Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Περί εκλογών ΙΙΙ



Χρόνος: Σάββατο απόγευμα, καταμεσής της μεσημεριάτικης ραστώνης.

Τόπος: Παραπλεύρως νεκροταφείου, εκεί που έχει άπλα και πέφτει ο ήλιος δυνατός πάνω στους τσιμεντόλιθους. Εκεί που την Τετάρτη γίνεται μια ωραία λαϊκή και μια καντίνα με ''βρώμικα'' επιμένει να θυμίζει πως θα έρθει και η ώρα να πάμε σε καμιά συναυλία.

Πρωταγωνιστές: Πασίγνωστος πολιτευτής, λαλίστατος, πρωτοκλασσάτος, κάθε μέρα, όλη μέρα στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Δέχεται τις εντατικές υπηρεσίες μακιγιέρ, πέφτει σύννεφο η πούδρα και το μεϊκ απ στα καλοθρεμμένα του ρόζ μάγουλα. Φοράει κολαριστό, μαύρο παντελόνι, λευκό επίσης κολαριστό πουκάμισο. Δέχεται όρθιος, στητός τη φροντίδα του κομμωτή του. Μαλλιά λίγο επιμελλώς ανέμελα να μην φοβίζουν αλλά και να σ΄ αφήνουν να φαντασιωθείς το δυναμισμό του πολιτευτή. Αγέλαστος, ακούνητος, απαθής συνεχίζει τις προετοιμασίες του στον προεκλογικό του τόνο. Μπροστά του περνούν περαστικοί, διερχόμενοι, πιθανοί ψηφοφόροι. Οι διερχόμενοι του είναι αδιάφοροι. Οι πιθανοί ψηφοφόροι τώρα που ακόμα απλά διέρχονται, που ακόμα δεν ψηφίζουν του είναι αόρατοι. Δυο τρεις φωτογράφοι με δυνατές μηχανές, βιντεολήπτες, αναμένουν ανυπόμονα να αρχίσουν την φωτογράφηση. 
Κασκαντερ δεν υπάρχουν, ούτε κομπάρσοι να βγουν σε μια στιγμή που η ταινία το απαιτεί να φωνάξουν όλοι μαζί ''γιατί βάφεις τα μούτρα σου μωρέ; ''. 
Μονάχα ο καντινάς κλείνει την καντίνα του αθόρυβα. Βγαίνει και λέει στους φωτογράφους ''πάτε λίγο παρακάτω ρε παιδιά''. Οι φωτογράφοι μαζεύουν όσα ακουμπούσαν πάνω στη καντίνα του και πάνε παρακάτω. 

    Ο καντινάς φεύγει μόνος του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μακριά από τα μακιγιάζ. Είχε ένα καλό λόγο να σπάσει την δωδεκάωρη ορθοστασία του. Να πάει μια φορά να φάει μεσημεριανό καθιστός σε τραπέζι. Είχε ένα λόγο καλό να πάει να φάει σαν άνθρωπος. 


Περί εκλογών ΙΙ






   Θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τον παππού μου να φοράει το κουστούμι του κάθε φορά που ήταν εκλογές για να πάει να ψηφίσει. Και μια γραβάτα λεπτή, μονόχρωμη και σκούρη σαν  αυτές που νομίζω έχω δει να φοράει και ο Lou Reed. Άνθρωπος απλός, Κωνσταντινουπολίτης, ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τα τρία αδέρφια και τον πατέρα τους γύρω στο 1922. Εγκαταστάθηκαν σ΄ένα χωριό της Χίου, ψηλά σε μια βουνοπλαγιά ν΄αγναντεύουν την θάλασσα. Η μάνα του έμεινε θαμμένη στην Πόλη. Την αποχωρίσθηκε μια και καλή 8 χρονών. Έπιασαν μικρά παιδιά σκληρή δουλειά για να τα βγάλουν πέρα. 
- Μα φοράς τα καλά σου για να πας να ψηφίσεις; με απορία τον ρωτούσα. 
- Ναι μου απαντούσε, φοράω τα καλά μου. Γιορτάζει η Δημοκρατία μας σήμερα. Και να ξέρεις πως δεν ψηφίζουν σε όλα τα μέρη οι άνθρωποι. 
Τόσο απλά και τόσο κατανοητά, μου άφησε το ίχνος του μέσα στην καρδιά μου ο παππούλης μου.