Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια



Σκίτσο Κώστας Κηλαηδόνης


Ο κύβος
    O χώρος όπου βρισκόμουνα, ήταν καμωμένος από τέσσερα μεγάλα τζάμια, σαν κύβος. Μόνο το πάτωμα και το ταβάνι δεν ήταν γυάλινα. Απο κει μέσα έβλεπα τους άλλους που ήταν κι αυτοί κλεισμένοι σε ίδια γυάλινα κουτιά. Το ταβάνι και το πάτωμα ήταν κοινό για όλους μας. Το ένα κουτί από το άλλο απείχε μισό μέτρο. Ήταν μια τεράστια αίθουσα και ήταν γεμάτη με  τέτοια κουτιά. Ο ένας τοίχος της μεγάλης αυτής αίθουσας δεν υπήρχε. Εκεί το πάτωμα ενωνόταν με μια αμμουδιά και έβγαινε στην θάλασσα. Όλοι όσους έβλεπα ήταν γνωστοί. Πώς βρεθήκαμε εκεί, πώς αναπνέαμε, πώς τρώγαμε δεν ξέρω. Στο πάτωμα υπήρχε μια λεπτή άσπρη σκόνη. Όλοι κοιτάζαμε προς την θάλασσα. Εγώ με κάποιο τρόπο βγήκα χωρίς να σπάσει το γυαλί και άρχισα να κυκλοφορώ στα τέσσερα, στους γυάλινους διαδρόμους.

Από την συλλογή διηγημάτων του Λουκιανού Κηλαηδόνη '' Υδράργυροι ''.
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Αύγουστος 1975


Αντίο Λουκιανέ με τα κάτασπρα, αγέρωχα μαλλιά. Το πάρτυ τελείωσε.





Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Miles και Μπέτυ




      Από το ταβάνι δεν πέφτουν αστέρια. Κι αυτός δεν είναι πια ούτε τόσο μικρός για να χωράει στα παιδικά δωμάτια αλλά ούτε τόσο μεγάλος για να μην θυμάται, για να ξεχνάει ό,τι είχε ζήσει μέσα σ΄αυτά. Κάποιος του είπε πως αν δεν τον καλύπτει κάτι πρέπει να επινοήσει κάτι άλλο μόνος του για να προχωρήσει.
   Επινόησε μια φανταστική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Μiles Davis. Μαύρος, τρομπετίστας, υπερβολικά ταλαντούχος. Έχει ένα ζεστό χαμόγελο όπως η ανάσα του στον καθρέφτη. Τα χέρια του χαιδεύουν την τρομπέτα του όπως εκείνος χαιδεύει την γάτα του την Αβάνα κάθε φορά που μπαίνει τρέμοντας και βρεγμένη μέσα από το παράθυρο. Ο Miles είναι πάντα τόσο ευτυχισμένος και δυνατός πάνω στην σκηνή που νομίζεις πως δεν έχει πονέσει ποτέ. Ιδρώνει πολύ κάτω από τα φώτα. Είναι μόνος του ολόκληρη ορχήστρα. Το σώμα του γίνεται τόξο και βέλος μαζί για να πετάξει έξω όλο το εσωτερικό του φως. Είναι περήφανος που είναι ο πατέρας του. Για μάνα του διάλεξε τη Μπέτυ Λιβανού. Η πρώτη γυναίκα που του μίλησε για τον έρωτα ήταν η Μπέτυ. Της άρεσαν τα αστεία του. Δεν του ζήτησε να κουρευτεί ποτέ. Τον παρακαλούσε να μείνει ασυμβίβαστος. Όχι να γίνει φυγάς. Ποιητής να γίνει ή συγγραφέας. Να γράφει για την ελευθερία του. Φοιτητές ακόμα στο  δωμάτιό του είχαν δει με την Άννα την ταινία με τον Σιδηρόπουλο και την Μπέτυ και έμαθε λέει ''να μ΄αγαπάς''. Έτσι έμαθε να προσέχει το χαμόγελο περισσότερο ακόμα κι από το βλέμμα. Μέχρι τότε δεν ήξερε. Κάθε νύχτα η Μπέτυ ανοίγει ακόμα παράθυρα στους  τοίχους του.  Ένιωθε τυχερός που η Μπέτυ ήταν μάνα του. 
    Εδώ και χρόνια δεν πετάει απλά στα σύννεφα. Κρατιέται απ΄αυτά. Πιο παλιά ένιωθε άσχημα που πέταγε στα σύννεφα. Το έκανε όμως συνειδητά για να συναντήσει πότε-πότε αυτούς που αγαπούσε. Άλλωστε γιατί θα έπρεπε να νιώθει άσχημα; Πρώτα-πρώτα δεν ήταν ο μόνος και ύστερα γιατί τα σύννεφα αυτά του ουρανού του είχαν τις ρίζες τους χωμένες βαθειά μέσα στη γη. Εκτός από την φανταστική του οικογένεια δεν χρειάσθηκε να επινοήσει τίποτα άλλο. Η Μαρία στην ζωή του ήρθε μετά από λίγους μήνες. 
    Αυτό που είχε μόνος του καταλάβει με τα χρόνια είναι πως η καρδιά δεν μπορεί παρά πριν στρογγυλέψει στις πάνω άκρες, πριν μαλακώσει, να ήταν τετράγωνη και σκληρή για να χωράει την λογική του συναισθήματος. Έτσι εξηγούσε πως ακόμα και η δική της καρδιά τον πλήγωνε τόσο. Κι ας ήταν μες στην οθόνη του μυαλού του το μόνο πράγμα που 'χε μείνει όρθιο στο κόσμο να είναι αυτή. Αφού το ''να μ΄αγαπάς'' και το όσο μπορείς απέχουν τελικά απόσταση.