Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Οι λέξεις




         Eυτυχώς που υπάρχουν οι λέξεις για όλα. Οι λέξεις το βουητό των μελισσών μέσα σε μια κυψέλη. Τους χρησιμεύει για να επικοινωνούν μεταξύ τους.Μιλάμε και ρίχνουμε την πρώτη λέξη, μετά την δεύτερη , την τρίτη, σαν πουλιά που τους άνοιξαν την πόρτα του κλουβιού χωρίς να καλοξέρουμε ή μάλλον χωρίς να ξέρουμε καθόλου που θα πάνε. Το να μιλάς τότε γίνεται περιπέτεια, μια αναζήτηση κάποιου που είναι εδώ και αφουγκράζεται . Σαν η επικοινωνία να μην είναι ποτέ οριστική αλλά ούτε και στιγμιαία. Και να πρέπει να γυρίσει κανείς πολλές πολλές φορές πίσω για να καταλάβει.
     Όλα αυτά βέβαια πριν γίνουν οι λέξεις δόγματα και καλουπωθούν μέσα σε άκαμπτα καλούπια από παλιό δέρμα που δεν μας αφήνουν να μεγαλώσουμε. Ιδιότητα φυσικά όχι των λέξεων αλλά των ανθρώπινων ερμηνειών και φαύλων αποδόσεων τους.
       Οι λέξεις είναι δρόμοι . Δρόμοι για να εξερευνήσεις  πως να μην περιορίζεσαι , ν΄ανακαλύψεις καινούργια ορατότητα ακόμα και σ΄αυτό που ο ίδιος νόμιζες ότι ήξερες και να συνεχίζεις να εκπλήσεσαι. Ν΄ανοίγεσαι , να γίνεσαι χώρος , χρόνος για να δεις πως το κρυφό, η διαίσθηση , το προαίσθημα μετατρέπεται σε αδιάψευστη διαπίστωση . Εντέλει να μαθαίνεις ο ίδιος τις λέξεις σου καλύτερα.
       Διηγούμαστε την ζωή μας με χίλιους τρόπους και παρουσιάζόμαστε στους άλλους. Είμαστε όλοι βιβλιοθήκες που φυλάμε μέσα μας χιλιάδες αναγνώσεις . Την ίδια ώρα πληθαίνουν οι φίλοι που μπαίνουν κάτω από το δέρμα όχι για να τους θυμάσαι αλλά για να τους έχεις, κάνοντας αυτά που έχεις να διηγείσαι να αλλάζουν . Κάποιες φορές ,  για να απαντήσεις κάποιες ερωτήσεις ,  βρίσκεσαι αντιμέτωπος μπροστά σε μια  λευκή σελίδα.'' Ποιος είμαι ; . Άλλη διατύπωση ''Τι είμαι ; ''. Δύσκολες απαντήσεις.
        Μιλάμε με τον ίδιο τρόπο που ιδρώνουμε; O ιδρώτας εξατμίζεται, πλένεται , εξαφανίζεται αργά ή γρήγορα φθάνει στα σύννεφα. Και οι λέξεις ; που πηγαίνουν ; πόσες παραμένουν ; για πόσο καιρό ; Άεργες ερωτήσεις θα μου πεις. Ίσως όχι και τόσο άεργες, αν σκεφθώ πως ο παππούς μου τις τελευταίες ώρες του,  πήγε και αποχαιρέτησε τα δέντρα που είχε φυτέψει , αγκαλιάζοντας τα και κλαίγοντας γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβλεπε ξανά. Αγκαλιάζουμε λοιπόν τις λέξεις που γράψαμε  και είπαμε τους ευχόμαστε  μακροζωία και ξαναπιάνουμε  το γραπτό από το σημείο που  είχε μείνει. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη απάντηση. 


 Φωτογραφία Yvetet Depaepe

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Το σπίτι




     Από μικρός ήθελε να έχει το δικό του σπίτι.Ζητούσε επίμονα απο τους γονείς του μια σκηνή, ένα δεντρόσπιτο , κάτι μακριά απ΄αυτούς να χωράει τον ιδιωτικό του χώρο.Κάπου που θα μπορούσε να προφυλαχθεί από την βροχή και τον αέρα και που ο χειμώνας δεν θα ήταν τόσο κρύος.
     Όταν πέρασε την εφηβεία του  και άρχισε πιο καλά να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του , βάλθηκε να ψάχνει τα κατάλληλα υλικά για να χτίσει το σπίτι που πάντα ονειρευόταν. Το τσιμέντο του φάνηκε πολύ συνηθισμένο και τα τούβλα υπερβολικά συμβατικά. Χάλυβα δεν μπορούσε εύκολα να αποκτήσει, πέρα του ότι ήταν απρόσωπος και ψυχρός. Το ξύλο γοητευτικό αλλά και ιδιαίτερα φθαρτό. Η αναζήτηση υλικών δεν πήγαινε και πολύ καλά , μέχρι που του ήρθε μια φαεινή ιδέα. Θα έχτιζε το σπίτι του από βιβλία.
     Πλέον δεν είχε καιρό για χάσιμο. Κατέστρωσε το σχέδιο και άρχισε να μαζεύει βιβλία. Κατάλληλα σε ποιότητα και επαρκή σε αριθμό, ώστε τοποθετώντας τα με τον σωστό τρόπο να κατασκευάσει ένα άρτιο οικοδόμημα. Σύντομα κατάλαβε πως αν ήθελε να μην βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις και για να είναι το σπίτι γερό έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε βιβλίο που είχε διαβάσει.
    Σύμφωνα με το σχέδιο , τα θεμέλια θα αποτελούνταν από χοντρούς τόμους αρχαίων τραγωδιών και φιλοσοφίας πάνω στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί το μετέπειτα οικοδόμημα. Έτσι άρχισε να χτίζει τους περιμετρικούς τοίχους , χρησιμοποιώντας διπλές και τριπλές σειρές βιβλίων. Στο νότιο τμήμα του σπιτιού, η προοπτική να επεκταθεί το σπίτι κάποτε από εκεί, τον οδήγησε  να βάλει τόμους φυσικής και μαθηματικών. Έργα του Αιστάιν, Φουριέ και άλλων γνωστών αλλά και όχι μόνο γνωστών  επιστημόνων. Ικανοποιήθηκε προς το παρόν  η ανάγκη του για στατικότητα , χωρίς όμως να κλείσει τα παράθυρα για μελλοντική αναθεώρηση και αντικατάσταση.
     Στον ανατολικό τοίχο , εκεί που υπολόγιζε να χτίσει την κρεβατοκάμαρα του , στήριξε τους τοίχους σε βιβλία του Σαίξπηρ, Όσκαρ Ουάιλντ και του Μαρκέζ. Στόχος του ήταν να επιτρέψει σε όσο το δυνατό περισσότερο από το πρώτο πρωινό φως του ήλιου να μπει στο δωμάτιο και να τον κάνει όσο το δυνατόν πιο αισιόδοξο , δίνοντας ταυτόχρονα και μια αύρα ερωτικού μυστηρίου στο δωμάτιο. Ο βορεινός τοίχος , το κύριο μέσο προστασίας από τον άνεμο , χτίστηκε από έργα του Νίτσε, του Φρόυντ, του Γουίνικοτ, της Κλάιν και του Σάρτρ. Μετά από αρκετό προβληματισμό , ο δυτικός τοίχος χτίστηκε με έργα του Κάφκα, Μπωντλαίρ και Καμύ. Με την ελπίδα μέσω αυτών , το τελευταίο φως της μέρας να διαδεχόταν αρμονικά το σκοτάδι της νύχτας που μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του ανθρώπου , κάνονατς τα έτσι πολύ πιο υποφερτά. Την σκεπή την κατασκεύασε από τόμους λεξικών , εγκυκλοπαιδιών και ιστορίας. Το σπίτι χτίστηκε , η ζωή του επίσης. Τώρα ήταν ο καιρός της επαλήθευσης των προσδοκιών.
     Είχε επιτέλους το σπίτι που χρόνια ποθούσε . Όμως σε καμιά περίπτωση αυτό το σπίτι δεν κατόρθωσε να τον θωρακήσει από όλες τις απειλές. Με την πάροδο του χρόνου , τα βιβλία έφευγαν από την θέση τους και οι όποιες επισκευές και επανατοποθετήσεις δεν επαρκούσαν να καλύψουν  τις αστοχίες.
   Για μήνες έψαχνε την λύση. Να βρει ένα υλικό να συνδέσει τα βιβλία μεταξύ τους σ΄ένα στέρεο  σώμα. Μετά από διάφορα πειράματα έφθασε στην λύση. Αυτό που έλειπε ανάμεσα  στα βιβλία ήταν η απαραίτητη βιωματική εμπειρία των απολύτως δικών του συναισθημάτων. Μια εμπειρία που για άγνωστους σ΄αυτόν λόγους του είχε απαγορευθεί. Χωρίς κανείς να τον ενημερώσει ούτε για τις συνέπειες , ούτε για τους λόγους της απαγόρευσης. Λες και το δικό του παρελθόν ήταν ιδιοκτησία άλλου. Κάτι σαν ακρωτηρισμός των άγνωστων και εντελώς δικών  του πτυχών. Τα συναισθήματα του κρύφθηκαν σε καλά φτιαγμένες κρυψώνες που αγνοούσε την ύπαρξη τους.
    Μια αλυσίδα βιωματικών  εμπειριών  χωρίς την οποία , με απόλυτη σιγουριά δεν υπάρχει η δυνατότητα να χτίσει κάτι αποτελούμενο από βιβλία. Όταν το συνειδητοποίησε του απόμεινε η μοναδική διέξοδος που δεν ήταν άλλη από το να πάρει την ζωή του  στα χέρια του. 


Φωτογραφία Richard Tuschman 

Της Άνοιξης



Ακούστε το δυνατά!

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Τα σύμφωνα



    Βγήκες μια στιγμή από το θέατρο και περπάτησες στα σύννεφα. Μια μικρή αθόρυβη στιγμή έγινες μεγάλη. Ανακαίνισες την παρουσία σου.Έβγαλες τα παπούτσια σου και έφαγες όλα τα σύμφωνα. Ξυπόλητη φαινόσουν ολόκληρη γυμνή. Είχες όνειρα μαζί σου, απ΄αυτά που μέχρι πριν λίγο ήταν ισοβίως αποκλεισμένα. Άρχισες να φοράς όλες τις λέξεις της μέρας, να χαμογελάς, να φοράς όλα τα χρώματα. Ζούσες με όλες τις εκφράσεις. Χωρούσες σε όλες τις επιδιώξεις.
      Έτσι μόνο μπορούσες να μείνεις πιστή στη φαντασία σου. Διαφορετικά θα ήσουν μια μεγάλη, συνεχιζόμενη και πολλά υποσχόμενη δυσλειτουργία της μνήμης. Και αυτό δεν το ήθελες.

Όσο ακόμα κρατάει

 
 

         Είχε μόλις γυρίσει από την γιορτή . Άνοιξε το μικρό πορτατιφάκι , κάθησε πάνω στο χαλί, πήρε αγκαλιά στα πόδια της το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες και άρχισε να θυμάται.  Στην φωτογραφία αυτή σταμάτησε. Δεν θυμόταν ποιός την  είχε τραβήξει. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια του διαμερίσματος , την θέση της καρέκλας που καθόταν ο  Νίκος με τις σαπουνάδες γύρω από τα μούσια του και το μάγουλο παρατεταμένο για να το ξυρήσει. Την αφίσα του Morisson πάνω από το καλοριφέρ , τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο και το μόνιμα  ξέχειλισμένο από τσιγάρα τασάκι.
       Είχαν περάσει πολύ ωραία στην γιορτή. Έτσι και η Ασπασία αποφάσιζε να μαγειρέψει ,του έδινε και καταλάβαινε. Από παλιά είχε αυτό το χούι, ευτυχώς. Στην γιορτή ήταν και ο Γιώργος . Μόλις είχε γυρίσει από την Φιλανδία , είχε τελειώσει η σύμβαση του με το νοσοκομείο εκεί και ήρθε να δει τι θα κάνει. Τετοια ώρα , τέτοια λόγια. Μετά το φαγητό αραδιαστήκανε στους καναπέδες , κρατώντας  ο καθένας και ένα ποτήρι κρασί . Μιλούσαν, γελούσαν, θυμόντουσαν. Κουβέντες μελαγχολικές , μυρωδάτες και άλλοτε εντελώς ανούσιες . Στο διπλανό δωμάτιο τα πιτσιρίκια και η γνωστή βαβούρα τους. Η μόνη στιγμή που σταμάτησαν ήταν όταν η Ασπασία έβγαλε παγωτό με μπισκότα. .
     Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία. Είχαν γυρίσει από την σχολή και της ζήτησε να του ξυρήσει το μούσι. ''Μονάχα από τα χεράκια σου '' της είχε πει.
-Μα δεν ξέρω , δεν το έχω ξανακάνει .
-Όλα μαθαίνονται.
Γεγονός όλα μαθαίνονται. Πόσο μάλλον όταν θέλεις να δεις τα μούτρα της αγάπης σου χωρίς μούσι μια φορά.
     Όποιος τράβηξε πάντως την φωτογραφία θα πρέπει να στεκόταν στ΄αριστερά  και κάτω από την καρέκλα. Δεν θυμόταν. Θυμόταν όμως πως λίγη ώρα  πριν αρχίσουν το ξύρισμα είχε ξανακούσει από τον δεύτερο το ακαταλαβίστικο χείμαρο των λέξεων , κάτι σαν κουρνιαχτό. Μετά το τρίξιμο της μπαλκονόπορτας που άνοιγε και την γυναίκα με τα ξέμπλεκα γκρίζα μαλλιά  να βγαίνει και να δένει ένα ακόμα μικρό χρωματιστό κορδελάκι στα κάγκελα. Θυμόταν πως κάθε κάγκελο του μπαλκονιού είχε δεμένα δεκάδες χρωματιστά κορδελάκια που έδιναν στο μπαλκόνο μια εικόνα μπλεγμένης ουράς χαρταετού. Ενός χαρταετού που πιάστηκε και τερμάτισε άδοξα το  πέταγμα του .  Η γυναίκα έμενε λίγο στο μπαλκόνι κοιτώντας παγωμένα την απέναντι μιμόζα για δευτερόλεπτα και έμπαινε μετά μέσα. Τίποτα δεν της φαινότανε στα είκοσι της χρόνια παράξενο πάνω στην γυναίκα που έβγαινε με το νυχτικό , τα ξέμπλεκα μαλλιά , την κατακόκκινη κορδέλα που φορούσε στο λαιμό. Τίποτα εκτός από την ανελέητη  μοναξιά της.
     Λίγο πριν τραβηχτεί η φωτογαρφία είχαν ξανακούσει το ανθρώπινο κουρνιαχτό. Έσκυψε άπλωσε τρυφερά την σαπουνάδα πάνω στα γένια του και άρχισε το ξύρισμα. Θυμήθηκε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα απείρως  διαθέσιμο, να την γέμιζε εμπιστοσύνη. Κρατήθηκε όλα αυτά τα χρόνια το ίδιο. 
       Την γυναίκα του δευτέρου δεν την γνώρισε ποτέ και ας το ήθελε πολύ. Την έβλεπε τόσο συχνά να κρεμάει τα κορδελάκια της στο μπαλκόνι του ακάλυπτου και όμως δεν της είχε μιλήσει ποτέ. Μια μοναχική γυναίκα κρεμούσε στα κάγκελα , την τρέλλα της και την μοναξιά της . Μπροστά σε όλους , για χρόνια. 
     Ήταν ήδη πολύ προχωρημένης ηλικίας. Θα έχει σίγουρα  πεθάνει. Ίσως σε κάποιο άσυλο , σε κάποιο οίκο ευγηρίας, σε κάποιο νοσοκομείο. Μόνη. Στην ουσία όλοι μόνοι και γυμνοί θα πεθάνουμε. Όπως μόνοι και γυμνοί γεννηθήκαμε. Όμως μερικοί από μας είχαν την τύχη να μην προχωρήσουνε μόνοι , να ζήσουνε σε σπίτια γεμάτα από παιδιά, φίλους, συγγενείς. Σε σπιτικά που ζούσαν έγνοιες , έρωτες, πάθη . Που είχαν νοήματα και στηρίζαν ελπίδες. Σπίτια γεμάτα διαθέσιμα, αξιωμένα βλέμματα.
        Ξαφνικά θυμήθηκε πως τραβήχτηκε η φωτογραφία  . Είχαν ρυθμίσει την μηχανή , την στήσανε πάνω στο κρεβάτι και τρέξανε να απαθανατίσουν την στιγμή. Να χωρέσουν σε μια φωτογραφία το βλέμμα τους .  Γιατί ήξεραν πως όσο υπάρχει αυτό το βλέμμα, είναι σαν να ρίχνουν μια γροθιά στο θάνατο. Για όσο θα κρατούσαν  ακόμα θα μου πεις. Για όσο  κρατούσαν  ακόμα θα σου πω. Την φωτογραφία την τράβηξαν μόνοι τους. Από τύχη και για όσο ακόμα κρατάει.


 Φωτογραφία Andre Schmucki
   

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Αλησμόνητη




Ξύπνησε μια νεαρή
ανάμνηση
τεντώνοντας νωχελικά
τις ντελικάτες
πρωινές της σκέψεις.
Άραγε πόσο βαθειά
έχει χαραχθεί ;
Μέσα στη μνήμη
πόσο θα ζήσει
προτού οριστικά
το σάρωθρο της λήθης
ασυναίσθητα
τη σβήσει ;

Γιώργος Φακορέλης


Φωτό Ανν Λου

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Ανθεκτική στο φαινόμενο της παλίρροιας



Μερικές φορές μου ζητάς ακόμα να σε φροντίσω.
Να αφήσω στο τραπέζι δυό ενοχές , λίγες πολύτιμες πλάκες θάλασσα και λίγες πιθανότητες έκρηξης. Ρουφάω την κοιλιά μου τότε , χαμηλώνω το βλέμμα και ψάχνω στην  άδεια τσέπη  μου. Μήπως είναι εκεί κρυμμένα δυό χαμηλωμένα βλέμματα . Τουλάχιστον να σου αφήσω αυτά, πάνω στο τραπέζι, δίπλα στην φρουτιέρα. Κάποτε θα καταφέρω να διαφθαρώ απόλυτα από την γοητεία της συγκίνησης. Θα εκτεθώ γυμνή στην αυστηρότητα του λογικού νου. Σαν πιο ανθεκτική στο φαινόμενο της παλίρροιας, θα κλείσω την τρύπα στην υδροροή. Να σώσω εκείνο το κουτσό σαββατοκύριακο.
Αφήνοντας το φως να μπει σαν αμαρτία σε όλα τα φαρμακεία των πόλεων.


Ζωγραφική Egon Schiele '' Etude pour Danae''

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Koυρδιστό πορτοκάλι


 



      Τις παρουσίες στο παρουσιολόγιο. Τις απουσίες στο απουσιολόγιο. Όλα βαλμένα από τα χεράκια σου. Να  καρφώνεις στα τυφλά αυτόν που δεν είναι εδώ . Να σημείώνεις στα κρυφά απών ακόμα και όταν  τον βλέπεις χειροπιαστό , μπροστά σε μια πόρτα που τρώγεσαι να κλείσεις .  Αυτός εκείνο, αυτός το άλλο, αυτό έτσι. Εσύ τι ; Τα ίδια,  τα προφανή, τα τόσα. Τα λυπηρά, τα θλιβερά σου ίδια. Με φόβους σαν φοβίες και θεωρίες σαν πράξεις.
     Ένα κουρδιστό πορτοκάλι είσαι όλα τα χρόνια σου. Δεν χρειάστηκαν αόρατοι εχθροί και συνομωσίες για να ελέγξουν το μυαλό σου. Έλεγξες και ελέχθηκες όσο μπορούσες και όσο γινόταν.  Ίσως γι΄αυτό ακόμα μέσα σου δεν έχεις ησυχάσει. Πάντα υπάρχουνν άνθρωποι τριγύρω έτοιμοι  να ελέγξουν το μυαλό σου . Άνθρωποι με καλές προθέσεις , συναισθήματα και φόβους.  Άνθρωποι που μπροστά τους γίνεσαι καλό παιδί, τιθασευμένο για να κρύψεις την μεγάλη απορία  σου που εκείνοι κατάφεραν εύκολα αυτά που εσύ κατάφερες μόνος σου και δύσκολα.
      Κρυφή σκέψη. Ο έλεγχος των άλλων. Να ψάχνεις να είσαι εσύ η λύση. Σαν να είναι η λύση λαγούμι να κρυφτείς για να νιώσεις ασφάλεια και μια βραδιά να τα γκρεμίζεις όλα από πάνω σου με απίστευτη βιαιότητα και μίσος , που ακόμα ελπίζεις στην καλοσύνη των άλλων.
Πως να σταθείς , να συμπαρασταθείς , να προτοστατείς. Στις εξεγέρσεις σου, στις διεγέρσεις σου, ακόμα και στις πιο απλές αποφάσεις περί τόπου και χρόνου των σύντομων συναντήσεων. Να αναλαμβάνεις το βάρος της ανάλυσης των ενδεχομένων , του άγχους της αποτυχίας , του άγχους της επιτυχίας , της έλλειψης νερού.
      Η συνέχεια είναι εδώ γραμμένη και κυρίως άγραφη. Όπως χθες βράδυ που σου έδωσε ένα ποίημα να διαβάσεις γιατί του το ζήτησες και ένιωσες να ελέγχεις απόλυτα την συγκίνηση σου. '' Δικό σου είναι ; '' τον ρώτησες. ''Ναι, το Πούσι  είναι δικό μου ποίημα.  Έχω κάνει και την μελοποίηση. Γέλασες αναλογιζόμενη το μέγεθος της αφέλειας σου και ένιωσες την ζεστασιά της ελευθερίας της σαχλαμάρας σου . Που αν την πεις δεν έγινε και τίποτα και που δεν θα σε κρίνου γι΄αυτήν. Άλλα είναι αυτά για τα οποία κρίνεσαι. Θυμάσαι τι έκανες μετά ; Πήγες να δεις αν έχει ο σκύλος νερό. Η μόνη ζωή που θα ήθελες στην πραγματικότητα να ελέγχεις. Και για όλα τ΄'άλλα ίσως και επίτηδες αλλά δεν το θυμάσαι. Δεν θυμάσαι να συμβαίνει. Δεν το θυμάσαι να το πεις πως σας συνέβη.


Φωτογραφία Ανν Λου

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014