Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Ο κύκλος που έκλεισε

 



        Είχε προσφερθεί οικειοθελώς, να φροντίζει η ίδια οτιδήποτε που θα μπορούσαν να χρειαστούν τα δυο διαμερίσματα που ο Περικλής εκμεταλλευόταν σαν airbnb. Να γεμίζει τα ψυγεία με αναψυκτικά και ένα-δυο μπουκάλια φθηνό κρασί. Να μαζεύει τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και να τα αλλάζει με καθαρά, να βάζει κάποια καθαρίστρια και εκείνη να επιβλέπει το αποτέλεσμα. Να βάζει στο λουτρό σαμπουάν, σαπούνια. Να ελέγχει αν δουλεύουν τα κλιματιστικά το καλοκαίρι και τα καλοριφέρ το χειμώνα. Να καλωσορίζει και να αποχαιρετά τους ενοικιαστές, άλλωτε προσωπικά όταν μπορούσε και άλλωτε αφήνοντας τα κλειδιά στο στούντιο της Μαρίας στη γωνία ''Ομάδες Πιλάτες και Γιόγκα, ενδυνάμωση πυρήνα και ανάπτυξη σωματικής ενσυναίσθησης". Όλο αυτό στην ταμπέλα έξω από το στούντιο. Πιο μεγάλη η ταμπέλα από το ίδιο το στούντιο που είχε ανοίξει η Μαρία όταν βαρέθηκε να περιμένει άλλο τον διορισμό από τον AΣΕΠ. 

     Ήταν φίλοι από το Πανεπιστήμιο με τον Περικλή. Εκείνος Μηχανολόγος Μηχανικός, είχε παντρευτεί και δούλευε στη Γερμανία. Εκείνη σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός, αλλά δούλεψε κυρίως στις αποθήκες μεγάλων φαρμακείων. Είχε γίνει ειδικός στις φαρμακαποθήκες. Χαρούμενη όμως δεν την έλεγες, αφού δεν ήταν αυτό που ήθελε στη ζωή να κάνει. Να καταμετρά πόσα νούροφεν και πόσα ογκμεντίν έχει το φαρμακείο στην αποθήκη και ανάλογα να δίνει παραγγελίες για ανατροφοδότηση. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα στη ζωή που δεν πρόλαβε να βρει κάτι άλλο που να της ταίριαζε καλύτερα. Παντρεύτηκε τον Γιάννη στα 28, ένα καλό παιδί από την γειτονιά της. Δάσκαλος ήταν ο Γιάννης. Μέσα σε ένα χρόνο γέννησε την Μαρίκα και μετά από δύο το Λευτέρη της. Την πήρε φαλάγγι η καθημερινότητα. Τα παιδιά μεγάλωναν και μαζί με αυτά και οι υποχρεώσεις της. Στα δώδεκα χρόνια του γάμου δεν άντεξε τα νεύρα του Γιάννη. Χώρισαν ήρεμα, οριστικά και αμετάκλητα. Όταν της είχε κάποτε πει η μάνα της ''κατσούφη τον βλέπω'', δεν ήθελε να της απαντήσει. Έσκυψε και κοιτούσε τις μύτες των αθλητικών της. Το είχε αυτό. Δεν άνοιγε ούτε στη μάνα της, ούτε στο πατέρα της την καρδιά της. Ο Γιάννης από την ημέρα που παντρεύτηκαν σκυθρώπιασε. Από ένας ευθυτενής άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, με χαμογελαστά, μελιά μάτια, καμπούριασε, σκυθρώπιασε και έπιασε τον καναπέ. Μόλις γύρναγε από τη δουλειά, έτρωγε και έπεφτε με τα ρούχα στο καναπέ.

     Στις φαρμακαποθήκες το ωράριο είναι απαιτητικό γιατί πρέπει να φτιάξεις τις παραγγελίες, να παραλάβεις μετά τα φάρμακα και να τα τακτοποιήσεις. Γυρνούσε κάποια βράδια εννιά και δέκα, από το πρωί. Δεν άντεξε τις καχυποψίες του Γιάννη. Και πάνω σ΄ αυτές κερασάκι στη τούρτα τα νεύρα του. Όπως είπαμε, οριστικά και αμετάκλητα. Η ημερομηνία του διαζυγίου έπεσε πάνω στα γενέθλια της. 

        Όταν της μίλησε ο Περικλής για τα διαμερίσματα, αυθόρμητα του είπε πως θα τα φροντίζει εκείνη. Πες πως το έκανε για τα κρασιά που είχαν πιει στο ''Σχολαρχείο'' με την κοινή παρέα τους, τότε που η ζωή είχε χρώμα και άρωμα και γεύση. Πες πως το έκανε γιατί ο Περικλής είχε κρατήσει το ίδιο χαμογελαστό βλέμμα και της έγραφε και μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές κάθε χρόνο, ή για το σταθερό τηλέφωνο πάντα την ημέρα της γιορτή της. 

- Χρόνια πολλά Ναταλία! Με υγεία!

- Σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές ρε Περικλή! Που θυμάσαι τη γιορτή μου!

        Είχε ανάγκη ο Περικλής να νοικιάσει τα διαμερίσματά του. Έπρεπε να αυξήσει τα εισοδήματά του τώρα που είχε να κάνει τις θεραπείες. Το είχε ψάξει και το airbnb τον σύμφερε καλύτερα. Χρειαζόταν όμως κάποιον άνθρωπο να τα φροντίζει. Εκείνος από μακριά δεν θα μπορούσε. Οικειοθελώς τα ανέλαβε η Ναταλία. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς. 

        Τον τελευταίο καιρό είχε πέσει πολύ. Έξι μήνες τώρα αισθανόταν βαριά. Όταν ξυπνούσε το πρωί δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Και τα βράδια στριφογύριζε στο κρεβάτι ώρες μέχρι να μπορέσει να αποκοιμηθεί. Σκέτη μαυρίλα. Τα παιδιά πια είχαν μεγαλώσει. Ο Λευτέρης είχε αποφοιτήσει από το Λύκειο το περασμένο καλοκαίρι. Ο Γιάννης εδώ και δυο χρόνια έβγαινε με μια άλλη γυναίκα και ήταν όπως έμαθε καλά μαζί. Κρατούσαν καλή σχέση μεταξύ τους. Είχαν συνννενόηση για τα παιδιά. Οι γονείς της μεγάλωσαν αλλά είχαν ακόμα την υγεία τους σε καλή κατάσταση. Συνέχιζε να δουλεύει στις φαρμακαποθήκες. Τα φαρμακεία τώρα είχαν βάλει και τα καλλυντικά στην αγορά, και αυτό δυσκόλευε πολύ τη δουλειά της. Γύρναγε αργά αλλά τι να κάνει; Το Μαρικάκι ήθελε να ακόμα δυο χρόνια να τελειώσει το Πολυτεχνείο. Και ο Λευτέρης τώρα μόλις ξεκινούσε. 

    Η Ναταλία έσπρωξε λίγο τον εαυτό της να πάρει μπρος. Άρχισε να πηγαίνει στο στούντιο για πιλάτες και γιόγκα. Έτσι για μια αλλαγή. Να βγαίνει και λίγο παραπάνω με τις φίλες της. Σκεφτόταν να ξεκινήσει να μαθαίνει Τούρκικα, μήπως και αξιωνόταν να πάει εκείνο το ταξίδι που ονειρευόταν πάντα στην Κωνσταντινούπολη. Να χαθεί μέσα στα παζάρια με τα αρώματα και τα μπαχάρια. 

   Δεν θυμάται πως έγινε. Αυτό όμως που θυμάται είναι πως μια μέρα εκεί που έστρωνε τα καθαρά σεντόνια στο ένα διαμέρισμα, τρύπωσε στα ρουθούνια της ένα άρωμα. Ήταν η λεβάντα του μαλακτικού. Η μυρωδιά την κύλησε μονομιάς σε εκείνη την εποχή που την πλάκωνε η μαυρίλα. Στο μυαλό της ήρθε μόνο μια εικόνα. Ο Λευτέρης της να κρατάει στα χέρια του το απολυτήριου Λυκείου, να φοράει το καλό του πουκάμισο και το καλό του παντελόνι και να χαμογελάει στο φωτογράφο. Ο Λευτέρης της, το στερνοπούλι της, αυτός που είχε γίνει ένας λεβέντης που ορμούσε τώρα καλπάζοντας στα κύματα της ζωής και σίγουρα θα νίκαγε. Ο Λευτέρης της. Και ο κύκλος που έκλεισε. 


Φωτογραφία: Street artist JR

             

        

            

                        

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Γειά σου ρε Siri

    




         Αλλάξτε τη φωνή του Siri. Πατήστε την επιλογή φωνή και αλλάξτε την φωνή του Siri. Διαλέξτε μια στιβαρή, μεστή φωνή που να ακινητοποιείται στιγμαία, να διακόπτεται ο ήχος για να σας κρατάει σε μια αγωνία δευτερολέπτου. Απ΄αυτές τις φωνές που αφήνουν να φανταστούμε όλους τους μύες του λάρυγγα, του φάρυγγα, της γλώσσας, του σαγονιού, των ώμων, της ωμοπλάτης, της κοιλιάς να είναι ευλίγιστοι  και δυνατοί. Κανένα άγχος να μην αντανακλά πάνω τους. Ό,τι τους έχει πληγώσει στην ζωή να μην έχει αφήσει κανένα σημάδι μέσα τους. Ή διαλέξτε μια φωνή πιο ψηλή, πιο τραγουδιστή. Απ΄αυτές που οι χορδές τεντώνονται σαν ιμάντες και λεπταίνουν για να παράγουν τις ψηλές νότες. Μια φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε μια αφελή νεαρή που θα πρέπει να βρει τρόπο να κερδίσει την ανασφάλεια και τις αναστολές της. 

         Mπορείτε να αλλάξετε και τη γλώσσα του Siri. Πατήστε γλώσσα, για να επιλέξετε σε ποια γλώσσα θα θέλατε να σας δίνει της απαντήσεις στα ερωτήματα και στα αιτήματα σας. Γαλλικά, Νεουρκέζικα, Ελληνικά, Αγγλικά, Ισπανικά. Και κάντε συνδιασμούς τώρα. Μια αισθησιακή φωνή Siri που μιλάει γαλλικά, πείθοντας σε πως μπορεί να πεθάνει για σένα. Μια χαρακτηριστικά βραχνή φωνή, σαν να έρχεται κατευθείαν από το Νότιο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης, η φωνή του δρόμου, του χιπ χοπ, να αντανακλά το γκράφιτι του δρόμου που θα ήθελες να έχεις κάνει αλλά δεν τόλμησες ποτέ, η φωνή της ουτοπίας, της αυθεντικότητας και ενός πιο άνετου, πιο cool εαυτού που επίσης θα ήθελες να έχεις μα δεν κατάφερες ποτέ να αποκτήσεις. Μια φωνή ντυμένη στο ιδιαίτερο χρώμα του τζαζ ήχου. Μια φωνή που να απελεθευρώνει όλες τις σκέψεις που τριγυρνούν στο κεφάλι σου στη παλέτα μιας μπαλάντας ή ενός μπλούζ. 

        Το Siri δεν ονειρεύεται. Δεν βγάζει κραυγές οργής, δεν επαναστατεί για όσα στερήθηκε, για όσα προσδοκούσε και διαψεύσθηκαν. Το Siri δεν έχει φτώχεια περήφανη και ομολογημένη. Το Siri δέχεται παραγγελίες για να καλύψει αιτούμενα, είναι εργαλείο στο χέρι του καθενός, νοικιάζεται, ανταλλάσεται, μισθώνεται, μπαίνει στη βιτρίνα, ικανοποιεί χωρίς ποτέ να μπορεί να ικανοποιηθεί και τελικά αποσύρεται. Ένα καινούργιο, πιο εξελιγμένο Siri το αντικαθιστά. Παίρνει τη θέση του, μπορεί τώρα να καλύψει με τις καινούργιες του ιδιότητες κι άλλες ανάγκες. Αναγνωρίζει τώρα το βλέμμα, το συναίσθημα πίσω από το βλέμμα. Το συναίσθημα που κρύβεται στο μέταλο της φωνής. Το Siri που εξελίσσεται γρήγορα, πάντα εναρμονισμένο στο οικονομικό κέρδος. 

    Η σιωπή του κρατάει τόσο όσο θα του ζητηθεί να επαναλειτουργήσει. Δεν είναι η σιωπή της πίκρας για όσα ακυρώθηκαν, για όλες τις απουσίες και τις απώλειες που άδειασαν τις μέρες του. Η ασπρόμαυρη και βωβή ζωή του είναι ακατανόητη.  Όπως και η αλληλεγγύη των βλεμάτων. Όπως και η αξιοπρέπεια, όπως και η αγάπη. Η αληθινή ζωή όμως έχει απ΄όλα αυτά και δεν του επιτρέπουμε.


Φωτογραφία από την ταινία Τα φώτα της Πόλης.

 


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Το ξεχασμένο παιδί

 



        Το ξεχασμένο παιδί δεν έχει ηλικία. Δεν έχει χρώμα, φύλο, κοινωνική τάξη. Κατοικεί στη κάθε γειτονιά, της οποιασδήποτε πόλης. Παίζει στην κάθε παιδική χαρά. Ζει στο κάθε δωμάτιο με πολλά ή λίγα παιχνίδια, με πολλά ή λίγα στολίδια, με πολλά ή λίγα ρούχα ή παπούτσια. Κάθεται στο πίσω κάθισμα του φθηνού, ακριβού ή υπερπολυτελούς αυτοκινήτου. Φοιτά στο ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο σχολείο. Κάθεται σε κάθε θρανίο της οποιασδήπτε σχολικής τάξης. Μπορεί να μελετάει, να είναι καλός, μέτριος ή αδύναμος μαθητής. Μπορεί να έχει ικανότητα στα μαθηματικά, στο σχέδιο, στη γλώσσα, μπορεί να μην μπορεί να συγκεντρωθεί, να έχει μαθησιακές δυσκολίες ή να συγκεντρώνεται στο λεπτό και να εξοικειώνεται με την ξένη γλώσσα και μόνο με το άκουσμα της. 

       Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να ασκεί βία, μπορεί να κολλάει στο ηλεκτρονικό του παιχνίδι, μπορεί να βγάζει σέλφι στην μέση του δρόμου, ρίχνοντας τα μαλλιά μια δεξιά και μια αριστερά και να ταίζει την πείνα του με δεκάδες ή εκατοντάδες λάικ. Μπορεί να καίει, να σπάει, να βρωμίζει ή να αδιαφορεί, να πλήττει, να χάνει λίγο λίγο το λόγο, το κίνητρο, την αιτία. Μπορεί όμως και να δέχεται βία. Να μετατρέπεται σε δευτερόλεπτα σε θύμα. Να τραυματίζεται και να σιωπά, να κλείνεται στο δωμάτιο του, στο κέλυφος του σαν ένα μικρούτσικο στρείδι που κουβαλάει το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι. 

        Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να είναι δημοφιλές, η ψυχή της παρέας, πρόεδρος σε συλλόγους, να κουβαλάει στους εφηβικούς του ώμους τόνους προσδοκιών κατ΄επίφαση δικών του. Μπορεί να χτίζει τρανά βιογραφικά, να βρίσκει δυνατές θέσεις σε δυνατούς οργανισμούς, να ελίσσεται με ικανότητες αιλουροειδούς, να παίρνει το χρώμα και το σχήμα του περιβάλλοντος όχι τόσο γιατί θέλει, ούτε καν για να προσαρμοσθεί, όσο για να ανελιχθεί σε κοινωνικούς θώκους. Μπορεί όμως και να αλλάζει την μια δουλειά του ποδαριού με την άλλη. Να ζει σαν αόρατος, σε μια αόρατη πολιτεία, γυμνή από ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα. Να νιώθει μικρός, εγκλωβισμένος, χτισμένος ανάμεσα σε τσιμεντένια, πανύψηλα, δυσθεώρατα βουνά υποχρεώσεων που συνεχώς αυξάνουν χωρίς ποτέ να μειώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Σαν μια κινούμενη άμμος, η καθημερινότητα να τον ρουφάει. 

       Το ξεχασμένο παιδί ζει μέσα στον κάθε ξεχασμένο ενήλικα. Αυτόν που δεν γνωρίζει κυρίως τον ίδιο τον εαυτό του, δεν θυμάται, αποκαρδιωμένος συνήθως και κυρίως φοβάται. Κάποιες φορές τον έχω δει να νοσταλγεί, κάτι που πολύ αμυδρά θυμάται. Όχι ένα πρόσωπο, ούτε ένα σχήμα. Ένα συναίσθημα. Αυτό νοσταλγεί, ένα συναίσθημα. Κάπου, κάποτε, σε μια στιγμή που ο κόσμος για αυτόν ήταν ασφαλής, η ακτή ξανθή και γυαλιστερή από έναν ήλιο που τον ζέσταινε. Μια μήτρα και αυτός να πλέει σε γαλήνια, φωτεινά νερά, ένα στήθος γεμάτο γάλα να ξεδιψάσει, να καλύψει κάθε πείνα του.

    Ψάχνει να βρει την άκρη, μπερδεύεται, πέφτει σηκώνεται. Δεν θυμάται, δεν γνωρίζει, είναι ξεχασμένος. Ένας ξεχασμένος που πολλαπλασιάζεται μέσα σε μια θολή, άνιση ανεμοδούρα. Και ενώ η ισορροπία είναι δίπλα. Και ονομάζεται αγάπη. 


Ζωγραφική Edward Hopper

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Θυμός

 


         

    Την πρώτη πρώτη στιγμή ήρθε το πάγωμα. Η εικόνα πάγωσε μαζί μ΄αυτή και τα συναισθήματα. Λίγο πιο μετά η συνειδητοποίηση μιας τραγικής απώλειας . Άνθρωποι που χάθηκαν για πάντα. Κάποιοι απ΄ αυτούς νέοι, σχεδόν παιδιά. Ο θάνατος είναι πάντα ένα τραύμα. Ο άδικος θάνατος είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο τραύμα που φέρει διαστάσεις δυσανάλογες για τον άνθρωπο.

   Θυμός. Συναίσθημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα χρήσιμο. Ο θυμός μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε όλα αυτά που μας πληγώνουν και μας βλάπτουν. Ο θυμός μας κρατάει ενεργητικούς, μας κινητοποιεί να εξελιχθούμε, να κάνουμε τις αναγκαίες τροποποιήσεις . Με ένα τρόπο ο θυμός μας διατηρεί ασφαλείς δίνοντας μας ώθηση για βελτίωση και εξέλιξη . Σε κοινωνικό πεδίο , ο θυμός είναι το βασικό συναίσθημα απέναντι στην αδικία. Είναι ένα μεγάλο και σοβαρό βήμα για την προσωπική αλλά και την κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο. Ο θυμός φέρνει την αισιοδοξία  όταν βρει το τρόπο να εκφραστεί δημιουργικά και όχι τυφλά και γενικευμένα.  Ας μην φοβόμαστε λοιπόν να θυμώσουμε, αν θέλουμε να πάμε παρακάτω.

Όλοι θυμώσαμε. Ο καθένας στο βαθμό που έχει μάθει να σέβεται το θυμό του και να μην τον κουκουλώνει γιατί δεν τον αντέχει.Για όσους χάθηκαν, για όσους παραλίγο να χαθούν και για όσους θα χαθούν στο μέλλον αν κάτι δεν αλλάξει. Για δώδεκα λεπτά δυο τρένα έτρεχαν σε αντίθετες τροχιές μέχρι που συγκρούστηκαν. Δώδεκα λεπτά που εγκυμονούνται χρόνια όμως. Όλα αυτά τα χρόνια που από τύχη δεν είχε συμβεί το δυστύχημα. Έγινε τώρα. 

Οι νέοι μας είναι θυμωμένοι εδώ και πολύ καιρό. Όπως θα ήταν και κάθε παιδί στο σπίτι μας όταν έλειπε συνεχώς ταξίδι για δουλειές ο πατέρας του.

 Θα ήταν για αυτούς χρήσιμος ένας καλοστημένος, ενήλικος ''μπαμπάς'' που θα μπορούσαν να του έχουν εμπιστοσύνη. Κάποιος που θα τους διαβεβαίωνε πως η προσπάθεια και η αξία τους δεν θα χαθούν, πως δεν είναι ανάγκη να έχουν μπάρμπα στην Κορώνη για να προχωρήσουν, πως θα έχουν τις σωστές κατευθύνσεις, τις ίσες ευκαιρίες  και πως οι ανάγκες τους θα καλυφθούν. Κάποιος που θα τα βοηθούσε να διαφοροποιηθούν , να αποχωριστούν από τις προσκολλήσεις που είχαν στα  προηγούμενα ανήλικα στάδια της ζωής τους, θα τους έδειχνε το τρόπο να  πάρουν πρωτοβουλίες, και να εξελιχθούν . Ένας πατέρας πυξίδα ελευθερίας. Ένας πατέρας πρότυπο που θα εξασφάλιζε ισορροπία. Τι σημαίνει ισορροπία; Είναι η οριοθέτηση σαν βάση για να μάθουν να συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους με σεβασμό, με κανόνες, έτσι που να μπορούν να ανέχονται την κάθε ματαίωση της ζωής. Ένας πατέρας που θα μπορούσαν να εμπιστευτούν. Πως όμως θα μπορέσει ο κάθε νέος πολίτης να εμπιστευθεί όταν τα σοβαρά θέματα δεν είναι υπερκομματικά ; Πως θα μπορέσει να εμπιστευθεί όταν ακόμα και πάνω στην τραγωδία στήνεται γαϊτανάκι μικροπολιτικής;

Kαι η εμπιστοσύνη μαθαίνεται; Χτίζεται σε καλά θεμέλια παιδείας και όχι ψηφοθηρίας. Παιδεία όμως ως  ουσία και όχι ως διαδικασία αναπαραγωγής στείρων γνώσεων. Παιδεία μιας Δημοκρατικής Πολιτείας που θεμελιώνει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Παιδεία που έχει στόχο να δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες για να αναπτυχθούν ελεύθεροι, σκεπτόμενοι άνθρωποι . 

Το έχει πει ο καθένας μας πολλές φορές , τα παιδιά μας όταν πάνε στο εξωτερικό διαπρέπουν. Είναι απ΄αυτούς που συνήθως διακρίνονται στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, στους επαγγελματικούς στίβους, στην έρευνα. Παραδεχόμαστε έτσι αβίαστα ένα κομμάτι μιας  πικρής πραγματικότητας . Γιατί όμως τα παιδιά μας δεν έχουν την ίδια τύχη εδώ; Γιατί δεν κρατούν με το ίδιο σθένος την ίδιες επιτυχημένες διαδρομές; Γιατί έξω ο ''μπαμπάς΄΄υπάρχει και  είναι και δοκιμασμένος  και έμπειρος . Είναι έτοιμος να τους προστατέψει όταν πάνε να πέσουν στις σκοτεινές τρύπες της αδικίας. Ενώ εμείς χάσαμε τον μπαμπά. Ο δικός μας πήγε ταξίδι για δουλειές. 

Σήμερα στην πορεία ρίξανε δακρυγόνα στο θυμό. Αυτά τα δακρυγόνα πνίγουν τα πνευμόνια και φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Δεν θάβουν το θυμό. Ούτε τον κρύβουν καν.

Τ' άλλα όμως δακρυγόνα αυτά του πελατειακού κράτους, της αναξιοκρατίας, της συντεχνιακής συναλλαγής, της αλληλουπονόμευσης, τους διχασμού πνίγουν τα ίδια τα παιδιά. 


Φωτογραφία από την ταινία ''Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές'' του Εμίλ Κουστουρίτσα




Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Σκόνη

 




      Είδα το backpack σου, σκονισμένο να βγαίνει από τα συντρίμμια. Το κρατούσε ένας διασώστης με ευλάβεια στα χέρια του. Είδα τον άνθρωπο να πατάει προσεκτικά, να ψάχνει μέσα στις λαμαρίνες και στα αποκαίδια σπιθαμή προς σπιθαμή, να βρει κάτι άλλο ακόμα που θα μπορούσε να συλλέξει. Δεξιά και αριστερά, κάποιοι άλλοι διασώστες κρατούνε μεγάλους μαύρους σάκκους. Τα χέρια του πάνω σε άμορφες, συγκολλημένες, ανεξιχνίαστες μάζες μοιάζουν με προσευχές. Κάτι ακόμα να βρεθεί, κάτι ακόμα να σωθεί, κάτι ακόμα να έχει να δώσει σ΄αυτούς που περιμένουν με τις φωτογραφίες στα χέρια έξω από τα νοσοκομεία και στις πλατείες. Είδα τον άνθρωπο που κρατούσε σφιχτά το backpack σου στα χέρια, να παρακαλάει σιωπηλά, κρατώντας την αναπνοή του για ένα ακόμα σημάδι ζωής. 

     Η είδηση είναι τρομαχτική. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, δυο τρένα έτρεχαν πάνω στην ίδια γραμμή, μέχρι που συγκρούστηκαν. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, άνθρωποι βρέθηκαν εν αγνοία τους, μετέωροι σε μια τροχιά θανάτου. Κάποιοι διαισθάνθηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι αποπροσανατολίστηκαν, κάποιοι έγραψαν μηνύματα για να ξεχαστούν. Πόσο διαρκούν δώδεκα λεπτά; Δώδεκα λεπτά, που εγκυμονούνται χρόνια. Χρόνια, δεκαετίες, που πέρασαν χωρίς ευθύνη, χωρίς αξιοσύνη. Χρόνια λουστραρισμένα με δημόσιες σχέσεις, υπογραφές, εργολαβίες, φωτογραφίες και χαμόγελα. Χρόνια ψεύτικα. Όπως οι τωρινές πολιτικές αναλύσεις, το φάγωμα, η πολιτική εκμετάλλευση, τα δούναι και λαβείν. Η μεγάλη προσπάθεια να χωρέσουν όλα μέσα σ΄ένα μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος. Έτσι που από τον πιο σύντομο δρόμο να επανέλθουμε στο βόλεμα. Γιατί βολεύει το ''τις πταίει''. Να εντοπιστεί ο επόμενος αποδιοπομπαίος τράγος. Φθάνει να μην φταίμε εμείς. Να φταίνε οι άλλοι. Kαι όταν οι άλλοι γίνουμε εμείς, να φταίνε οι απέναντι. 

  Τα παιδιά αφήνουν λουλούδια στα εκδοτήρια των εισητηρίων για τους φίλους τους που δολοφονήθηκαν.  Τα παιδιά σχηματίζουν με τα σώματα τους ανθρώπινα συνθήματα στις αυλές των σχολείων τους για τους φίλους τους που δεν θα ξαναδούν. Τα παιδιά σχηματίζουν ουρές για να δώσουν αίμα. Τα παιδιά ορμούν στις φλόγες και σώζουν συνανθρώπους τους. Θα μπορούσες να είσαι εσύ, θα μπορούσε να είμαι εγώ λένε μεταξύ τους. Αφού είναι αλήθεια πως από τύχη ζουν. Χωρίς τύχη μπορεί να γίνουν σκόνη ανα πάσα στιγμή. Αυτό λένε, αυτό αισθάνονται. Αλήθεια υπάρχει μεγαλύτερη ανασφάλεια από το να είσαι το αποτέλεσμα της τύχης σου; Τίποτα ανάμεσα σε εσένα και σ΄αυτή να μην μεσολαβεί. Ούτε η ευθύνη, ούτε η συνείδηση, ούτε η ικανότητα, ούτε οι άξιες πράξεις, ούτε ο έλεγχος, ούτε η αξιοκρατία. 

    Είδα το backpack σου, σκονισμένο να το κρατάει ένας διασώστης με ευλάβεια. Σαν να ήταν το σακκίδιο του δικού του παιδιού. Μπορεί να το έχει επιστρέψει ήδη στην μητέρα σου, στον πατέρα σου, στα αδέρφια σου, στους φίλους σου, ενώ εκείνοι θα συνεχίζουν να σε ψάχνουν απεγνωσμένα. Μέσα θα υπάρχουν κάποια από τα προσωπικά σου αντικείμενα. Ίσως κάποια λίγα ρούχα που χρειάστηκες στην  εκδρομή σου. Μια πολύ σύντομη εκδρομή, μ' ένα τρένο που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.  Χωρίς εσένα όμως τίποτα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο για κανένα. Ούτε τα όνειρα, ούτε η χαρά, ούτε η ελευθερία. Των γονιών και των φίλων σου ο θρήνος δεν χωράει πουθενά. Είναι όμως και δικός μας θρήνος. Του καθενός ξεχωριστά. Ένας κόμπος που θα μας πηγαίνει όλο και πιο μακριά από την ζωή μέχρι να τον δικαιώσουμε. 


    

      

         

     

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ο Κομήτης

 


    Θα περάσω ξημερώματα, να δούμε τον κομήτη να περνάει κοντά από τη Γη. Νεάντερταλ τον λένε τον κομήτη, είναι πρασινωπός, κάτι πενήντα χιλιάδες χρόνια έχει να θεαθεί από τη Γη είναι η αλήθεια. Και θα είναι ορατός με γυμνό οφθαλμό. Ακούς, με γυμνό οφθαλμό!

    Όμως η πόλη θα κοιμάται όταν περάσει. Μετά από λίγες ώρες θα ξυπνάει και όλα θα μπουν στη σειρά και στην τάξη ξανά. Όλα θα μοιάζουν συνηθισμένα και η ζωή θα κάνει τα συνηθισμένα της, ενώ εγώ θα παραμένω να θέλω να πάω στο Μεξικό. Τα αυτοκίνητα θα μποτιλιάρονται στους δρόμους. Ο κολλητός μου θα μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο γιατί στα τελευταία νέα το ουρικό ήταν πολύ αυξημένο. Τα παιδιά στο δεύτερο θα φεύγουν για το Βερολίνο για μεταπτυχιακά ταυτόχρονα, τι σύμπτωση κι αυτή! Εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε με χάρτινα καλαμάκια για να σώσουμε τον πλανήτη. Μια μέρα θα σηκωθεί κάποιος μέσα στην Βουλή, θα χαιρετήσει χιτλερικά και δεν θα πέσει το ταβάνι να τον πλακώσει. Κάποια παιδιά θα βιάζονται, κάποιες γυναίκες θα δολοφονούνται και τότε η ελπίδα θα θέλει να τρυπώσει από κάπου αλλά θα τα βρίσκει όλα κλειστά. Θα καιγόμαστε τα καλοκαίρια και θα βουλιάζουμε τους χειμώνες. Και η Μανουέλα θα πηγαίνει κάθε Τρίτη στο Κροκόδειλο για κεραμεική. Και θα είναι ωραία αυτά που φτιάχνει. Ωραία και αυθεντικά όπως τα ποιήματα της Ειρήνης. 

     Για αυτό θα περάσω από το σπίτι σου στις 4 τα ξημερώματα να σε ξυπνήσω. Να δούμε τον πρασινωπό πλανήτη. Λένε πως αν δουν τον πλανήτη δυο μαζί, τότε πολλαπλασιάζονται με άλλους δυο και άλλους δυο και άλλους δυο και ξαφνικά είναι πολλοί αυτοί που ξυπνάνε μέσα στην καρδιά της νύχτας να δουν ένα κομήτη που περνάει κάθε πενήντα χιλιάδες χρόνια από τη Γη. Και είναι σαν οι άνθρωποι τότε να ξεκολλάνε και να καταλαβαίνουν λίγο περισσότερο, λίγο λιγότερο, δεν έχει σημασία, τι έχει και αξία και τι όχι.

    Θα περάσω. Κοίτα να μου ανοίξεις!

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Ο χρόνος

 



              To πρωί ξεκινούσε στις οχτώμιση για το καφενείο. Του το είχε αφήσει ο πατέρας του. Χαϊμαντά και Παλαιολόγου στο Χαλάνδρι. Ένα τέταρτο, χαλαρό ποδαρόδρομο και ήταν εκεί. Ψηλοτάβανο καφενείο, πράσινη λαδομπογιά στους τοίχους, καμιά δεκαπενταριά παραδοσιακά τραπέζια με μαρμάρινη επιφάνεια και ξύλινα πόδια. Στα δεξιά του πάγκου δέσποζε ο μεγάλος καθρέπτης με χοντρό ξύλινο πλαίσιο, ζωγραφισμένο στο χέρι με ακρυλικά χρώματα, καθρέφτιζε όλη την αντρική γειτονιά που σύχναζε στο καφενείο. Ξύλινες καρέκλες, τρεις δίσκοι ίνοξ, μπλε χοντρές κουρτίνες και ένα βάζο από φθηνό κρύσταλλο με πλαστικά λουλούδια που με τον καιρό είχαν χάσει το χρώμα τους. Το καλοκαίρι έβγαζε τραπεζάκια στη Χαϊμαντά.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, δεκαπέντε χρόνια τώρα δεν άλλαξε τίποτα στο καφενείο. Δυο φορές μόνο το έβαψε στη ίδια ακριβώς απόχρωση. Και άλλη μια φορά άλλαξε τις λάμπες και έβαλε led για οικονομία. Τα δεκαπέντε λεπτά που του έπαιρνε για να φθάσει στο καφενείο τα περπατούσε αθόρυβα με τα λαστιχένια του παπούτσια και στην πλάτη του κρεμασμένο είχε το μαύρο του σακίδιο. 

Μέσα στο καφενείο παρακολουθεί ό,τι κινείται με βλέμμα ειδήμονα. Έχει μετρήσει αμέτρητες φορές πόσα βήματα απέχει το κάθε τραπέζι από το πάγκο που έχει τοποθετήσει τα μπρίκια και το γκαζάκι. Πόσο απέχει το ψυγείο από το κάθε τραπέζι. Το ψυγείο με τις ντομάτες, τα αγγούρια, τις ελιές, το γαύρο κονσέρβα. Όλα κομμένα και έτοιμα πάνω στα άσπρα μικρά πιατάκια από το πρωί για τη περίπτωση που ζητήσει κάποιος μεζέ. Το ψωμί του το φέρνει η Τασία από τον απέναντι φούρνο, στις εννιά κάθε μέρα. Κατόπιν συμφωνίας φυσικά.

Στο δωματιάκι πίσω από την κουζίνα φυλάει φωτογραφίες και αναμνηστικά. Μια φωτογραφία όπου φαίνεται με τα χέρια γρατσουνισμένα καθώς έχει στραγγαλίσει μια μέρα, ή κρεμασμένη στο τοίχο μια βαλσαμωμένη βδομάδα τόσο ανέκφραστη όσο η στιγμή που της έριξε δυο σφαίρες μεταξύ Τετάρτης και Πέμπτης. Όταν φεύγουν όλοι και μπαίνει μέσα στο δωματιάκι ξαναζεί τον ίδιο κάθε φορά κίνδυνο. Τον ευχαριστεί να ξαναζεί την αίσθηση ότι κάτι επίκειται να συμβεί. Την είχε ανακαλύψει πριν πολλά χρόνια, όταν με το ζόρι μπορούσε να σκοτώσει μια ώρα ή ένα απόγευμα. Μετά ήρθαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. 

Εξακολουθεί κάθε μέρα ανελλιπώς να προχωράει στην ίδια και απαράλλαχτη διαδρομή. Μέχρι που στο μαύρο του σακίδιο τοποθέτησε ένα πιστόλι σε θέση βολής. Τώρα νιώθει την ένταση της σκανδάλης και ετοιμάζεται για το αιφνιδιαστικό πάντα τίναγμα της εκπυρσοκρότησης. Μαντεύει την ανάσα του θηράματος, την ίδια ώρα που υπολογίζει τις διαστάσεις του. Αναγνωρίζει την ευθύνη και τον κίνδυνο, τον ίλλιγο, τον τρόμο του ότι σε τούτο τον ομιχλώδη τόπο, καθώς αισθάνεται την υγρασία του εδάφους κάτω από τα λαστιχένια παπούτσια του, ή θα πυροβολήσει και θα σκοτώσει το χρόνο ή ο χρόνος θα σκοτώσει εκείνον. 


Φωτογραφία   Robert & Shana ParkeHarrison

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Οι ζωές των άλλων

 



      Πώς τη γνωρίζεις αυτή την ιστορία τη ρώταγαν; Την άκουσα στο μπαρ που δουλεύω. Την κοιτούσαν τότε με απορία. Πόσα μπορείς να ακούσεις σερβίροντας ένα ποτό; Πέντε δέκα κουβέντες; Να ακουμπήσεις το ποτήρι, να δώσεις τη χαρτοπετσέτα και τoυς ξηρούς καρπούς. Πόσο κρατάει όλο αυτό για να προλάβεις ν'ακούσεις μια ολόκληρη ιστορία; Δεν έβγαινε. 

     Εκείνη όμως επέμενε πως την είχε ακούσει στο μαγαζί Όταν γύρναγε ξημερώματα στο σπίτι, έλυνε τα αθλητικά της στο ασανσέρ. Τόσες ώρες ορθοστασία είχαν γίνει πια ένα με τα πόδια της. Σκούρα γκρι κορδόνια πάνω σ΄ένα κουρασμένο ζευγάρι αθλητικά με σόλες μαύρες. Κάποτε ήταν πολλά υποσχόμενο για τρέξιμο σε στίβους, για αθλήματα που δεν ασχολήθηκε τελικά ποτέ. Είχε και μια αγάπη για την πυγμαχία, δύσκολο άθλημα για κορίτσια αλλά κάποτε αγαπούσε τα δύσκολα. Τώρα ούτε τα δύσκολα, ούτε τα εύκολα. Τώρα να μην σκέφτεται, αυτό αγαπούσε περισσότερο απ΄όλα. Πετούσε τα ιδρωμένα της ρούχα στην καρέκλα που είχε απέναντι από το κρεβάτι και ξάπλωνε γυμνή, μόνο με το βρακί στο κρεβάτι. Την έπαιρνε ο ύπνος στο λεπτό. Ούτε ανησυχία, ούτε σκέψη να της κολλήσει, ούτε τα λόγια που θυμήθηκε πως της είπαν οι φίλοι της και δεν της άρεσαν. Τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει κουζίνα, τραπέζια και πίσω, έκαναν στάχτη τα πώς και τα γιατί. 

       Ξυπνούσε το απόγευμα. Καφές, κάποια μηνύματα στους φίλους. Κάποια ''ναι ρε θα πάμε'' και ''είσαι καλά;'' και δρόμο πάλι για την δουλειά. Έμπαινε πού και πού και στην ομαδική της σχολής. Να δει μήπως βγήκε κάτι για την εξετάστική. Η εξεταστική ήταν το θέμα. Αφού στην σχολή που μπήκε ούτε που ήθελε να μπει, ούτε που ξέρει γιατί την είχε δηλώσει. Τότε θυμάται τις είχε δηλώσει όλες στην σειρά. Αυτό της είχε πει η κυρία του Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Και αφού δεν την συγκινούσε έπιασε δουλειά. Αυτή η δουλειά είχε δώσει τη θέση της σε μια άλλη δουλειά, και η άλλη δουλειά σε μια άλλη δουλειά. Όλες σέρβις και μια δυό κουζίνα. Γνώριζε πολύ κόσμο σ΄αυτές τις δουλειές, άκουγε πολλές ιστορίες, τις έλεγε στα παιδιά. Όμως οι άνθρωποι χάνονταν γιατί άλλαζε δουλειά και τις ιστορίες τις έπαιρνε ο άνεμος γιατί δεν υπήρχε πια αρκετός χρόνος για να δει τα παιδιά. Όταν κάποιες φορές της χτυπούσε ο έρωτας την πόρτα, έβρισκε την πόρτα κλειστή γιατί εκείνη έλειπε από το σπίτι για να του ανοίξει. Και τις φορές που δεν έλειπε, κοιμόταν τον βαρύ της ύπνο.

      Τα ρεπό ήταν μια διαφορετική ιστορία. Θα έβγαινε με τα παιδιά. Θα πήγαιναν από δω και από εκεί. Τώρα που καλικαίριασε πάνε και θάλασσα και θερινά. Θα πουν τα τρέχοντα και αυτά που τους απασχολούν. Για τον Δημήτρη που δεν έχει τηλεφωνήσει ακόμα στην Αναστασία, για την Ελπίδα που φεύγει με Erasmus στην Δανία και για την Ληδία που δεν σηκώνει το τηλέφωνο γιατί φαίνεται πως είναι πολύ βαρύ το ακουστικό. Θα ακούσει τις ιστορίες, θα γελάσει, αλλά δεν θα εμπλακεί. Αυτό είναι το πιο ασφαλές. Να μην εμπλακεί για να μην τα βάλει μέσα της. Γιατί αν τα βάλει, θα χαθεί. 

       Καλύτερες είναι εκείνες οι άλλες ιστορίες που ακούει στο μαγαζί. Αυτές που λένε οι θαμμώνες περιμένοντας να τους πάει το ποτό τους. Αυτές που εκείνη είναι ακροάτρια και οι άλλοι οι πρωταγωνιστές. Είναι οι ιστορίες των άλλων. Οι δικές της ιστορίες παραμένουν κουλουριασμένες στο μυαλό της. Όπως τα γατιά έξω από τη πόρτα του σπιτιού. Μικρά κατοικίδια, μεγάλης δύναμης και ορμής που ζουν δίπλα στον άνθρωπο. Κρατούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν φεύγουν για ένα πιάτο φαί και ένα χάδι. Οι σκέψεις της παραμένουν κουλουριασμένες μέσα στην αδράνεια της, ακινητοποιημένες κάτω από βάρη που εν αγνοία της τοποθετήθηκαν μέσα της. 

       Οι θαμώνες θα τη βλέπουν δίπλα τους, γύρω τους να τους σερβίρει. Είναι δεν είναι 22 χρονών, θ΄αλλάζει τα τασάκια. Σαν ηττημένοι θα την παρατηρούν να τρέχει πάνω κάτω. Η μια μέρα της να διαδέχεται την άλλη. Το ξέρει πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις. Όταν όμως έχεις χρόνο να σκέφτεσαι, να συνδέεσαι, να ονειρεύεσαι, να ερωτεύεσαι. Όλα αυτά που είναι η δική σου ζωή. 


Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Μεγάλη Τρίτη

 



   Πρωί πρωί του τηλεφωνεί να του πει πως έμεινε από λάστιχο. Πως ξεφούσκωσε στα καλά καθούμενα το μπροστινό δεξί και δεν μπορεί να κουνηθεί. Εκείνος καταφθάνει γεμάτος νεύρα, σκύβει να δει τι συμβαίνει και ο αέρας μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζει φωνές, βρισιές, Xριστοπαναγίες. Όλα μα όλα στοχευμένα και στο β' ενικό. Πετάει πέτρες, κλωτσάει τ' αυτοκίνητο, φτύνει σάλια.

   Από το πίσω κάθισμα, σε μια ανύποπτη στιγμή βγαίνει έντρομο ένα μικρό παιδί. Φοράει ακόμα τις πιτζάμες του. Στέκεται ακούνητο, αμίλητο, κολλημένο στο φτερό του αυτοκινήτου. Μια ύστατη προσπάθεια να εξαϋλωθεί, να μην βρίσκεται εκεί, να γίνει ένα με την λαμαρίνα και να πάψει να υπάρχει. Πού να πήγαιναν άραγε με τη μάνα του πρωί πρωί; Τα σχολεία είναι κλειστά. Μήπως να αγοράσουν κάτι από το κοντινό παντοπωλείο που τους χρειάστηκε τελευταία στιγμή; Ή μήπως κάτι από το φαρμακείο;

    Εκείνη του λέει με χαμηλή φωνή κάτι που δεν ακούγεται.Ίσως τον παρακαλεί να σκεφθεί το παιδί που τους βλέπει, να τον ικετεύει να σταματήσει γιατί του κάνουν κακό, ίσως να του ζητάει συγνώμη που τον έφερε σε τόσο δύσκολη θέση με την ανικανότητα της. Ίσως απλά να κλαίει ή να προσπαθεί να συγκρατήσει την αναπνοή της. Εντελώς άχρηστα τα δάκρυα, αφού το σώμα της αρκεί. Ένα ζαρωμένο, στεγνό κόμμα για να συνεχίζει ακάθεκτος τη βαρβαρότητα του, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ίσως πάλι να μην μιλάει σ΄αυτόν, ίσως να παραμιλάει στον άλλο της εαυτό. Αυτόν που δεν την έχει αφήσει να κάνει ποτέ αυτό που θέλει ή τουλάχιστον δεν της έχει επιτρέψει να είναι ικανή να αλλάζει μόνη της λάστιχα. Τον γνωρίζει πολλά χρόνια τον άλλο της εαυτό. Δεν αναγνωρίζει πια πολύ καλά αυτά που της απαντάει στα συνεχόμενα παράπονα της. Σχεδόν δεν αναγνωρίζει ούτε τις αναμνήσεις της. Είχε συμβεί σιγά σιγά, στην αρχή σχεδόν δεν είχε επίγνωση πως κάθε φορά που ένα πράγμα δεν λεγόταν την στιγμή που έπρεπε να ειπωθεί, αυτό εξαφανιζόταν χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Η πραγματικότητα απομακρυνόταν, διέφευγε από εκείνη τη στιγμή και για πάντα. Για εκείνη ο μόνος τρόπος να θυμάται είναι να ξεχνάει. Και αν κάποτε κάποιος την πίεζε να θυμηθεί, τότε ήταν που θα προτιμούσε να ξεχάσει τα πάντα. Αφού δεν ήταν ελεύθερη ν' αλλάξει τον κόσμο της, να φτιάξει κάτι νέο μέσα σ΄αυτόν, καλύτερα να ξεχνάει.

    Όλα αυτά γίνονται έξω από το Δημοτικό γήπεδο της γειτονιάς και ενώ άνθρωποι περπατούν, τρέχουν, αθλούνται προσπαθώντας να ζήσουν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή. Κάποιοι ακούν τις φωνές αλλά δεν πλησιάζουν. Δεν αναμειγνύονται. Συνεχίζουν αλλά στην πραγματικότητα όχι σαν να μην υπήρξαν μάρτυρες άλλης μιας ιστορίας βίας. Σε λίγο ο χρόνος θα σβήσει απ΄όλους, όπως ο αέρας το σημάδι στην άμμο, απ΄όλους αυτό που μόλις είχε συμβεί. Όλα θα απωθηθούν στα βαθειά, σκοτεινά νερά της λησμονιάς. Και ενώ το ημερολόγιο θα γράφει Μεγάλη Τρίτη, ο πραγματικός χρόνος θα έχει σταματήσει σε μια ζωή που έχει γίνει ώρες που απλά διαδέχονται η μια την άλλη. Ώρες που βίαια αδειάζουν μόλις τελειώσουν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα, αφήνοντας μόνη δυνατότητα τη σιωπή. 

   

Ζωγραφική joseph Lorusso

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Αυτή που γιορτάζει κάθε μέρα

 

                                               

       Είδα αυτήν που γιόρταζε χθες, πρωί πρωί στο σούπερ μάρκετ. Φορούσε μπότες φθαρμένες αλλά καλογυαλισμένες και ψώνιζε βιαστικά. Είχε δεμμένα τα μαλλιά αλογοουρά μ' 'ενα καφέ λαστιχάκι.  Έβαζε μέσα στο καλάθι της όσα της χρειαζόντουσαν για το βραδινό αλλά και για το αυριανό μεσημεριανό . Αυτά που θα τα μαγειρέψει ταυτόχρονα , όταν γυρίσει το απόγευμα από την δουλειά.

     Την συνάντησα και στο μετρό. Κουβαλούσε μια θηριώδη τσάντα. Είχε μέσα διάφορα χαρτιά για τη δουλειά, κλειδιά, ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι , γεμάτο χαρτάκια, αποδείξεις, κάρτες και δυο φωτογραφίες με τα παιδιά. Ο συρμός έτρεχε γρήγορα εκείνη όρθια, κρατιόταν σφιχτά από τα χερούλια. Παρόλα αυτά κατάφερνε να διατηρεί μια τέλεια ιρορροπία. Κατέβηκε στην στάση Πανεπιστήμιο . Την είδα να τρέχει στην αποβάθρα, να σκύβει μια δεξιά και μια αριστερά προσπαθώντας να μην χτυπήσει άθελα της κάποιον άλλο επιβάτη. Την είδα να τρέχει στις κυλιόμενες σκάλες. Ν' ανεβαίνει δυό δυό τα σκαλιά, σχεδόν σαν να καλπάζει,  από την αριστερή πλευρά τα σκαλιά για να μην αργήσει αλλά και για να αποφύγει τον προιστάμενο της που δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να της χωθεί με τα ηλίθια , δήθεν αστεία του. 

     Την είδα και στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς , να αγοράζει το μπλοκ ζωγραφικής και τις νερομπογιές της μικρής και το μοιρογνωμόνιο του μεγάλου. Να ψάχνει τα γομάκια , να διαλλέγει τρια χρωματιστά και δυο αυτοκόλλητα έτσι για την παραπανίσια , την αναπάντεχη χαρά. 

   Την είδα να περπατάει και να μιλάει στο τηλέφωνο. Η ζώνη από το παλτό της να γλύφει τα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου,  αλλά εκείνη να μην το έχει καταλάβει. Να της φωνάζει , να της λέει να προσέξει λίγο παραπάνω τι της λέει γιατί άλλο δεν την αντέχει έτσι απόμακρη που στέκει στο κόσμο της , απορροφημένη συνεχώς από τα θέματα των παιδιών και τα δικά της και πως να τον λάβει πολύ στα σοβαρά γιατί θα πάρει τα μέτρα του . Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Και θυμάται πως ήταν την τελευταία φορά όταν είχε πάρει τα μέτρα του. 

           Την είδα και σήμερα αυτήν που γιόρταζε χθες . Θα την δω και αύριο , αυτήν που γιορτάζει κάθε μέρα.









 Ζωγραφική Alejandra Cabarello

  https://www.artsper.com/us/contemporary-artists/spain/5584/alejandra-caballero

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Καλός υπάλληλος

 


      


      Είναι πια μεγάλος. Ύστερα από τριανταπέντε χρόνια υπηρεσίας έχει διατρέξει όλους τους βαθμούς που θα μπορούσε. Γραμματέας στο πρωτόκολλο. Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος στην αρχή στο παρθενικό βιβλίο του και κάποια χρόνια  αργότερα στον υπολογιστή του, περνούσε τις εγγραφές, τα εισερχόμενα, τα εξερχόμενα, τους αριθμούς. Αντέγραφε τις περιλήψεις των υποθέσεων σχεδόν με ευλάβεια. Όπως θα έκανε αν οι υποθέσεις αυτές ήταν τα παιδιά του και ήθελε να τα προστατέψει, να τα υποστηρίξει. Να κάνει γι΄ αυτά ό,τι περνά από το χέρι του. Μόνο που δεν είχε παιδιά. Ούτε γυναίκα είχε. Στα νιάτα του είχε αγαπήσει πολύ μια Μαρία. Όμως η Μαρία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και τελικά παντρεύτηκε έναν φίλο της γιατρό. Αν παρατηρούσε κάποιος το πρόσωπο του την ώρα που δούλευε, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου. 

   Ανεξίτηλη είναι χαραγμένη στην μνήμη του η πρώτη μέρα που μπήκε στην υπηρεσία. Χαμογέλασε αμήχανα στους συναδέλφους του. Θυμάται πως κάθησε στην καρέκλα του από τύχη και έμεινε εκεί. Άλλοι έφυγαν, άλλοι ήρθαν. Κάποιοι πέθαναν. Εκείνος έμεινε αμετακίνητος. Είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, εξειδίκευση σ΄ένα τομέα με υποθέσεις ευαίσθητες που φέρνουν τις περισσότερες φορές φασαρίες και προβλήματα στην Υπηρεσία. Οι προϊστάμενοι, είτε έρχονταν είτε παρέρχονταν, τον θεωρούσαν απαραίτητο. Τίμιος άνθρωπος, ευσυνείδητος και ιδεολόγος. Παρόλο το περιορισμένο του εισόδημα, φροντίζει την εμφάνιση του. Είναι  πάντα καλοντυμένος. Τα τελευταία χρόνια, κάποιο πρόβλημα στην μέση του τον ανάγκασε να κρατάει μπαστούνι. Διάλεξε ένα ξεχωριστό που είχε για λαβή το πρόσωπο ενός πιστού σκύλου φτιαγμένο από κόκκαλο. 

       Ένα πρωί ο προϊστάμενός του του μίλησε κάπως φιλικότερα. Xάρηκε τότε, πήρε θάρρος, του απάντησε στον ενικό, γέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο προϊστάμενος μ΄ένα παγωμένο βλέμμα τον κάρφωσε πάλι στην θέση του. Και έμεινε εκεί. 

          Τώρα, βγαίνοντας κάθε μέρα από την Υπηρεσία, περπατάει μέχρι το μετρό πολύ βιαστικά. Σηκώνει ψηλά το μπαστούνι του γράφοντας κύκλους μέσα στο άπειρο σαν μια απόπειρα λυτρωμού και μετά το χτυπάει αλύπητα στα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου. Τρώει μόνος του σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του πριν γυρίσει σπίτι. Πίνει σταθερά δυο μικρά ποτηράκια κόκκινο κρασί από τα βαρέλια της ταβέρνας. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το δεύτερο ποτηράκι γίνεται κρουαζιερόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμαστούς, άγνωστους τόπους με χρωματιστά σπίτια, με περιποιημένες πλατείες με ψηλά δέντρα και γεφυράκια που διευκολύνουν τους περαστικούς. Από τα ψηλά δέντρα, πουλιά τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχισμένος. 

       

    

        

         

  

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Στο κρεοπωλείο

 




      Τον συνάντησε έξω από το κρεοπωλείο. Φορούσαν και οι δυο την μάσκα τους. Εκείνος έβγαινε, εκείνη έμπαινε. Κοντοστάθηκαν ταυτόχρονα, μπροστά στην αυτόματη πόρτα. Εκείνη του χαμογέλασε εγκάρδια. Απ΄αυτό το πλατύ χαμόγελο, το χαμόγελο πίσω από την μάσκα, ό,τι σώθηκε στάθηκε στα μάτια της. Δυο χαμογελαστά μάτια ανέλαβαν να μεταφέρουν το μήνυμα. Εκείνος δεν την αναγνώρισε. Την κοιτούσε, κάτι του θύμιζε αλλά δεν την αναγνώρισε. Παρόλα αυτά κοντοστεκόταν ευγενικά. Σαν να ήθελε ο αέρας να του μαρτυρήσει έναν τρόπο να καταλάβει κάτι που δεν θυμόταν. Σαν να ήθελε μια μικρή βοήθεια τέλος πάντων από το κοινό. Εκείνη κατάλαβε. Όπως πάντα καταλάβαινε χωρίς να ζητάει αποδείξεις και ονόματα. Πες το διαίσθηση, πες το ανοιχτωσιά, εκείνη κατέβασε λίγο την μάσκα της. Μέχρι λίγο κάτω από τη μύτη. Όπως παλιότερα ήταν λίγο μεγαλύτερο το χαμόγελο,  ή το λακκάκι στο λαιμό πιο ενθαρρυντικό. 

        Και τότε εκείνος αμέσως την αναγνώρισε. Χαμογέλασε τόσο πλατιά που το χαμόγελο άνοιξε διάπλατα το βλέμμα του, τα μάτια μεγάλωσαν και γέλασαν και χάρηκαν πολύ. Είπαν δυο κουβέντες απλές. Νομίζω για το κρεοπωλείο, χαιρετήθηκαν και απομακρύνθηκαν σιγά.  Όπως χαιρετιούνται οι άνθρωποι μέσα σε μια μικρή αλλά απέραντη στιγμή. Μια στιγμή που ξέρει για αυτούς πολύ περισσότερα ακόμα και από πολλές, πολλές, πολλές ώρες μιας ζωής που παραμένουν να αγνοούν, αφού δεν έχουν ακόμα κατορθώσει ν' αναγνωρίσουν την ουσία της.  

            



         

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Επ΄αφορμή

 


O συγγραφή είναι μια από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που κινητοποιούνται από την έλλειψη , από την απώλεια, από την απουσία. Δεν θα γράφαμε αν δεν υποφέραμε απο τα πένθη μας για την απώλεια. Όπως και δεν θα ζωγραφίζαμε, δεν θα σμιλεύαμε την πέτρα και το μάρμαρο.

Απώλεια χρόνου, απώλεια αγαπημένων οικείων προσώπων, απώλεια πατρίδας, υγείας. Ο άνθρωπος μπαίνει στο πένθος για την απώλεια,  από την αρχή της ζωής του. Από την στιγμή που μετά από εννέα μήνες που ζει και μεγαλώνει στη μήτρα της μητέρας του , ξαφνικά μέσα σε μια στιγμή πρέπει να χάσει τη γαλήνη, τον ενδομήτριο παράδεισο, το ‘’είμαι εδώ εγώ για σένα μωρό μου και τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει ‘’ και να βγει έξω από την μήτρα , στο μέχρι τότε ανίκειο και ξένο κόσμο.

Kαι όπως με τη μήτρα  αργότερα στη ζωή μας, θα μπορούμε να επαναλάβουμε την σφοδρότητα της ματαίωσης, της απώλειας χάνοντας μια πατρίδα, χάνοντας έναν αγαπημένο τόπο σπουδών , χάνοντας έναν άνθρωπο, χάνοντας μια συνθήκη υγείας, ειρήνης, εργασίας, μέχρι την τελική απώλεια της ίδιας της ζωής μας.

Τρία βασικά πένθη έχει ο άνθρωπος. Το πένθος της θνητότητας του. Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα της φύσης που κάθε μέρα ξέρει πως είναι θνητός, κάποια στιγμή θα πεθάνει. Το πένθος που του φέρνει η συνειδητοποίηση πως δεν είναι παντοδύναμος.Πως υπάρχουν πολλά στη ζωή που δεν μπορεί να τα κερδίσει όσο κι αν αγωνιστεί. Το πένθος της διαφορετικότητας του. Πολύ θα θέλαμε να είναι όλοι ίδιοι με μας. Όμως δεν είναι . Ο καθένας είναι διαφορετικός . Στο μητρικό όμως τόπο είμαστε αθάνατοι, παντοδύναμοι και μοναδικοί. Γι΄αυτό και η απώλεια του μητρικού τόπου είναι η μέγιστη απώλεια.

Αποτελεί η απώλεια ένα τραύμα; Ένα ψυχικό τραύμα; Κάθε βίαιη αλλαγή στην ζωή μας αναζωπυρώνει ασυνείδητα την νοσταλγία της πρώτης πρώτης απώλειας που είναι ο εξωρισμός μας από τον μητρικό τόπο. Ο κόσμος μεταμορφώνεται για κάποιο διάστημε σε ένα κόσμο άγνωστο, ξένο και επικύνδινο. Αρχίζουμε τότε να νοσταλγούμε αυτό που χάσαμε. Και όπως η ίδια λέξη νοσταγία προστάζει από τα συνθετικά της νόστος-άλγος ( πόνος) αρχίζουμε να πονάμε ψυχικά.

Τα διηγήματα μου περιγράφουν απώλειες. Όχι μόνο σ΄αυτή τη τελευταία συλλογή αλλά και στο Τράνζιτ και στην νουβέλλα Ιώδιο. Η απώλεια πάντα με κινητοποιούσε. Με έκανε να μπορώ να  γράψω όσα δεν θα μπορούσα αν δεν ήταν ορατές γύρω μου και μέσα μου οι ματαιώσεις και οι απουσίες. . Η νοσταλγία, η ένταση που τα συναισθήματα φέρνουν είναι μια συνθήκη που σε πλουτίζει , σε κάνει δημιουργικό. Η τέχνη σε κάθε της μορφή είναι μια υγιειής  αντίδραση στα πένθη.

 Πράγματα που δυστυχώς αγνοούμε αφού δεν μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα μας ,τα αγνούμε και άρα δεν μαθαίνουμε απ΄αυτά. Αντίθετα από μικρά παιδιά, μας μαθαίνουμε να δαμάζουμε τα συναισθήματα, να τα θάβουμε,να τα κρύβουμε κάτω από το χαλάκι, να σιωπούμε. Μετατρεπόμαστε τότε σε σιωπηλούς μάρτυρες ενός δράματος που μας αφορά και μας συμπεριλαμβάνει. Όμως δαμάζονται τα κύματα; Δεν δαμάζονται. Μόνο να μάθεις να ταξιδεύεις με τα κύματα μπορείς , όχι όμως να τα δαμάσεις. Αν προσπαθήσεις να τα δαμάσεις και μάταιο θα αποδειχθεί και ανθυιγεινό.

Η συγγραφή είναι για μένα τρόπος απελευθέρωσης. Ένας τρόπος να ενωθώ με όλους τους άλλους ανθρώπους που και αυτοί όπως κι εγώ πενθούν τις δικές τους απώλειες, τις δικές τους μαατιώσεις, ελλείψεις. Μέσα από την λογοτεχνία, τη ποίηση, δεν μένει κανείς μόνος του σ΄αυτή την ιστορία. Μια πανανθρώπινη πατρίδα όπου το πένθος του ενός ενώνεται με το πένθος του άλλου έτσι που να διευκολυνθεί η επεξεργασία του και να επιτευχθεί η διαχείρηση του.

Η ποίηση , η πεζογραφία όπως έλεγε και ο Paul Celan είναι πάνω απ΄ολα μια υπόθεση κοινωνική.

 

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Αύγουστος

 



       Γυρνώντας χθες βράδυ στο σπίτι, είδα μια παρέα απο δεκαπεντάχρονα παιδιά αγόρια και κορίτσια. Περπατούσαν και είχαν πιάσει σχεδόν όλο το δρόμο απ΄άκρη σ΄άκρη. Δεν ξέρω που πήγαιναν. Μάλλον ούτε κι αυτά ήξεραν ακριβώς που πήγαιναν. Ίσως στην παραλία να ξαπλώσουν. Να βλέπουν τ΄άστρα και να τα μετρούν. Μιλούσαν δυνατά άλλοτε συμφωνούσαν και άλλοτε διαφωνούσαν και γέλαγαν και ξεκαρδίζονταν. Τα μαλλιά του ανέμιζαν ελεύθερα στον αέρα, τα χέρια του κουνιόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν να ήταν πολλοί μαέστροι μαζί και σήκωναν αόρατες μπαγκέτες διευθύνοντας  μια ιδιότυπη συμφωνική ορχήστρα. Όταν διασταυρωθήκαμε, έκαναν ένα ευγενικό άνοιγμα για να περάσω ανάμεσα τους. Γύρισα και τους κοίταξα. Χαμογελούσα ασυναίσθητα , λουσμένη σε όλη αυτή τη χαρούμενη φλυαρία τους. 

Για μένα αυτός είναι ο Αύγουστος. Παιδιά με χέραρια ελεύθερα να γελούν, να φλυαρούν. Παιδιά ερωτευμένα με την ζωή, με βλέμματα ελεύθερα. Παιδιά μακριά από τάμπλετ και πισιά. Παιδιά σαν την ανατολή του ήλιου. 



Φωτογραφία από το λιμάνι των Καραδμύλων

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Βάστα καρδιά μου

 

     



Την προηγούμενη μέρα ίσως να είχε ποτίσει τα λουλούδια και τους βασιλικούς της. Ίσως να περίμενε τα εγγόνια της να επιστρέψουν από τη θάλασσα για να φάνε το μεσημεριανό. 'Ισως τα μαύρα τα φορούσε γιατί πρόσφατα είχε χάσει κάποιον δικό της από κάτι ανίατο ή ξαφνικό και ακόμα δεν ήθελε να τα βγάλει, αναζητώντας να βρει την παρουσία , μέσα στην απουσία.  Ίσως ποτέ να μην θελήσει να τα βγάλει. Οι άνθρωποι είχαν εδώ και καιρό αρχίσει να αραιώνουν στην ζωή της. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έφυγαν το καθένα για όπου έπρεπε. Οι συνομίληκοι της είχαν αρχίσει να φεύγουν λίγο λίγο κι αυτοί. Ο κόσμος της γινόταν όλο και πιο μικρός. Το σπίτι όμως ήταν εκεί. Ίδιο ήταν το σπίτι. Ίδιο αλλά της φαινόταν πιο μεγάλο. Σαν οι δυο τοίχοι του να είχαν μεγαλώσει στην φαντασία της, για να χωρούν τα παιδιά που μπαινόβγαιναν άλλοτε σαν επισκέπτες και άλλοτε σαν ένοικοι,  για να της αφήσουν τα εγγόνια της για τις καλικαιρινές βδομάδες Το είχε αποφασίσει. Θα ζούσε αυτά τα μικρά , τ' απλά που γέμιζαν όμως την ζωή της ελπίδα. Μέσα σ΄ένα κόσμο που γινόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο διαφορετικός απ΄αυτόν που ήξερε. 

Θα της πουν πως θα πάρει λίγο χρόνο και θα γίνει ξανά. Όμως θα δυσκολευτεί να το πιστέψει. Καίγονται άραγε οι αναμνήσεις ; Καίγεται η ελπίδα; 

Βάστα καρδιά μου.