θέλεις επισκεπτόμενη τα σχολικά αλμπουμ.
      Όρθιος εκατοντάδες πρωινά στο ίδιο σημείο. Είναι εκεί που στρίβει ο δρόμος και την ώρα του δυνατού ήλιου έχει μια στοιχειώδη  μικρή σκιά από την νερατζιά του πεζοδρομίου. Ο φούρνος απέναντι σκορπά τις μυρωδιές της κάθε εποχής. Κουλουράκια κανέλας και κεικ πορτοκάλι τον  χειμώνα, κουραμπιέδες , μελομακάρονα τις γιορτές, παξιμάδια γλυκάνισου το καλοκαίρι. Θα ζήουμε σου γνέφει ο φούρναρης και τυλίγει την φρατζόλα που του ζήτησες. Στην γωνία είναι το ξενοδοχείο. Μικρό αλλά περιποιημένο, ότι πρέπει για ψαγμένους τουρίστες. Στην είσοδο του ξενοδοχείου γίνονται  οι πιο ωραίες συζητήσες. Ταξιτζήδες περιμένοντας πελάτη, συνατξιούχοι που πάνε στην τράπεζα να δουν αν μπήκε η σύνταξη, υπάλληλοι των τριγύρω μικρογραφείων που ακόμα αντέχουν και δεν έκλεισαν, αναλύουν, συζητούν, λογομαχούν .Όλο το ζουμί και το στίγμα της πόλης .
    Όρθιος  και μπροστά του να  συμβαίνουν  πολλά εποχιακά και εορταστικά . Λαχειοπώλες τάζουν  κέρδη εκατομμυρίων , μαμάδες περνούν  φορτωμένες με της κάθε εποχής τα φορτία, πλανώδιοι απλώνουν τις πιο απίθανες πραμάτιες τους, ανεμιστηράκια, πειρατικά σιντί, ομπρέλες, τρίφτες για τυρί , μαχαίρια για σωστό καθάρισμα πατάτας, σφουγγαράκια σε όλα τα μεγέθη. Όλα made in China που παράξενα και ανελλοιπώς  μας κάνουν  να νιώθουμε λίγο ακόμα περισσότερο  Ευρωπαίοι.
    Θα έλεγες πως είναι  γύρω στα πενήντα. Φοράει παντελόνι και φαρδύ λευκό πουκάμισο,  φθαρμένα αλλά καθαρά, αξιοπρεπή. Παπούτσι πολυφορεμένο ,  δερμάτινο με κορδονάκια. Ένα παπούτσι, το δεξί πόδι από το γόνατο και κάτω δεν υπάρχει. Στην νερατζιά ακουμπησμένη μια πατερίτσα . Μπροστά στο πόδι με το παπούτσι ένα τσίγγινο, πράσινο κουτάκι από καφέ Λουμίδη. Το βιολί αναπαυτικά τοποθετημένο  ανάμεσα στο αριστερό χέρι και στην αριστερή πλευρά του σαγονιού και στο δεξί χέρι το δοξάρι. Πολλές μουσικές κυλούν στο σταυροδρόμι ,από το Yesterday ,  στο Μινόρε της αυγής, με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς. Παγώνει ο χρόνος , θέλεις να χορέψεις κάτω από την βροοχή, έχει  ζέστη  και η μουσική σε σαρώνε από την κορυφή ως τα νύχια σαν δροσερό, θαλασσινό αεράκι. Είσαι  εκεί αλλά τελικά είσαι  αλλού.
     Τα ήξερε όλα αυτά όταν πλησίασε ν' αφήσει το νόμισμα στο κουτάκι. Γνώριζε πως  του όφειλε όλες τις στιγμές της ανάπαυλας, της ανάτασης που εμβολίαζαν τα πρωινά του αφήνοντας του μια γεύση ελευθερίας στα ξερά του χείλη. '' Παίζεται πολύ ωραία κύριε, σας ευχαριστώ'' του είπε καθώς έσκυβε να αφήσει το νόμισμα. Στα τρια βήματα της απομάκρυνσης του , τον βρήκαν τα λόγια του βιολιστή. ''Σας ευχαριστώ, όχι για τα χρήματα , για το ευχαριστώ και που με είπατε κύριο''.
     Η μέρα προχωρούσε ακάθεκτη. Για μια στιγμή του φάνηκε πως ο βιολιστής μετατράπηκε σε πανύψηλο ξυλοπόδαρο που με σβελτάδα προχωρούσε με μεγάλες , χαρούμενες δρασκελιές ενώ  το βιολί του έρενε με μουσικές τους βιαστικούς περαστικούς που έτρεχαν να προλάβουν τα αδυσώπητα προγράμματα τους. Και πως το δοξάρι πάλευε  να νικήσει ένα θεριό που το λένε λήθη.

Φωτογραφία Ανν Λου