Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Eκκρεμότητες






Είναι άθλιο πράγμα να ζει κανείς  σε εκκρεμότητα , είναι η ζωή της αράχνης. 
Τζόναθαν Σουίφτ


Φωτογραφία Αντρέας Ζέρβας

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Στο φόβο του ταξιδιού κρύβεται η συνέχεια



    'Ετσι απλά , μια μέρα βρίσκεις τον εαυτό σου . Όπως πετάς τα κλειδιά γυρνώντας στο τραπέζι. Όπως κατεβάζεις το φαί από την φωτιά. Κύμινο , μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι. Σκουπίζεις τα λερωμένα χέρια σου στην λερωμένη σου ποδιά . Έτσι απλά παραδίνεσαι σ΄ένα βάθος μεγαλύτερο .
     Έχει η ενηλικίωση τους χρόνους της, την ένταση και την θεαματικότητα της. Αποκτάς όνειρα , φίλους, σχέδια αγωνίες , αποκτά το φαγητό σου μια γεύση μαγική. Γίνεσαι αυτό που όταν ήσουν παιδί ήταν απαγορεμεύνο. Σχεδόν εσύ , σχεδόν διάσημος. Μην κουνάς το ενήλικο κεφάλι σου, σίγουρος πως την έχεις ήδη κατακτήσει . Kάποια μικρή , αθόρυβη στιγμή γινόμαστε μεγάλοι.
     Έτσι απλά το αποφασίζεις . Σχεδόν καταστατικά.. Να αναγνωρίσεις τους όρους στην διεξαγωγή ενός παιχνιδιού που δεν δίνει ( αλλά δεν το ήξερες) ούτε φαβορί , ούτε αουτσαιντερ, παρά μονάχα χρόνο που απομένει ως το τέλος. Την κλεψύδρα που μετρώντας την θα αποτελέσει το μοναδικό κίνητρο στο αντιστάθμισμα της ζωής σου.
     Έτσι απλά γνωριστήκαμε. Το μοναδικό μας περιουσιακό στοιχείο. Των δυό μας,της παρέας μας, της γενιάς μας. Ίσως και το μοναδικό που μπορούμε να δηλώσουμε στην εφορία χωρίς να κινδυνεύουμε να πληρώσουμε επιπλέον φόρο. Όχι για τίποτα άλλο αλλά γιατί έχουμε ήδη πληρώσει πολύ , βλέποντας για ολόκληρες δεκαετίες το φθαρμένο μας είδωλο να απορεί. Και δεν μπορείς  να καταλάβεις  πως γίνεται ακόμα να απορείς , χωρίς να έχεις προλάβει καν να ρωτήσεις . Να δεις , να μιλήσεις.
      Πολλές φορές , συμβαίνει να επωμίζεσαι ένα ρόλο στην ζωή χωρίς να το επιλέγεις συνειδητά, να σε διαλέγει αυτός για να τον εκπροσωπήσεις. Αναγνωρίζοντας σου εκείνα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν την δυναμική του. 'Ετσι απλά έμπλεξες. Γνέθοντας το κουκούλι της δικής σου αθωότητας, μένοντας μακριά από παζαρέματα και σταυροδρόμια.
     Το που τελικά θα  φθάσεις είναι προσωπικό ζητούμενο. Σίγουρα όλα αυτά δεν είναι τα καλύτερα για να χαιδέψεις τ΄αυτιά σου αν πιστεύεις σε άλλου είδους κληρονομιές. Δεν είναι ούτε και το σταθερότερο βήμα που με το εκτόπισμα του θ΄ανοίξουν διάπλατα οι δρόμοι. Είναι όμως ό,τι ονειρεύτηκες για να εξουδετερώσει τον ήχο και την εικόνα ενός συστήματος που δεν σε περικλείει. Ό,τι μπορείς να κάνεις για να πολεμήσεις την νοοτροπία που σε ενοχλεί.
     Έτσι μια μέρα το αποφασίζεις και διαχωρίζεσαι από τον άλλο που παίζει όλη την μέρα σκάκι. Τραβάς τις διαχωριστικές σου γιατί το έμαθες πια. Όσο σκάκι και να παίζεις , τ΄άλογα θα κρίνουν το αποτέλεσμα. Εκείνα εκεί τα ευέλικτα άλογα που έχουν μάθει να δίνουν αγώνες σε δύσκολους καιρούς . Εκείνα που κάνουν ματ σε κρίσιμες στιγμές, ενώ ο άλλος έχει  βγει μπροστά και απειλεί τον βασιλιά. Να τ΄αντιγράψεις ξεχνα το. Δεν αντιγράφονται τ΄άλογα.
       Κι αν νιώθεις προσωρινά χαμένος, αδιέξοδος. Στο φόβο του ταξιδιού κρύβεται η συνέχεια.Τίποτα δεν τελειώνει πριν το τέλος. Θα το δεις.


Φωτογραφία Ελευθερία Αγγελάκη
http://photocircle.gr/content/view/436/140/lang,el/

Στον δάσκαλο και φίλο μου


Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Προτιμήσεις


Μου αρέσουν οι άνθρωποι που αρχίζουν τις προτάσεις τους με το ''άναρωτιέμαι΄΄. Που χωράνε το ίσως, που βαριούνται τις σιγουριές τους , που σκέφτονται, που αναθεωρούν. Οι άνθρωποι που γίνονται  χώρος και χρόνος.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Βλέμμα


   

        Είμαστε μαζί από τα νήπια. Περισσότερο την θυμάμαι στο γυμνάσιο. Με τα χέρια στις τσέπες , δίπλα στο παράθυρο που ανταλάσσαμε τις εφηβεικές μας κουβέντες.Το βλέμμα της να καρφώνεται στα μάτια και στα λόγια του συνομιλιτή της για να μην πέσει κάτω λέξη . Όταν τελείωνε η κουβέντα  , μόνο τότε ξεκολούσε το βλέμμα και έπεφτε αργά στα μποτάκια της, σαν να περίμενε μια απάντηση από τα κορδόνια . Ήταν λίγο πιο ψιλή απ΄όλες μας, πιο λεπτή από τον κάθε μέσο όρο. Γέλιο τρανταχτό και μάτια που ήσυχα σου στερούσαν κάθε σκέψη για ανούσιες περιστροφές .
        Δεν κατάλαβα ποτέ, γιατί εκείνη την Πέμπτη, μόλις είχε κτυπήσει το κουδούνι σταμάτησα να ακούω κάθε ήχο , έμεινα κολλημένη στην εικόνα. Χέρια που με άρπαξαν και με κατρακύλησαν στον δρόμο , κραυγές , η ματωμένη άσφαλτος, η σειρήνα του ασθενοφόρου, κάποια άλλα χέρια που με αγκάλιασαν, τα σταματημένα αυτοκίνητα,  όλοι παγωμένοι σ΄ένα κύκλο και στο μυαλό μου καρφωμένο το βλέμμα της Σοφίας στα μποτάκια της. Οι μνήμες μου από τα πρώτα λεπτά του ατυχήματος.
     Τα επόμενα βράδια δεν κοιμήθηκα. Στην άρχή όλο και κάποιες πληροφορίες πηγαινοέρχονταν , κάποια νέα πρόσφεραν επιπλέον εικόνες και κάποια συνέχεια. Μετά έπεσε σιωπή. Λίγους μήνες αργότερα άρχισαν να έρχονται καινούργιες σχολικές στιγμές, καινούργια βιβλία, φλερτ. Μετρούσαμε καινούργια ΄΄μαθαίνω΄΄και επίπεδες γεωμετρίες.
     Πρώτη φορά την άκουσα πριν την δω.  Ο μόνος λόγος που δεν την αναγνώρισα. Γελούσε δυνατά με κάποιον που είχε περιστοιχίσει το καροτσάκι με το ένα μποτάκι, το ένα κορδόνι. Όλοι παρατηρούσαμε το κενό από το γόνατο και κάτω. Εκείνη παρατηρούσε μόνο εμας. Μια λεπίδα που σε περίμενε να προσγειωθείς ήταν το βλέμμα της. Ανυπόμονο να σε λιώσει ακόμα περισσότερο και από όσο είχε λιώσει το αυτοκίνητο την σάρκα της.
     Επιδιοορθώσιμα. Σε λίγους μήνες σ΄ένα τεχνητό πόδι βολεύτηκε και το δεύτερο μποτάκι. Από κει και πέρα όποιος την γνώρισε δεν έμαθε ,πως ούτε η φωνή , ούτε το βλέμμα ήταν μέλη φυσικά. Μεταμοσχεύεται ο πόνος, με σχεδόν παντοτινό αποτέλεσμα . Ο δυναμισμός της απώλειας, η αλλαζονεία της δυστυχίας. Και να έχεις ακόμα να χάσεις , κανένας δεν μπορεί να σου στερήσει το παραμικρό. Όπως λέμε ελευθερία!
      Δεν ξαναστάθηκε ποτέ όρθια. Μέχρι που σκορπίσαμε σε πανεπιστημαικά αμφιθέατρα . Χαθήκαμε σε τόσα, ''δεν ξέρω'', ''δεν μπορώ'', ''θέλω'', ''δεν θέλω''.  Η Σοφία ανέβηκε ασθμαίνονατς ένα σκαλί . Δεν ξεμάκρυνε εκείνη, εμείς κοντοσταθήκαμε και κάθε βάσανο μας μεγάλωνε την απόσταση.
     Είναι πολλές οι φορές που ψάχνω το βλέμμα της. Μερίκα ηλιόλουστα , χειμωνιάτικα Σάββατα , δίπλα στο ό,τι κάνω  την αναπολώ. Την βλέπω να μου κλείνει το μάτι , να μου πετάει χαλικάκια όπως τότε στο σχολείο. Γλυστράει το χαλίκι στην τσέπη του μπουφάν. Ενθύμιο συνάντησης. Να το βρίσκω τους επόμενους χειμώνες, απόδειξη πως είμαστε ακόμα και οι δύο On the road.
      ''Άλλαξες'', λένε διστακτικά κάποιες φορές τα χέρια,τα βλέμματα που περιμένουν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο καφέ που παγώνει περιμένοντας την αναπόληση σου να τελειώσει. Όσο περισσότερο αλλαζόνας όμως είσαι , τόσο άλλη η αίσθηση σου για το κρύο και το ζεστό. Κάποια στιγμή εσύ τελειώνεις με όλα τα τεχνητά σου μέλη , γίνεται βάσανο αποκλειστικά των γύρω σου η συνύπαρξη με κάποιον που όσα πολλά και αν έχει ακόμα να χάσει , τίποτα δεν μπορείς να του στερήσεις . Με την όποια βαθμολογία σου.

Duane Keiser

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Όλα περνούν και φεύγουν



     Ήταν δεν ήταν σαράντα κιλά και δεκαεπτά χρονών. Στεκόταν λίγο πιο αριστερά από τις ηλεκτρικές πόρτες του σουπερ μάρκετ.Αμίλητη με τα μικροκαμωμένα χέρια της , βυθισμένα στις τσέπες του πανωφοριού της . Δεκάδες άνθρωποι περασαν βιαστικά μπροστά της. Έβρεχε.
      Τα δελτία καιρού είχαν δείξει εδώ και μέρες επιδείνωση. Αλλοπρόσαλλες άμυνες , έκτακτα μέτρα. Συνήθως ανεπιτυχή. Πολλοί θυμοί στην μεγάλη πόλη και η καρδιά να μην ξέρει πως να ντυθεί.
      Σιγά σιγά αρχίζουν τα πρώτα πλάνα για τις γιορτές. Στολίδια και φωτάκια από τις αρχές ακόμα Νοεμβρίου. Εκβιάζεται άραγε η χαρά ; Σε λίγο θα φωταγωγηθεί και η Σταδίου . Η πόλη της διαθεσιμότητας και της ανεργίας , θα προσπαθήσει να φορέσει τα καλά της. Σαν γυναίκα που θέλει να υποδεχθεί τον μεγάλο έρωτα. Δίπλα μου μια κοπελιά μιλάει στο τηλέφωνο για κάποιο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ.
      Αλήθεια δεν είναι περίεργο ; Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τις γιορτές χωρίς να ξέρουμε  ακριβώς πως να τις γιορτάσουμε. Κλείνουμε  ραντεβού, πάρτυ, ρεβεγιόν σε μαγαζιά, επισκέψεις στα κομμωτήρια. Δοκιμάζουμε να ξεπεράσουμε την θλίψη μας . Υπάρχει όμως αλήθεια τίποτα πιο μελαγχολικό από μια γιορτή που δεν μπορείς να την γιορτάσεις γιατί η συμμετοχή σου σ΄αυτήν είναι από εφήμερη ως τυχαία ;
       Εκεί πια μιλάς για μοναξιά . Και όταν μιλάς για μοναξιά , δεν μιλάς για κάτι που επιλέγεις ή απορίπτεις. Μιλάς για κάτι που απλώς υπάρχει και πρέπει να το αποδεχθείς. Είναι σαν να ξυπνάς ένα πρωί από ένα ύπνο βαθύ και να λες θα χτίσω την ζωή μου με αυτό αφετηρία. Με το να ξεκινάς τα Χριστούγεννα από τον Νοέμβριο , που έχει μόλις τελειώσει το καλοκαίρι και να τα φτάνεις ως τις Απόκριες που και αυτές θα τελειώσουν το Πάσχα , για να ξεκινήσει ένα πρόωρο καλοκαίρι που θα τραβήξει ως τα επόμενα Χριστούγεννα , δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να μεταμφιέζεις τις ημερομηνίες , προσβλέποντας σε μια γιορτή που πρώτα απ΄όλα δεν υπάρχει μέσα σου.
       Εξακολούθησε να στέκεται στο ίδιο σημείο παρόλο που η βροχή δύναμωσε. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας.

-Πως σε λένε ;
-Ειρήνη
Σιωπή. Προσπάθησε να μιλήσει διστακτικά.
-Είμαι ανύπαντρη και άνεργη μητέρα.
   
    Από όποια γωνιά και να το κοιτάξεις είναι λάθος. Σκηνικό είναι τα ζαχαρωτά Χριστούγεννα , όλα περνούν και φεύγουν. Μου τελειώσαν τα ψέμματα. Τα πήραν οι Μάγοι και μου αφήνουν για ενθύμιο τα δώρα τους ενθύμια της φρίκης. Καλά θα κάνουμε να το πιστέψουμε ότι όσο υπάρχουν συνάνθρωποι που υποφέρουν , κανείς δεν θα είναι καλά. Κι αν φέτος  χιονίσει , δίπλα στο μεγαλο δέντρο της πλατείας Συντάγματος , θέλω να πάω να φτιάξω ένα θλιμμένο χιονάνθρωπο. Θα του βάλω δυο κάστανα για μάτια . Θα του κάνουν παρέα όλοι οι περαστικοί ή οι μόνιμοι της πλατείας που τρίβουν τα χέρια  τους για να ζεσταθούν.  Για να μην νιώθει μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο.
   

Ζωγραφική Alex Hall

Δημοσιεύθηκε http://www.vetonews.gr/editorial/item/20368-ola-pernoyn-kai-feygoun     

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Oλιγόλεκτο 4



Στα πακέτα των τσιγάρων έγραφε ποιήματα.
Ηδονοβλεπτικά, άστατα, πλανόδια.
Αναβράζοντα δισκία




Φωτογραφία Stanco Abatzic

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ολιγόλεκτο 3




Ο άνθρωπος αυτός προχωρούσε κουβαλώντας την ακινησία του.
Όταν έφθασε στην ημερομηνία λήξης της αμφισβήτησης , ονόμασε το διήγημα του υπερβολικό.



artwork Gilbart Carsin




Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Ολιγόλεκτο 2




Όνειρα έβλεπε μόνο κοιμισμένη.
Όταν το συνειδητοποίησε , άνοιξε  μια μεγάλη τρύπα  στον ύπνο της και πέρασε απέναντι.



artwork Adam Caldwell

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ολιγόλεκτο 1



Είπε να μεγαλώσει . Μαζί  μεγάλωσαν οι λέξεις του.
Δεν αναρωτήθηκε ξανά που πάνε οι λέξεις όταν μεγαλώσουν.


artwork Kaitlin Rebesco

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ρίσκο




      Περιμένοντας πότε θ΄ ακουστεί ένα ''αναρωτιέμαι''.
Μνήμη επωνύμων, μνήμη ανωνύμων, μνήμη αυτών που δεν έχουν όνομα.
Μνήμη για ν΄αντισταθμίσουμε ισορροπώντας στο πεδίο της ευθύνης μας.
Τι να υπάρχει πίσω απ΄αυτό που βλέπουμε; Απ΄αυτό που φοβόμαστε ; Απ΄αυτό που ζούμε ; Κυλάμε σε ράγες που εγκατέστησαν στις γνωστές διαδρομές οι εργολάβοι της ζωής μας. Τα βήματα μας συνεχώς στραμμένα προς τα κει  που δεν υπάρχει φόβος. Χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, να πούμε ένα αναρωτιέμαι τι θα ήθελα να είναι διαφορετικά και απ΄αυτά ποια έχουν αξία. Περιμένοντας τα δύσκολα από τους άλλους τ΄εύκολα από τους εαυτούς μας.
      Ο χειμώνας προχωρά και εμείς συνεχίζουμε να γράφουμε για ό,τι δεν ζούμε και για ό,τι δεν έχουμε. Η υγρασία των λέξεων μας είναι απαραίτητη . Μ΄αυτές αντιλαμβανόμαστε επαρκώς τα οδυνηρά μας διαλλείματα. Συννενοούμαστε πια με λίγες λέξεις και αυτές άσχημες. Αυτές ορίζουν την ζωή μας. Φτώχεια, βία, τα μέτρα, το χρέος.
     Αναρωτιέμαι αν δεν βλεπουμε πως νοθεύουμε πράγματα, γεγονότα, στιγμές, πρόσωπα, καταστάσεις, δημιουργώντας νέο χρέος. Μια διαρκή έκπτωση ζωής, που μας επιτρέπει να παραμένουμε ικανοποιημένοι απλά στο μέγεθος μας. Χωρίς το παραμικρό ρίσκο.
     Και  βρισκόμαστε λίγο πολύ εκτός θέματος. Αλλά το έχεις ξαναδεί, και εκεί που λες τελείωσε , εκεί ξαναρχίζει απ΄όπου ξεκίνησε και αυτό οι σοφοί το λένε ζωή. Καλά θα κάνουμε και εμείς να αρχίσουμε να το λέμε το ίδιο. Γιατί ζωή δεν είναι μόνο ό,τι ζεις, αλλά κυρίως ό,τι ονειρεύεσαι ότι θα ζήσεις ή καλύτερα ότι σου απαγορεύουν να ζήσεις. Αυτό το ρίσκο είναι το όνειρο.
      Και αυτό το όνειρο είναι τόσο μοναχικό στη σύλληψη του και τόσο συλλογικό στη διάθεση του,  όσο ένας περίπατος δύο αγγέλων στην άδεια Πανεπιστημίου , μιας πόλης έρημης λόγω διάλυσης.


Φωτογραφία από την '' Κόκκινη ταινία'' Κριστοφ Κισλόφσκι


http://www.vetonews.gr/editorial/item/20312-risko

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Όταν χαμογελάσουν ξανά οι ημερομηνίες



   
      Πριν να ξεσπάσει η κρίση είχε ξεχρεώσει τα τρία τέταρτα του σπιτιού . Σαν να λέμε σαλόνι, κουζίνα και λουτρό. Έμενε τώρα μόνο η κρεβατοκάμαρα. Δύσκολες εποχές να ξεχρεώσεις την κρεβατοκάμαρα.
      Καθημερινός επιβάτης του τραίνου των 07:00 . Πιανει θέση πάντα δίπλα στο παράθυρο. Με το αριστερό του χέρι ακουμπά με τον αγκώνα το τζάμι και με το δεξί ξεφυλίζει μια free press που βρήκε στον σταθμό. Διαβάζει ειδήσεις μηχανικά . Διπλώνει την εφημερίδα και την ακουμπά στα γόνατα του . Ανοιγοκλείνει δυό τρείς φορές το κινητό , ανταλλάσει ματιές με τους υπόλοιπους . Έχει τύχει να κοιτάξει και μένα. Όταν έχει γεμίσει το βαγόνι ανεπίδοτα βλέμματα, έχει φθάσει και η ώρα να κατέβει. Εδώ και 18 χρόνια η ώρα που τερματίζει η πρωινή του διαδρομή είναι 7 και 25. Ευτυχής που ακόμα έχει πρωινή διαδρομή.
      Τον τελευταίο καιρό δεν νιώθει πολύ καλά. Όλο και περισσότερο θυμάται τον Λευτέρη. Ένα σύνολο όλων αυτών που περίσσευαν ήταν ο Λευτέρης, ένα συνοθύλευμα ρόλων. Ένα δημιούργημα της φαντασίας του. Μια μικρή , ανύποπτη στιγμή τον είχε επινοήσει. Ήταν ακόμα παιδί , όταν χωρίς να το θέλει και χωρίς σχεδόν να το καταλάβει απομακρύνθηκε απ΄αυτά που ποθούσε. Τότε ζήτησε από τον Λευτέρη να του φέρει όλα αυτά που εκείνος δεν μπορούσε.
      Από τότε , μπροστά σε όλα αυτά που δεν μπορούσε έστελνε εκείνον. Όταν δεν άντεχε, όταν δεν ήξερε, δεν θυμόταν , δεν ρωτούσε, δεν προσπαθούσε, δεν έβλεπε, δεν άκουγε, έστελνε εκείνον να καθαρίσει και να  μαζέψει. Ήταν ο καλύτερος του φίλος μόνο που Λευτέρης δεν υπήρχε.
     Μια μέρα, ήταν τέλος του καλοκαιριού και έπρεπε να πάει επειγόντως στο χωριό.  Θα ακολουθούσε από πίσω το αυτοκίνητο με το φέρετρο του πατέρα του. Θα έβλεπε όλα αυτά που αγάπησε σαν παιδί , που τον διαμόρφωσαν και τον καθόρισαν να περνούν για τελευταία φορά μπροστά από τα νεκρά του μάτια. Ζήτησε από τον Λευτέρη να πάει μαζί του. Να κοιτάει κι αυτός , μέσα στο λαμπρό μεσημέρι , από το ανοκτό παράθυρο. Αλλά ο Λευτέρης δεν πήγε , δεν ήταν πια εκεί.
        Και τώρα με ποιόν θα πάλευε τις αμφιβολίες του ; Η αλήθεια είναι πως ο Λευτέρης τον έκανε να πιστέψει πως από μικρό παιδί μαθαίνεις την αλήθεια. Δεν έμαθε ποτέ τι έκανε τον Λευτέρη να φύγει. Αν ήταν οι δυό γάμοι, οι τρεις τέσσερις σχέσεις ναυάγια ή τα γραμμάτια και η κακή διαχείρηση όλων αυτών. Όπως δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει , τι έγινε και δεν πήρε πάλι τις αποφάσεις που χρόνια τώρα τριγυρνούσαν στο κεφάλι του. Τι τον έκανε να εξακολουθεί να ξοδεύεται σε ανείπωτη θλίψη και νοθευμένα ποτά. Έτσι που να γεμίσει ελπίδα . Να μεγαλώσουν οι αποφάσεις , να βρουν δύναμη να το σκάσουν και να γίνουν ζωή. Μήπως και χαμογελάσουν ξανά οι ημερομηνίες. Και για λίγο θυμηθούμε πόσο πολύ θέλαμε να πιάσουμε στα χέρια μας την άκρη του ουράνιου τόξου. Όπως εκείνο το ''φτου ξελεφτερία'' που λέγαμε μικροί και ορθώναμε άμυνες ιδανικές στην επίθεση του χρόνου.
   

Φωτογραφία Yannis Kalas

http://www.vetonews.gr/editorial/item/20262-otan-xamogelasoun-ksana-oi-imerominies     

http://bibliotheque.gr/?p=31083

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Μέρες νοσταλγίας







      Κάποιες μέρες νοσταλγίας, τρέμει το σαγόνι, βρέχει πρασινάδες, ο σκηνοθέτης έχει την επίσημη πρώτη της καινούργιας ταινίας , οι φίλοι σου είναι όλοι φοβισμένοι και τριγυρνούν έξω, κάνει όμως κρύο και αρχίζουν να γυρνάνε σιγά σιγά και εσύ αρχίζεις να πιστεύεις πως δεν γίνεται παρά να όταν ο θάνατος μεγαλώσει πολύ και γεράσει να ξαναγίνει ζωή . Έτσι και μόνο για να ξαναβρεθούμε.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Στα σκαλάκια



     Κρατούσα σφιχτά το βιβλίο που είχα μόλις αγοράσει . Περνώντας έξω από το νοσοκομείο  είδα τον Γιάννη τον Αλβανό ψιλικατζή να κάθεται στα σκαλάκια έξω από το ψιλικατζίδικο.
Με κέρασε τσιγάρο. Κάπνιζε κι αυτός. Μια καθαρή εικόνα ανθρώπου της βιοπάλης.
- Εσύ βρε Γιάννη αφού είσαι Αλβανός πως λέγεσαι Γιάννης ;
-Τι να σου πω ξέρω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια το συνήθισα κι εγώ.
    Κουβέντα στην κουβέντα φθάσαμε στα ψυχικά βάρη του ανθρώπου. Γενικά στην αρχή . Τα προβλήματα και τ΄αδιέξοδα μας. Πρώτα μιλήσαμε για τα δικά μου. Που ήμουν αυτή που είχα την δυνατότητα να περπατώ αγκαλιά μ΄ενα βιβλίο. Ενώ εκείνος από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μέσα σε λίγα τετραγωνικά, άπλωνε  τα χέρια του παίρνοντας λεφτά και δίνοντας πράγματα. Που και που μονάχα καθόταν στα σκαλάκια. Το έβρισκε άδικο αυτό. Το παραδέχτηκε. Παραδέχτηκε επίσης πως δεν είχε φίλους να μιλήσει γι΄όλα αυτά . Γιατί χωρίς χρόνο πως να έχεις φίλους ;
     Πολύ γρήγορα φθάσαμε και στα δικά του ψυχικά προβλήματα. Τα ψυχικά προβλήματα διακόπτονταν  από διάφορες μάρκες τσιγάρων , από εφημερίδες και περιοδικά , σοκολάτες , μέχρι και προφυλαχτικά. Ο Γιάννης έδινε , έπαιρνε τα χρήματα, έδινε τα ρέστα και ό,τι του είχε ζητηθεί και κατέβαινε πάλι στα σκαλάκια.
     Τα ψυχικά βάσανα όλο και μεγάλωναν χωρίς ποτέ να γίνονται συγκεκριμένα. Όλο και περισσότερο καταλάβαινα πως κάτι παραπάνω ήθελε να μου πει , αλλά δεν ήξερα τι. Την στιγμή που ήρθε ένας πελάτης και του ζήτησε spray για κουνούπια, μου έσπρωξε ένα χαρτί. Σ΄ένα παλιό διπλωμένο λογαριασμό της ΔΕΗ είχε σημειώσει τις συμβουλές ενός ψυχολόγου. Είχε υπογραμμίσει την λέξη εκδραμάτιση. Δεν έφθαναν τα βάσανα του, τον βασάνιζαν και οι λέξεις.
      Θυμήθηκα τότε πως προχθές την ώρα που γύρναγα από τη δουλειά , στα σκαλάκια έξω από την εκκλησία , καθόταν ένας αγουροξυπνημένος ρακένδυτος άνθρωπος. Το πρόσωπο του ήταν όμορφο  και χαμογελαστό. Μια σακούλα δίπλα στα πόδια του , στο τελευταίο σκαλί , έμοιαζε να είχε μέσα όλο το σπίτι του. Στο μέτρο ένας κάδος. Στα μάτια του έβλεπα πως κάπου, κάπως, κάποτε είχε περάσει μια γεμάτη ζωή. Δεν θυμάμαι τι είπα, πάντως μου απάντησε ΄΄υποφέρω εδώ, θέλω να φύγω.΄΄ Του έδωσα τα προτελευταία μου λεφτά.
    Ντυμένη με μια ψεύτική ψυχραιμία τον ρώτησα αν είχε φάει τίποτα,
-Όχι μου απάντησε. Αλλά θα φάω το βράδυ και με μια σχεδόν χαρούμενη κίνηση μου έδειξε τον κάδο. Νομίζω έβγαλα μια κραυγή. Άρχισα να μασάω τα λόγια μου, όπως φαντάζομαι σε λίγες ώρες θα μασούσε τα μασημένα φαγητά που θα έβρισκε στον κάδο.
    Εδώ μπροστά μου είχα ολοζώντανο , στο φυσικό του μέγεθος ένα από τους φτωχούς ήρωες των παιδικών μου βιβλίων. Ένας άγνωστος που μου είχε κολλήσει το στομάχι του στ΄αυτί μου.
      Δεν τελειώνει πουθενά αυτή η ιστορία. Πάντα οι άνθρωποι θα κουρνιάζουν σε σκαλάκια. Θα δίνουν και θα παίρνουν με τα χέρια για να ζήσουν . Και πάντα ακόμα και μέσα από έναν βρώμικο κάδο , ένα χέρι θα θελήσει να πιάσει το δικό σου. Και εσύ θα πρέπει να βρεις πως να μην παραμείνεις ο σχεδόν που ζει το παραλίγον κάτι.
Αυτό είναι όλο.

Art work Alex Ferreira

Στην aixmi
http://www.aixmi.gr/index.php/sta-skalakia/?fb_action_ids=741473769213275&fb_action_types=og.likes&fb_source=other_multiline&action_object_map=%7B%22741473769213275%22%3A419706311485284%7D&action_type_map=%7B%22741473769213275%22%3A%22og.likes%22%7D&action_ref_map=%5B%5D

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Το λησμονόχαρτο



      Φαντάζομαι να μιλούν στα παιδιά. Να απαντούν στις ερωτήσεις τους. Κάποιοι γύφτοι κλέψανε το παιδί . Το αγοράσανε, το πουλήσανε, το βάλανε να ζει  μέσα στην βρώμα, να δουλεύει γι΄αυτούς. Φαντάζομαι την βαριά , αδιασάλλευτη, παγερή  σιωπή όταν δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Φαντάζομαι να παρακολουθούν το βλέμμα του δικού τους παιδιού, να πέφτει πάνω στην Μαρία. Να σιγουρευτούν πως είναι βλέμμα  φόβου, αποτροπιασμού, αναλόγου μεγέθους με το σκάνδαλο που σκίζει τον αέρα της καθαρής  φιλήσυχης γειτονιάς τους. Ένα βλέμμα μιας βαθύτερης ικανοποίησης. Εκείνοι είναι οι καλοί, οι σωστοί, οι καθαροί.
       - Πως λένε το κορίτσι μαμά ;
Δεν ξέρουμε πως το λένε αληθινά. Δεν χρειάστηκε όνομα, κι αν είχε μπορεί να μην είναι το δικό της.. Μπορεί Μαλάμω, Σοφία. Μαρία την φωνάζανε. Τι σημασία έχει το όνομα. Φαντάζομαι να μην προχωρούν παραπάνω οι απαντήσεις. Γιατί μετά θα έπρεπε κανείς να πει, πως είναι η Μαρία που ακολούθησε κάποιους που πίστεψε γονείς , όπως ακολουθεί κανείς μια υπόσχεση, μιας άγνωστης φωνής. Που είχε ελπίδα πως αυτή η φωνή θα κάνει κάθε φόβο υπόθεση μακρινή. Όπως κι εσύ δηλαδή και εγώ. Η κάθε Μαρία , το λησμονόχαρτο μας, για να ξεχάσουμε την φτώχεια μας, την επισφάλεια , την απόγνωση μας στους πολύ δύσκολους καιρούς .
     - Γιατί έχει κοτσίδα μαμά ; Σημάδι ενός μητρικού χαδιού, μιας άλλης ανθρωπιάς.
    Φαντάζομαι να κατευθύνουν τις σκέψεις, να υψώνουν τοίχους, να μπουκώνουν τις καρδιές με φόβο και μίσος για κάθε τι που ξεχυλίζει, που δεν τους μοιάζει. Να τους μαθαίνουν νέες λέξεις για όλα αυτά που δεν είναι στα μέτρα τους. Το λεξιλόγιο μιας γλώσσας που θα τους χρειαστεί για να χτίσουν τις φυλακές τους και να είναι όσο πιο ανήλιαγες μπορούν.
     Το κοριτσίστικο σώμα υποφέρει τώρα. Φαντάζομαι την σιωπή που τυλίγει αυτή την αλήθεια. Υποφέρει από την πραγματικότητα της φωτογραφικής σκληρότητας. Τώρα πλέον είναι αλλού. Τα χέρια του σφίγγουν ένα παιχνιδάκι. Κάποιοι τόποι χάθηκαν , το ίδιο κάποιες σταθερές. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ΄αυτό γιατί οι σταθερές ήταν σκουρόχρωμες και σκουρόχρωμες σταθερές σημαίνει εισβολή εχθρού.
     -Γιατί δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε μαμά; Δεν είναι δική μας δουλειά.
 Φαντάζομαι τους άλλους που έχουν αναλάβει την βοήθεια. Σίγουρη για την ορθότητα του δικού τους συστήματος και κόσμου. Σίγουροι πως όσο υπάρχουν Μαρίες να σώζουν από τους βρώμικους, οι ίδιοι θα είναι πάντα καθαροί.
     Φαντάζομαι να γυρνούν από τη δουλειά, να τρώνε το φαγητό τους με κρύα χέρια, να ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους με ψυχρό κορμί. Να αγκαλιάζουν και την ίδια στιγμή να φωλιάζουν ανυποχώρητο , ωμό μίσος.
     Μάνα δεν γίνεσαι όταν γεννήσεις. Γυναίκα δεν γίνεσαι όταν πλαγιάζεις σ΄ένα κρεβάτι, άνθρωπος δεν γίνεσαι όταν ανταλάσσεις  λύσσα και πολεμικές ιαχές. Με την ανθρωπιά μας γινόμαστε άνθρωποι. Με την ανθρωπιά μας γι΄αυτή την Μαρία, για την άλλη Μαρία, με την άλλη πλεξίδα  που την έπνιξε το κύμα καθώς πάλευε ανάμεσα σε ξύλα και σίδερα προσπαθώντας να βρει απάγκιο σε μια νέα πατρίδα. Για την κάθε Μαρία.
     Η ανθρωπιά , μας κάνει ανθρώπους ενός  πολιτισμού που τους χωρά όλους, που δεν μας μετατρέπει σε στατιστικά νούμερα, και έκπτωτα μιας ανερμάτιστης νομοθεσίας. Η ανθρωπιά μας κάνει τον φόβο μας να νικάμε. Και η βοήθεια στην κάθε Μαρία είναι και  δική μας δουλειά.

ζωγραφική Richard Diebenkorn 

Στο vetonews
http://www.vetonews.gr/editorial/item/20073-to-lismonoxarto        
aixmi
http://www.aixmi.gr/index.php/to-lismonoxarto/

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Μελισσόχορτο και λεμόνι





     H ακινησία με σκοτώνει, σκεφτόταν μπροστά στον καθρέφτη καθώς υπογράμμιζε το μάτι της μ΄ένα μαύρο μολύβι.
     Βγαίνοντας από το σπίτι Δευτέρα απόγευμα  , βρέθηκε μπροστά σε μια φθινοπωρινή καταιγίδα. Γκρίζος  ουρανός, βαρύς και το χώμα να μυρίζει βροχή. Πέρασε από το μαγαζάκι της γειτονιάς να αγοράσει μια χάρτινη κούπα τσάι.
      Σε μια στάση στο Κηφισσό   περιμένει το λεωφορείο. Ένα μικρό ταξίδι μέσα στην πόλη. Με μια κούπα αχνιστό πράσινο τσάι  με μελισσόχορτο και λεμόνι να της ζεσταίνει τα χέρια. Ένα απαλό αεράκι της ανακατεύει τα μαλλιά , δύο στάλλες της βροχής στέκονται να γνωριστούν πάνω στην μύτη της. Το βλέμμα της στέκεται στην σειρά των στύλων της ΔΕΗ που χάνονται στην απέναντι όχθη του δρόμου.   Οι μέρες πήραν να μικραίνουν .
       Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο , μύριζε ξανά υγρή γη. Κινείται μηχανικά μέχρι τη βιβλιοθήκη . Στην διαδρομή ο  ουρανός γίνεται πιο σκοτεινός από τα σκούρα σύννεφα και ο ήχος από τις βροντές γίνεται πιο δυνατός. Το μυαλό ξεστρατίζει και πάλι, μακριά από απλήρωτα και ληγμένα.
       Βρίσκεται τώρα στην ίδια θέση όπως συνήθως. Στον πέμπτο όροφο του κτιρίου της βιβλιοθήκης.  Στο μέρος αυτό που ονομάζει '' γραφείο'' και είναι το πιο μικρό απ΄όλα τ΄άλλα γειτονικά. Αλλά έχει θέα από το αστεροσκοπείο μέχρι τον Πειραιά. Όλη η πόλη στα πόδια σου που λένε. Βλέπει τα φώτα της πόλης να ανάβουν ένα ένα. Τα κτίρια να φωτίζονται. Στους απένατι δρόμους  τ΄αυτοκίνητα να κινούνται πέρα -δώθε . Οι άνθρωποι περπατούν   κάτω από τις ομπρέλες τους.
        Είχαν δεν είχαν περάσει  δυό ώρες που την ξανακοίταξε με εκείνη την βαθιά του ματιά . Μ' αυτή που της έλεγε '' σαν να μην πέρασε μια μέρα''. Κι ας άσπρισαν δυό τρίχες. Κι ας τους χτύπησε και ο φόβος της αρρώστιας.  Τρώγανε και όπως πάντα κοιτούσαν μαζί  προς την ίδια κατεύθυνση , λέγανε τα πάντα χωρίς να λένε τίποτα.
- Σε μισή ώρα φεύγω για την δουλειά.
- Τηλεφώνησε μου αν θέλεις να έρθω να σε πάρω από την στάση , το βράδι.
        Το βλέμμα χάνεται στα φώτα της πόλης, οι σκέψεις στο δικό τους βιολί. Αναρωτιέται τι θα γινόταν  αν έμπαινε σ΄ένα τραίνο για να κυνηγήσει κάποια όνειρα που δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει . Να κυνηγήσει συναισθήματα που δεν μπόρεσε να ανταμώσει. Το φθινόπωρο σκέφτεται είναι μια εποχή να την ζει κανείς μόνος του. Την ίδια ώρα ξέρει πολύ καλά πως λέγοντας το αυτό , ψάχνει το ΄΄άλλο της φθινόπωρο''. Μεγάλωσε και το άλλο της φθινόπωρο δεν ήρθε. Και όταν ήρθε εκείνη βρισκόταν ήδη κάπου αλλού και δεν συναντήθηκαν.
      Η ζωή θέλει πάντα να αποζητούμε ό,τι δεν έχουμε, σκέφτεται . Είναι μεγάλη υπόθεση η συνειδητοποίηση του τι δεν έχουμε. Είναι δύσκολο να σταθείς και να παραδεχτείς στον εαυτο σου , ότι ξέρεις τι είναι αυτό που λείπει από την ζωή σου. Να πεις,  δεν έχω αυτό.
Και μετά να το ζυγίσεις.  Μήπως είναι αερικό ; Ένα φτερό που το κυνηγάει ο αέρας μεσα στην βροχή ;
     Βρέχει ακόμα . Ο άντρας στο απέναντι παράθυρο φέρνει το τσιγάρο στο στόμα του. Το κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Οι σταγόνες στο παράθυρο το κάνει να λάμπει. Ο ήλιος στα χέρια σου που λένε.
     Γυρίζει , φτιάχνει λίγο τα χαρτιά πάνω στο γραφείο . Έξι παρά τέταρο. Σε λίγο θα έρθει το πρώτο ραντεβού. Πίνει μια γουλιά τσάι . Την πιάνει ξανά η μυρωδιά του μελλισόχορτου. Θυμάται την μυρωδιά του στον καναπέ , όταν της έλεγε να μην φοβάται τις αστραπές και την φιλούσε απαλά στα δάχτυλα.
Από το ραδιόφωνο ξεπηδάει η μελωδία του  Djiango Reinhardt   στο  '' Tea for two'' .
Στην τελική δεν θα το έλεγες ακινησία αυτό.


     
      

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Γενέθλια







     Αγάπησα την βροχή πολύ. Πάντα περισσότερο απο τον ήλιο την πίστευα. Αγάπησα τον άνεμο. Τα αδέσποτα σκυλιά. Τα τραγούδια που μιλάνε για αλήτες, φεγγαρολουσμένους. Αγάπησα τις ασπρόμαυρες στιγμές και τις πολύπλοκες μυρωδιές της μνήμης. Αγάπησα τον άνεμο , τα όμορφα και σιωπηλά παιδιά που χάνονται στην νύχτα. Πιο πολύ αυτά εμπιστεύθηκα. Αγάπησα τα μάτια που μοιάζουν με κρασί. Τους δρόμους που με παίρνουν για να ξεχνώ την πίκρα. Αγάπησα την βροχή πολύ. Μου φαινότανε πάντα πιο αληθινή. Ένιωθα πως θα κρατούσε περισσότερο. Αγάπησα τα όνειρα και ας τα ξεθώριαζε καμιά φορά η ζωή. Αγάπησα τους ναυαγούς που αρνήθηκαν  σε στιγμές ενήλικες να γίνουν. Και όταν φοβήθηκα  φοβήθηκα προσπάθησα να κρατήσω τις ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα.
Ζηλεύει καμιά φορά η ζωή τα όνειρα, δεν τα προχωρά , τα κρατά , τα σφίγγει στη φούχτα της, τα πνίγει. Γνωρίζουμε ήττες τότε και ζούμε αδιέξοδα, ανατροπές και ματαιώσεις. Πόρτες κλειστές και γέφυρες κομμένες. Της πικροδάφνης τα λουλούδια στα δάχτυλα μας.
      Αγάπησα τις διπλανές  μου πολλές, γνωστές και άγνωστες αναπνοές . Μωβ αναπνοές. Αυτές που στέκονται και  περιμένουν να νυχτώσει και άλλο η νύχτα μήπως έρθει στο τέλος η παρηγοριά. Τις περισσότερες φορές οι πιο  μεγάλοι πόνοι κλαίνε σιωπηλά.
      Αγάπησα τα κείμενα που γεμίζουν αναμνήσεις μιας  κοινής ζωής. Αυτά πάντα έψαχνα. Αυτά θαύμαζα. Άλλωστε δεν είναι  παρά αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Τα κείμενα που περιγράφουν με συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί , όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί , όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του , όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός . Αυτά που χαράζουν γραμμές και συνθήκες που δίνουν σχήμα σε μια  ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε . Σ' αυτή την ζωή όμως και όχι σε μια άλλη , ματαιωμένη.
       Αγάπησα τις λέξεις των μικρών αφηγήσεων. Τις ελλειπτικές, αυτές που αφήνουν τον καθένα μας να διεκδικήσει τον δικό του χώρο , στο κοινό βίωμα. Τις αφηγήσεις που ματώνουν τις ματαιώσεις μας , που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας και μας ξεβολεύουν . Τα λόγια που η ηχώ τους δεν γίνεται συνήθεια , που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε  και σε όλα, αλλά που προσπαθούν να μάθουν να ζουν. Μέχρι που το καταφέρνουν και ζουν. Ελαφρά και την ίδια στιγμή επώδυνα. Και πάντοτε εντός μας.
      Όλα αυτά είναι οι δικές μου προβολές και σκέψεις . Εδώ και δύο χρόνια τις έβαλα σε μια ηλεκτρονική σελίδα και τις ταξιδεύω. Μια σελίδα που μου χάρισε το δώρο να μην κουβαλώ την χαρά με ενοχή. Να μπορώ να παραδίνομαι στο καυτό ήλιο του μεγάλου καλοκαιριού άνευ του φόβου της έκθεσης. Και γι ' αυτά τα δώρα σας ευγνωμονώ. Τους γνωστούς, τους άγνωστους φίλους που περνάτε από δω.  Γιατί χωρίς εσάς δεν έχει  κανένα νόημα.
       
   

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Ποίηση , μια υπόθεση κοινωνική




Και εσύ σκάβεις
Και εγώ σκάβω μέσα μου, ως εσένα.
Paul Celan
 
     'Οταν σκύβεις πάνω από το άδειο χαρτί για να γράψεις , είσαι όπως ο τυφλός που κρατάει το μπαστούνι του. Μια διαδρομή βημάτων ανάμεσα στο   παιχνίδι  της αθωότητας και στο βάσανο της αστάθειας. Ξεφλουδίζεις τις μέρες σου σ΄ένα έναθρο αγκομαχητό.
     Και είναι το ίδιο εδώ όπως και στους  ψαράδες της στιγμής ,στις γέφυρες  του Βοσπόρου . Στους περαστικούς  που γυρνούν μετά από βραδιές που πέρασαν ακούγοντας  ηδονικούς  αμανέδες. Και είναι το ίδιο που οδηγεί γερμανόφωνους ή όχι να παγιδευόμαστε στην γοητεία των λέξεων του Gunter Grass όταν '' ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι '' αφήνει να πέσει  μπροστά μας  κομμάτια από το μίσος που σαν μολύβι  πότισε τα πόδια του και να πάρουμε όλοι μαζί βαθιές ανάσες.
     Και είναι το ίδιο αυτό που αναπνέεις στα λιμάνια της Μασσαλίας και της Λισαβόνας, όταν περπατάς στα πλακόστρωτα , έχοντας ήδη πιει  porto , έχοντας ήδη καπνίσει ,έχοντας ήδη γελάσει και κλάψει μέσα στην ίδια μια και μοναδική στιγμή γεμάτος  μέχρι σκασμού από το κακό του έρωτα.
       Είναι το ίδιο αυτό αποτύπωμα που αφήνει μέσα σου η ποίηση. Σε όποια γλώσσα κι αν την διαβάσεις, σε όποια γλώσσα και αν την γράψεις, σε όποια  γλώσσα κι αν την εννοείς.
      Αυτή την ποίηση που ξεφεύγει από την γραμματική και το συντακτικό  των ημερών, των βιβλίων , των περιοδικών. Μια ποίηση που βγαίνει από το αίμα, γίνεται λέξη , στίχος και ξαναγυρνά στο αίμα για να συνεχίσει το ταξίδι.
      Το υπαρξιακό αυτό συναίσθημα που δεν γνωρίζει και αποφεύγει  την ερώτηση '' τι είναι ποίηση '' . Το αφηρημένο σκάλισμα της μνήμης. Το οικείο φορτίο τόσο στο παρόν όσο και στην προοπτική . Το νεράκι που πέφτει να σε δροσίσει την ώρα που καίγεσαι.
       Οι ψυχές μας, η μοναξιά μας, τα σώματα μας.
       Και πες μου τώρα εσύ αν ο αναστεναγμός στα ελληνικά διαφέρει από τα ισπανικά ή τα χιλιάνικα. Και αν τελικά παρ΄όλο που είναι ανθρώπινος ο πόνος , παραμένουμε άνθρωποι όχι μονάχα για να πονάμε. Κι αν είναι η ποίηση που μπορεί να απλωθεί πάνω από την κάθε
ρωγμή και να επουλώσει το κάθε τραύμα σε οποιαδήποτε γεωγραφική συντεταγμένη.


 Δημοσιεύθηκε http://www.vetonews.gr/editorial/item/19954-poiisi-mia-ypothesi-koinoniki
http://bibliotheque.gr/?p=29155&fb_action_ids=434754619970226&fb_action_types=og.likes&fb_source=timeline_og&action_object_map=%7B%22434754619970226%22%3A1401270346771376%7D&action_type_map=%7B%22434754619970226%22%3A%22og.likes%22%7D&action_ref_map=%5B%5D

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Κραυγή



    Είχαμε ένα ψηλό στην τάξη που κρέμαγε κάθε φορά που είχαμε γεωγραφία τον χάρτη στο καρφί του πίνακα. Τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Θυμάμαι και τα διαλλείματα , τις ώρες, τη μυρωδιά του σαπουνιού στα ρούχα. Μα δεν θυμάμαι καλά τον γραφικό μου χαρακτήρα.
     Θυμάσαι τον γραφικό σου χαρακτήρα ; Λίγα χαρτάκια πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας , στο ψυγείο , στα πλαινά του απορροφητήρα , κάτι σου θυμίζουν . '' Πήρες γάλα; '' , '' Συγνώμη'' , '' Πάμε θάλασσα μετά τη δουλειά ; '' Και παίρνει χρώμα το σπίτι μέσα σε λεπτά.
      Νοσταλγείς ; Γιατί δεν το λες ; Αδύνατον θα μου πεις. Δεν έχει save στις κουβέντες , ούτε επεξεργασία , ούτε ορθογραφικό και γραμματικό έλεγχο . Ούτε προεπισκόπηση . Μεγάλο ρίσκο , παράτολμο.
     Κι όμως όλοι τριγύρω μιλάμε γράφοντας ( κάποτε και φωτογραφίζοντας) . Συγγραφείς κανονικοί, συγγραφείς  wannabe, οικονομολόγοι συγγραφείς, νομικοί, ψυχολόγοι συγγραφείς, καλλιτέχνες συγγραφείς , δημοσιογράφοι συγγραφείς , κανονικοί άνθρωποι . Γράφουμε , σχολιάζοντας μια ζωή που ζούμε και μια άλλη που θα θέλαμε να ζούμε. Γράφουμε και ξαναγράφουμε την προσωπική μας απελπισία , την οικονομική μας ανασφάλεια, τις αδυναμίες μας , τα πάθη και τα λάθη μας. Έρχεται η γλώσσα , να μας ανοίξει και να νας βοήθήσει να επικοινωνήσουμε και εμείς αντιστεκόμαστε . Κι άλλες φορές αρνιόμαστε καθολικά. Αντί να ανοίξουμε τα παραθυρόφυλλα , δροσιά να μπει του Μάη, κλείνουμε ερμητικά . Κολλημένες κασέτες.  Μιλάμε την διάλεκτο των συντηρητικών, των προοδευτικών, των αριστερών , των νεοφιλελεύθερων, των ποιοτικών, των επιφανειακών. Έτσι είναι η διάλεκτος των πολυπαραγοντικώς απελπισμένων.  Κάθε λέξη και καημός , κάθε κουβέντα βράχος. Και απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο κοινός τόπος και ακόμα περισσότερο ο κοινός τρόπος.
     Δεν ακούμε ο ένας τον άλλο. Δεν ρωτάμε με αληθινό ενδιαφέρον   ΄΄Τι κάνεις ; πως είσαι ;  πως περνάς ; '' και αν τύχει και τα καραφέρουμε να ρωτήσουμε σπανιώς πέρνουμε απάντηση. Σαν να είναι η απόσταση φωλιά για να κουρνιάσουμε. Και καταλήγουμε στην κραυγή. Και στην διαλεκτική της κραυγής που θρέφει και ενισχύει την νύχτα.Καταλήγει ο νους ορφανός . Ένας νους που έτσι κι άλλιώς είναι στο μεγαλύτερο του μέρος αχαρτογράφητος . Παντοδύναμος σκηνοθέτης αναμνήσεων χαράς και δράματος. Πως μπορεί άραγε ένας ορφανός νους να ταξινομήσει, ν΄ αναλύσει, να δημιουργήσει και να αντέξει αντιθέσεις, να συνθέσει , να ισορροπίσει ; Πως θα μπορέσει να κάνει στην άκρη, να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον εαυτό και να βρει νέες λύσεις και προοπτικές ;
      Ενισχύει τη νύχτα του φασισμού και της βίας. Και η βία δεν είναι μονάχα στην πολιτική , στο παρακράτος, στο δρόμο . Είναι μέσα μας. Στα λόγια μας. Όλων μας. Στο σπίτι μας. Στην αδυναμία κατανόησης του παιδιού μας. Στις επιλογές μας , στις προκαταλήψεις και στα στερεότυπα μας. Στην απλή καθημερινή μας επικοινωνία και στην απουσία της. Στις λέξεις μας.
        Αυτή είναι η πατρότητα της βίας σε τέτοιες στείρες εποχές. Και ό,τι ζούμε και βλέπουμε στις οθόνες μας η κραυγή της.




Η Αννίτα Λουδάρου είναι ψυχοθεραπεύτρια , αρθρογράφος που ζει καταναλώνοντας λέξεις.
   
     

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Εμείς οι άνθρωποι




     Μπαίνει ο Οκτώμβριος , μπαίνει το Φθινόπωρο, βγαίνουν οι κουβέρτες , βγαίνουν τα ρόδια και τα κάστανα. Για έναν άνθρωπο της πόλης μπορεί να είναι και πληροφορίες ανευ αξίας. Εμένα μου δημιουργούν ασφάλεια, όπως  και το ότι του Αγίου Δημητρίου βγαίνουν επίσης τα χαλιά. Κάποτε το είχα ακούσει και γράφτηκε μέσα μου με μεγάλα  γράμματα. Αποκλείεται να έρθει του Αγίου Δημητρίου και να μην σκεφθώ ότι πρέπει να βγάλω τα χαλιά.  Θα μου πεις είμαστε ακόμα απελπισμένοι , τα χαλιά μας μάραναν.
     Εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπερδεμένοι. Βλέπουμε τον τοίχο απέναντι και δεν ξέρουμε , δεν είμαστε σίγουροι αν τον φτιάξαμε εμείς με τα χεράκαι μας ή κάποιοι άλλοι που δούλευαν όταν δεν τους βλέπαμε , σιωπηλά τις νύχτες. Εμείς κοιμόμασταν, αρρωσταίναμε, δουλεύαμε, τρώγαμε, ταξιδεύαμε, πεθαίναμε, σιωπηλά για να μην ενοχλήσουμε τους άλλους που χτίζαν τον τοίχο.
     Εμείς οι άνθρωποι είμαστε και φοβισμένοι. Βλέπουμε τον τοίχο απέναντι και δεν ξέρουμε δεν είμαστε σίγουροι, τι υπάρχει πέρα απ΄αυτόν. Αν δηλαδή τα δεινά μας θα είναι μαζί μας, μόνο στην από δω πλευρά ή τα χειρότερα κρύβονται από πίσω.
     Εμείς οι άνθρωποι όταν είμαστε τελικά  απελπισμένοι τότε είναι που εμπνεύουμε εμπιστοσύνη. Σ΄αυτούς έχω πίστη. Σε όλους εκείνους που οι υπερθετικοί του καλού και του κακού , τους είναι  παγερά αδιάφοροι και ανύπαρκτοι και κενοί νοήματος και ουσίας. Σε όλους αυτούς τους πεινασμένους που προκειμένου να βρουν λίγα ψιχουλάκια ελπίδας μπορούν να γκρεμίσουν τον τοίχο με τα νύχια τους.
     Αυτά τα πολύ παράξενα φρούτα που ακόμα και μέσα στην απελπισία τους θα σκεφθούν πως τον Οκτώμβρη βγάζουμε και τα χαλιά.


Ζωγραφική Atanas Matsouref

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Βαριά λουκέτα



     Όταν ήμουν φοιτήτρια  , τα βιβλία τα αρχειοθετούσα στην βιβλιοθήκη μου με κριτήριο την αισθητική . Βιβλία του ίδιου ύψους , με ομοιοόμορφες ράχες που είχαν αρμονικές αποχρώσεις , βρισκόταν εν σειρά στα ράφια . Γνωρίζω πως προκαλεί χαμόγελα αυτού του είδους η αρχειοθέτηση των βιβλίων . Θα πρέπει πάντως να παραδεχθώ πως ήταν μια απροβλημάτιστη αρχειοθέτηση . Μπορεί να ήταν έξω από οποιοδήποτε σύστημα λογικής , όμως μπορούσα ανά πάσα στιγμή να βρω το βιβλίο που έψαχνα.
     Ύστερα  ''μεγάλωσα , σοβάρεψα'' . Μετά από μια μετακόμιση ( η αλήθεια είναι πως με τις μετακομίσεις μεγαλώνεις) και ενώ τα βιβλία ήταν ακόμα σε κούτες ωρίμασα. Καθώς τα έβγαζα άρχισα πρώτα να τα ξεχωρίζω κατά είδος σε στοίβες.Ποίηση , λογοτεχνία, ψυχολογία, τέχνη, γεωλογία .  Οι στοίβες ψήλωναν και εγώ κατάλαβα πως δεν προχωρώ καλά. Αναθεώρησα και αποφάσισα να  εφαρμόσω επιπλέον διακρίσεις . Η λογοτεχνία χωρίστηκε σε ελληνική και ξένη . Η ξένη στην συνέχεια χωρίστηκε σε ευρωπαική - ξεχώρισα μονάχα την ισπανόφωνη με τον Μαρκές να διεκδικεί ολόκληρο ράφι-  και αμερικάνικη. Οι Ρώσοι κρατήθηκαν χωριστά.  Διαχώρησα τα βιβλία σχετικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο , την μουσική, την ζωγραφική.
     Έμειναν κάτι μικρούλια βιβλιαράκια , τα περισσότερα από τα οποία ήταν της Εστίας. Ακολούθησα το παλιό σύστημα αρχειοθέτησης . Τα βιβλία αυτά τοποθετήθηκαν όλα μαζί και η βιβλιοθήκη μου τα υποδέχθηκε μετά βαίων και κλάδων αφού είχε ένα χαμηλό και μικρό σε έκταση ράφι που τα χωρούσε γάντι.
      Αυτές τις μέρες που ακούω να κλείνουν η μια μετά την άλλη οι βιβλιοθήκες των σχολών του Πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες που μας ανάθρεψαν, το βλέμμα μου πηγαίνει συνέχεια στην βιβλιοθήκη μου.Θυμάμαι το λουκέτο στην Εστία μετά από 128 χρόνια λειτουργίας του Εκδοτικού οργανισμού.  Δεν ξέρω αν έχει πια νόημα να γράψω για τα αυτονόητα. Για τις βιβλιοθήκες που κλείνουν την ίδα στιγμή που τα ενεχυροδανειστήρια πολλαπλασιάζονται σαν μανιτάρια. Για το κενό που θα αφήσουν , για τους ανθρώπους που θα βρεθούν από την μια στιγμή στην άλλη στην ατελείωτη ουρα της ανεργίας. Και άλλα πολλά θα μπορούσα να γράψω για αυτά τα βαριά λουκέτα. Γαι όλο αυτό το σύστημα που μετρά την ευημερία με μονάδα μέτρησης το χρήμα. Για το πιο μπορεί να είναι ικανό κίνητρο να μας κάνει να παραδώσουμε κομμάτια του πολιτισμού μας.
      Αν τελικα δεν το κάνω είναι γιατί η σκέψη μου γυρνάει  συνεχώς γύρω από  τάγματα ειδικών δυνάμεων που πλημμύρισαν την οθόνη μας.  Από τους μαθητές των σχολείων που κτυπούν τους αλλοδαπούς συμμαθητές τους, το μίσος να καλπάζει για κάθετι διαφορετικό από μας.  .  Πλημμυρίζει η σκέψη μου από  σταγονίδια . Γυρνά η μνήμη μου λίγους μήνες νωρίτερα στους  ματωμένους Μπαγκλαντέζους που δούλευαν στις φράουλες .
     Βρίσκω στην βιβλιοθήκη μου και αντιγράφω τα λόγια του Γεράσιμου Λυκαρδόπουλου από τις ''μαρτυρίες'' :
'' Δεν μεγαλώσαμε εύκολα
Φοράμε ακόμα ρούχα κατοχικά
καπνίζουμε εφημερίδες
μεθάμε με μελάνι.
Μας πνίγουν οι καπνοί και οι λέξεις μας στενεύουν
Ερχόμαστε από πολύ μακριά. ''
     Κλείνω το βιβλίο και  αρχίζω να γυρνώ την ώρα σε ώρα μεσαίωνα. Σκέφτομαι πως από στιγμή σε στιγμή θα  ξαναακούσω την φράση : '' καταδικάζουμε την βία'' και αναρωτιέμαι τι θα μπορέσει να με βοηθήσει να εξακολουθήσω να αντέχω ν άκούω αυτά τα ψέματα.



Στον Λουκά

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Θα σε θυμάμαι από την μυρωδιά σου




       Κάποιες ώρες  όταν αραιώνουν τ' αυτοκίνητα και η κίνηση στο δρόμο βγαίνω καμιά βόλτα στην πόλη. Ίσως ψάχνω κανένα σημάδι που έχει αφήσει εκεί το αύριο. Η μυρωδιά της πόλης αψιά και διαπεραστική . Είναι η μυρωδιά των ούρων που έχει ποτίσει τα πλακάκαι και τα μάρμαρα. Αυτή  μυρωδιά με κυκλώνει,  με καταδιώκει . Που και που γαβγίζει κανένα σκυλί και γώ προχωρώ σε περιοχές λιγότερο πειραγμένες. Την μυρωδιά όμως δεν την ξεχνώ. Κολλάει πάνω μου για να μου θυμίζει που ζω , σε ποια τροχιά κυλάνε η χώρα , η πόλη, οι άνθρωποι , εγώ.
      Κανένα σημάδι δεν μου αφήνεις αύριο εκεί έξω. Είναι στιγμές που νομίζεις πως όλα θα συνεχίζονται έτσι συνεχώς. Η εμποτισμένη μυρωδιά δεν σβήνει, εσύ όμως μπορεί να σβήσεις σε μια στιγμή. Σε  μια στιγμή που είσαι όρθιος, που περπατάς σε κάποο βρώμικο πεζοδρόμιο ή σε μια στιγμή που κλείνεις τον υπολογιστή σου και ένα μήνυμα σε ειδοποιεί πως δεν θα σε χρειαστούν άλλο. Να περάσεις λέει από το λογιστήριο για τα 15 χρόνια που δούλεψες καθαρά και τίμια.
      Μάθαμε να στεκόμαστε . Αυτό κάνουμε.μπροστά σε γραφεία, σε ταμεία, σε ουρές, σε σκονισμένες βιτρίνες.  Και όταν δεν στεκόμαστε, βουλιάζουμε. Λίγο προχωράμε , σημειωτόν. Βαρύναν τα πόδια, δεν μπορούν να μας σηκώσουν.  Όσο έχει  ο άνθρωπος όνειρα να σηκώσει είναι ανάλαφρος. Οι προσδοκίες σε τρέχουν παρακάτω.
      Κάπου κάπου η μυρωδιά βαραίνει. Υπάρχουν δρόμοι που μεσουρανούν η αρρώστια και ο θάνατος. Άνθρωποι κυνηγάνε άλλους ανθρώπους. Δεν συναντάς πια εύκολα πρεζάκια. Τεχνητή εκκένωση, όχι κανένα σημάδι σου , αύριο. Δεν ξέρω που τα μαζέψανε τα πρεζάκαι , αλλά η αρρώστια τώρα είναι πιο βαριά. Μυρίζει κόλαση. Η μυρωδιά των ούρων μεταλλάσεται , παίρνει άλλο νόημα, άλλο απ'αυτό της παρακμής. Εδώ τα ούρα σχεδόν δεν ενοχλούν. Το φαντάζεσαι ;  Πως θα συνήθιζες μια  μέρα την μυρωδιά  γιατί θα έβλεπες τα χειρότερα ; Κάποιοι περνούν με καρότσι μπροστά από τους κάδους. Έχουν γάτζο, γάντια και μαγνήτη. Η μυρωδιά των ούρων μπλέκεται με τα σκουπίδια.
     Είναι και στιγμές που η μυρωδιά εξαφανίζεται για λίγο . Είναι σαν να γυρνάς στον πάνω κόσμο τότε. Παρηγοριέμαι με την μυρωδιά μιας νερατζιάς στο δρόμο. Υπάρχουν λέει πολλά σχέδια. Εκθέσεις σε άδειους χώρους, εικαστικά ιβεντ, αναρχόμενες ομάδες.
     Η μυρωδιά ξαναέρχεται και με γειώνει . Με βάζει ξανά στο παρόν. Αυτό το δύσοσμο παρόν της εγκακτάλειψης και  της παρακμής. Περισσότερο σου μιλώ αύριο για να σου πως πως είναι νύχτα εδώ. Μόνο το χώμα που πατάμε δεν είναι δανεικό και αυτό προς το παρόν. Όχι μονάχα το χώμα,  και τα μέσα μας επίσης δεν είναι δανεικά.  Τα πρωτοβρόχια κάτι θα ξεπλύνουν. Μήπως και σταματήσουν  να μας ποτίζουν το μίσος και η λύσσα για 'ο,τι δεν μας μοιάζει  και κρατηθούμε άνθρωποι. Μήπως και καταφέρουμε και δεν στραγγίξουμε τελείως.
     Θα σε θυμάμαι εποχή από την μυρωδιά της πόλης μου. Αυτή που περισότερο από το να ενοχλεί, να κρύβει, να μυρίζει , κάνει κάτι άλλο. Σημαίνει.


Φωτογραφία Νίκος Τεντόμας
http://flout.gr/postphotos/
    

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Δικαιοσύνη





     Γνωρίζω ανθρώπους αγράμματους που πολεμήσανε τους ναζί με λύσσα. Γνωρίζω ανθρώπους πάμφτωχους που πολεμήσανε τους ναζί με λύσσα. Ούτε η αγραμματοσύνη , ούτε η φτώχεια σε κάνουν ναζί. Φασίστα σε κάνει το σκοτάδι στην ψυχή.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Εκεί θα σε γυρεύω




     Τον Παύλο δεν τον ήξερα. Ήταν όπως μου είπαν ραπάς. Τραγουδούσε μαζί με τα παιδιά με  τα φαρδιά . Είχε μου είπαν το θάρρος και την μπέσα να λέει ανοιχτά και δημόσια την γνώμη του . Χωρίς να μετρά συνέπειες και κόστος. Ο Παύλος χάθηκε από μαχαιριά φασίστα. Σήμερα τον αποχαιρετήσαμε.
     Ολόκληρη η ζωή μας είναι γεμάτη αποχαιρετισμούς. Από την μέρα που γεννιόμαστε , μέχρι την μέρα που φεύγουμε. Μεγαλύτεροι, μικρότεροι , ήσυχοι ή άγριοι αποχαιρετισμοί στοιχειώνουν την ζωή μας. Λες και κάποιος μας σημαδεύει από μακριά.  Στον καιρό μας πληθύναν οι αποχαιρετισμοί . Άλλοι φεύγουν για έξω, άλλοι μένουν μέσα και ζουν σαν να φύγανε, άλλοι φεύγουν ξαφνικά χωρίς να προλάβουν ούτε ένα γεια να πουν.
     Καμιά σαρανταριά άνθρωποι έβλεπαν ανήμποροι τον Παύλο να χάνει μπροστά στα μάτια τους την ζωή του . Έτρεχε το αίμα του στα πλακάκια του δρόμου και οι άνθρωποι παγωμένοι κοιτούσαν. Ακριβώς όπως κοιτάμε και τους ίδιους μας τους εαυτούς να χάνονται μέσα στην δύνη που ζούμε. Μέσα σε όλη αυτή την κατάρα που κόλλησε πάνω μας. Χωρίς να ξέρουμε ούτε που πάμε, ούτε τι περιμένουμε, ούτε ακριβώς ποιοι είμαστε , ούτε πότε θα τελειώσει όλη αυτή η ασφυξία.
     Στην πραγματικότητα  όταν η ζωή φέρνει μέρες χωρίς οξυγόνο δεν ξέρεις πότε θα τελειώσουν, αλλά συνεχίζεις να προχωράς. Προχωρούν και άλλοι την ίδια στιγμή . Έρχεται μια στιγμή που βρίσκεις κοινό παρονομαστή με τον διπλανό σου. Αυτό τον άλλο που ακόμα αντέχει να ξεκολλήσει από την θέση του ανήμπορου ηττημένου και να πάρει την ζωή στα χέρια του. Ξέρεις τι λέω ; Πως είναι κάμποσοι αυτοί οι άνθρωποι . Μπορεί να είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι , σαστισμένοι , να μην επικοινωνούν μεταξύ τους , να μην έχουν κοινή πορεία , ούτε κοινή  εικόνα εαυτού . Μπορεί να πορεύονται μόνοι στα τυφλά και παγωμένι να βλέπουν το αίμα τους να χύνεται στα πλακάκια του δρόμου. Εξακολουθούν όμως από κάπου να κρατιούνται και να αντέχουν να ξεπερνούν το τυφλό μίσος και την οργή του ηττημένου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο ορυκτός μας πλούτος.
     Τους βλέπεις, τους ακούς , δίπλα σου είναι .  Όταν στην μέση της κατεδάφισης όλων  των σταθερών εκείνοι αναζητούν  νέους όρους στην τέχνη και στην επιστημονικότητα. Στην ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης που τόσο θαυμαστά ρίζωσε στους δύσκολους καιρούς.
     Στο σουβλατζίδικο της γειτονάς μου στέκεται και δουλεύει ώρες μια μεσόκοπη γυναίκα. Τυλίγει σουβλάκια στο χαρτί και τα δίνει. Παίρνει το αντίτιμο , δίνει τα ρέστα και πάλι από την αρχή. Το στήσιμο της μου κόβει κάθε φορά την απορία αν είναι νηστική όλη την ώρα που δουλεύει , αν ξεκλέβει καμιά μπουκιά,  ή αν την κερνάει κανένας. Σ΄αυτή την δουλειά του ποδαριού , την όρθια.
       Χρόνια δουλεύει στην ίδια δουλειά και εσύ χρόνια περνάς από μπροστά της. Μπορεί να πλούτισες , να χόρτασες, να ψήλωσες . Αυτή παρέμεινε εκεί. Πάντα όρθια. Κάποια μέρα θα σταματήσει να δουλεύει και θα έχει σακατέψει την μέση και τα πόδια της. Περιουσία όμως δεν θα έχει γίνει κανενός. Ούτε θα την έχεις κεράσει . Εκτός και αν στάθηκες στο ύψος της ακριβώς. Εκεί  στα μάτια αυτής της γυναίκας, θα σε γυρεύω πάντα Παύλο. Και ας μην σε ήξερα .
   
http://www.vetonews.gr/editorial/item/19745-ekei-tha-se-gyreyo

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Κορνίζες




      Οι φίλοι του , τον έλεγαν αφηρημένο. Τους άκουγε και νευρίαζε, πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα τους απαντούσε και συνέχιζε να κρεμάει στους τοίχους άδειες  κορνίζες  χωρίς φωτογραφίες.  Δεν του άρεσε να εστιάζει πουθενά. Μ΄αυτό τον τρόπο δεν του διεύφευγε τίποτα και κανένας. Ήθελε να καρφώνει στο ντουβάρι ένα καρφί και να κρεμάει μια άδεια κορνίζα. Όπως κρεμάς  στο ίδιο καρφί ένα παγωμένο άνθρωπο. Ξύλινες , μαύρες , καφέ , πλαστικές , inox δεν είχε καμιά σημασία , φτάνει να ήταν άδεια και έκανε την δουλειά της .
     Στην πραγματικότητα θαύμαζε ειλικρινά τους αφηρημένους Από μικρός , όταν  έβλεπε εκείνα  τα άλλα παιδιά να βουλιάζουν βαθιά μέσα σε μια στιγμή και να τα ξεχνούν όλα μέσα σε λεπτά. Απλά και μόνο γιατί κάποιος στην γειτονιά βγήκε με μια καινούργια κοπέλα. Μούλιαζαν έτσι με την μυρωδιά σε καινούργια τραγούδια, καινούργιες γιορτές  χωρίς να προλάβουν ποτέ να στεγνώσουν. Εκείνα τα άλλα παιδιά  που τραγουδούσαν αλήτικα γύρω από αναμένες φωτιές, που τους αρκούσε μια νότα να κυλήσει για να ξεχάσουν την ακριβή ώρα του ραντεβού. Όλους εκείνους που δεν κρατούσαν λογαριασμό και στο πορτοκαλί του σούρουπου χάζευαν με τις ώρες στις διαβάσεις.
    Ήρθε μια στιγμή που όταν τον λέγανε  αφηρημένο δεν νευριάζε. Στεκότανε και άκουγε. Σε άλλη μια στιγμή το αποδέχθηκε και αφέθηκε. Έμεινε η βρύση ανοικτή. Σχηματίστηκε γύρω του μια όμορφη ,αφράτη λάσπη. Ικανή να τον ρουφήξει ολόκληρο.
     Παρασύρθηκε και λοξοδρόμησε.  Άρχισαν να του αρέσει να του διαφεύγουν τα πράγματα . Ακριβώς όπως η άμμος γλυστρά  μέσα από τα δάκτυλα μας μπροστά στα μάτια μας . Από τότε έπαψε να κορνιζώνει την απουσία. Κάτι σαν ν΄ άρπαξε  μια δεύτερη ευκαιρία. 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Τράνζιτ



      Καταβάλω προσπάθεια τελευταία να δημοσιέυσω αυτά που γράφω. Εδώ και καιρό έχει αναλάβει ο εσωτερικός μου επόπτης και ελέγχει αυστηρά τις λέξεις μου, ξινίζοντας τα μούτρα του σχεδόν σε κάθε κείμενο. Θέλει οι λέξεις να κόβουν . Οι λέξεις όμως αντιστέκονται. Στέκονται αμήχανες και διαλύονται. Τα γράμματα προτείνουν τα μπαστουνάκια τους σ΄αυτούς που τα χρειάζονται , τα κουλουράκια τους στους πεινασμένους. Είναι αλήθεια πως δεν είμαι καθόλου σίγουρη για τον ρόλο ενός κειμένου  πια.
     Για μένα βέβαια δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να καταλάβω κάτι από το να γράφω και να μιλάω συνέχεια. Να ζυμώνω με τη γλώσσα τις λέξεις και με το χέρι τις φράσεις. Μονάχα έτσι παίρνουν σχήμα οι σκέψεις. Ακόμα και όταν οι εποχές δεν έχουν τίποτα να δώσουν. Ακόμα και όταν είναι εποχές μεταβατικές που απλά πρέπει να περιμένεις. Εποχές τράνζιτ. Όπως εκείνο το τελευταίο κομμάτι του χειμώνα που το βρίσκω πάντα πολύ πολύ κουραστικό γιατί δεν λέει να τελειώσει. Σαν να ζεις μια ατέλειωτη νύχτα, ένα ατέλειωτο κρύο κι ας μην είναι έτσι ακριβώς.
     Παράξενη εποχή που σχεδόν κανένα κείμενο δεν μπορεί κάπου να καταλήξει. Σαν να μην αξιώνεται ένα κείμενο να δει ένα τέλος της προκοπής. Φεύγεις  πάντα και η πόρτα έχει μείνει ανοικτή. Δεν ξέρω αν είναι γιατί η εποχή αφήνει όλο και πιο λίγα να σου κλέψουν ή αν τελικά είναι μια εποχή χωρίς δημιουργικές ουσιαστικές εντάσεις. Και ό,τι χάθηκε χάθηκε τόσο ξαφνικά που ακόμα όλοι είναι σαν να ψάχνουν τα κλειδιά και τα γυαλιά τους στο σπίτι γιατί εκεί τα θυμούνται να τα κρατάνε τελευταία φορά. Από την άλλη πως γίνεται και όταν κοιτάς μέσα σου ανακαλύπτεις τόσες γωνιές ακατοίκητες;
     Εποχές τρανζιτ σαν να κτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ  είναι ξημερώματα , εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι , στέκεσαι μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ.  Όι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στην πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα , χαλάει πάλι το ρόλοι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει ένα κομμάτι μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού  κάθησες πάνω στην άμμο και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει , είχες πει στον εαυτό σου '' δες το καλα αυτό , πόσες ανατολές θα δεις στην ζωή σου ; '' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα , μέσα και'εξω από τρανζιτ εποχές που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη , σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο  σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει.

Ζωγραφική David Hockney
   

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Υαλοκαθαριστήρες



     Τον ρώταγαν τι δουλειά κάνει και απαντούσε μεταφράσεις. Σε όσους τον ρώταγαν τι είναι η μετάφραση , απαντούσε ''τέχνη''. Είναι η τέχνη να βάζεις τις λέξεις στην σωστή σειρά αφού πρώτα τις ζυγίσεις. Να βρίσκεις θέση σε όσα γράμματα περιμένουν ξεροσταλιασμένα , κάπου να καταλήξουν. Σ΄ένα Τ που θέλει να πέσει στο κεφάλι σου . Σ΄ένα Ο που ορμάει να σε ρουφήξει σ΄ένα σκληρό φιλί. 
     Έλεγε επίσης πως συχνά έφθανε σε σημείο παραλυσίας χωρίς υπερβολή. Πως τον έλουζε ο φόβος  και ένας κρύος ιδρώτας πως μια λέξη παραπάνω να έβαζε θα τον άρπαζαν από τα μούτρα. Ένας μεταφραστής έλεγε διαρκώς εξετάζει και συγκρίνει την θερμοκρασία των λέξεων , των προτάσεων, των κειμένων. Κοιτά την θερμοκρασία του σώματος με την ίδια προσοχή και φροντίδα που μια μάνα θα βάλει το χέρι της πάνω στο μέτωπο του μωρού της να δει αν έχει πυρετό. Αν αμφιβάλει θα μετακινήσει το χέρι της από το παιδί  της στο δικό της μέτωπο. Να σιγουρευτεί με την σύγκριση . Στην ίδια θερμοκρασία δωματίου , θα φορέσει την έξαψη του παιδιού της και θα βρει την απόκλιση. 
      Έλεγε πως σε κάθε κείμενο δεν συναντά μονάχα μια γλώσσα. Πολλές φορές συναντά αρχέγονες γλώσσες με επιφωνήματα και αυτοσχεδιασμούς. Γλώσσες χωρίς αλφάβητα μονάχα με βογγιτά και λαχανιάσματα. Και άλλωτε σιωπή, πολλή σιωπή , λέξεις που δεν ειπώθηκαν , όρκοι που ξεχάστηκαν την άλλη στιγμή , απώλειες μνήμης και ασύνδετα περιγραφικά .Του έχει τύχει να μυρίζει ώρα το χαρτί να πιάσει πληροφορία και εκεί που νόμιζε πως ξεκινάει , νατην η σκέψη κυλάει , εκείνη να γλυστράει και η γλώσσα να δαγκώνεται στα τρια. 
      Τον ρώταγαν τότε αν αγαπά τις λέξεις. Καθόντουσαν αναπαυτικά απέναντι του και μιλούσαν με την φθορά του χρόνου για την φθορά των σχέσεων. Κτυπούσαν συνεχόμενες παύλες ,  ενωμένες σε μια  γραμμή μέχρι το τέλος. Με την  ανομολόγιτη ευχή να μπορέσει εκείνος να διακόψει το τέλος.Όμως δεν ήταν θαυματοποιός. 
      Τον ρωτούσαν πότε προλάβαινε να μεταφράζει τόσα πολλά κείμενα . Τόσες χιλιάδες λέξεις , αποσιωπητικά . Δεν ξερω απαντούσε . Δεν υπάρχουν απόλυτες απαντήσεις. Δεν υπάρχουν αυθεντίες. Ανεπίκαιροι άνθρωποι μονάχα υπάρχουν που στάθηκαν και δείχνουν σημεία για την περίπτωση που κάποιος τα αναζητήσει.  
     Είχε ένα μικρό κίτρινο αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι τον περνάγανε  για ταξί. Σηκώναν τα χέρια να τον σταματήσουν . '' Στάση Δικαστήρια'',  ''στάση Γηροκομείο'' , στάση όσα έρθουν κι όσα πάνε, στάση νεκροτομείο - αναγνώριση νεκρού. Εκείνος επειδή οδηγούσε δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια δεξιά και αριστερά. 'Ετσι άνοιγε τους υαλοκαθαριστήρες και προχωρούσε. Άλλο δεν του έμενε. Αυτό και η μετάφραση. 

Ζωγραφική Lori Nix
      

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν κρίνεις τους ανθρώπους




   Όταν κρίνεις τους ανθρώπους, κρίνεις τα φαινόμενα γιατί οι άνθρωποι ενσαρκώνουν φαινόμενα . Όπως μιλώντας για την φουρτουνισμένη θάλασσα, δεν αναφέρεσαι στο νερό, στην συγκεκριμένη σύσταση τη δεδομένη στιγμή, αλλά στο φαινόμενο της τρικυμίας. Και μόνο για λόγους επιβίωσης ο άνθρωπος από την φύση του κρίνει και αναλύει τα φαινόμενα. Η ανάγκη του να κρίνει τους άλλους και τις πράξεις τους ξεκινάει απ΄αυτό το βασικό, το στοιχειώδες. Από αυτή την σκοπιά , όχι μόνο δεν είναι κατακριτέο να κρίνεις τους άλλους , αλλά είναι απολύτως απαραίτητο. Απ΄αυτή την σκοπιά , δεν μπορείς να θυμώσεις με έναν άνθρωπο όπως δεν θα θύμωνες με μια τρικυμία. Από  την άλλη , έχεις όλα τα δίκια να θυμώνεις με έναν άνθρωπο , όταν επιτρέπει σ΄ένα φαινόμενο να βρει την έκφραση του. Έχει δηλαδή μεγάλη σημασία η διαχείρηση της τρικυμίας.


Ζωγραφική Sekino Junichiro

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Φραγή



    Mου λες πως δεν μπορείς εύκολα πια  να συγκεντρωθείς να διαβάσεις. Δεν αντέχεις να σκέφτεσαι. Ξυπνάς και κοιμάσαι με αριθμούς. Ατελείωτα συν πλην . Και πάλι απ΄την αρχή.
     Μου λες πως δεν υπάρχουν αληθινές σκιές για να προφυλαχθείς . Μονάχα λίγες , στριμωγμένες, που ποιον να πρωτοχωρέσουν. Πως θάφτηκαν τα καλοκάιρια κάτω από τόνους μπετό μέσα στην άσφαλτο . Πως φοβάσαι  πως τα θαμμένα καλοκαίρια μην μπορώντας τίποτα άλλο να κάνουν θα μας εκδικηθούν που δεν τα υπερασπιστήκαμε.
     Μου λες πως ούτε να βλέπεις θέλεις , ούτε να ακούς. Κι όμως και βλέπεις και ακούς, θυμώνεις , σκας .Κλαις. Πράξεις λαθραίες και επαναστατικές στις μέρες μας που σε κρατάνε ζωντανό. Σκέψου μια μέρα να αναρρωτηθείς που έθαψες τον άλλον που ζούσε μέσα σου. Να σε συλλάβουν και να σου πουν '' πήγαινε μας τώρα στο τόπο του εγκλήματος'' . Και εσύ να  απαντήσεις '' αυτός που λέτε δεν έζησε εδώ''. Τίποτα άλλο, ούτε λέξη. Χωρίς να βρεθεί πτώμα , θα γλυτώσεις.
     Μου λες πως απ΄όλες τις ιστορίες που καταφέρνεις τελικά να διαβάσεις, προτιμάς αυτές που κάτι σου θυμίζουν. Για τις διαδρομές δίπλα στο παράθυρο, τότε που σέρναμε βαλίτσες με δυό μηνών άπλυτα . Με τα σταυρωμένα χέρια στο ύψος του στήθους , ή κάτω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι. Για τα ακίνητα , σοφά δάκτυλα που ήξεραν να ακουμπούν μια επιδερμίδα και όχι να χαιδεύουν εικονίδια πάνω σε 4-5 ίντσες. Για το ρεφενέ που βάζαμε να αγοράσουμε βινύλια.  Για τις πεταλούδες στο στομάχι. Για τα ξεκαρδιστικά γέλια που μας έπιαναν στις στάσεις των διαδρομών με τα ΚΤΕΛ , έξω από κάτι βρωμερά WC γιατί θυμηθήκαμε το ένα και το άλλο. Τότε που ταξιδεύαμε παρέα. Μετά χωρίσαμε. Άλλοι αγάπησαν πάνω. Άλλοι κάτω. Άλλοι φύγανε για ακόμα πιο μακριά.
     Αυτές οι ιστορίες σου αρέσουν, μου λες. Αυτές που έζησες. Όπως τότε που ξύπναγες για να βλέπεις  μια πλάτη γυμνή. Για να την κοιτάς τρυφερά και υπαινικτικά. Τώρα σκεπάζεις την γύμνια για να μην κρυώσει, για να μην βλέπεις, για να μην σκέφτεσαι , για να μην χάσεις την σειρά στα συν και πλην. Και αν χαθείς μέσα στην γυμνή πλάτη ; Τότε τι θα γίνει ; Να υπάρχουν άραγε καλόψυχες Αριάδνες; Μεσουράνησες και ακόμα δεν απάντησες.
      Υπάρχουν δεν υπάρχουν η αλήθεια είναι πως όλοι αλλάξαμε. Κοινότυπο αλλά αληθινό. Άλλοι φαρδύναμε , άλλοι κοντύναμε, άλλοι στενέψαμε. Δυσκολέψανε και οι καιροί. Ξεθώριασαν και οι πεταλούδες. Με το '' σκέφτεσαι ΄΄όμως τι γίνεται ; Μπορείς ακόμα ή έβαλες φραγή ; Με την δική σου σκέψη . Ούτε δήθεν , ούτε φυτευτή . Δεν μιλώ για μνήμες μόνο. Έτσι κι αλλιώς μερικές κάθονται άπραγες και περιμένουν  , μπας και ξαναπεράσουμε απο κει. Για την φραγή εισερχομένων ερεθισμάτων , σκέψεων , ιδεών, επιχειρημάτων, βλεμμάτων, συναισθημάτων, γι΄αυτά μιλώ.
     Όπως τότε που περίμενε ( όπως άλλωστε και εσύ ) να ξημερώσει για να δει αν φιλάς όπως την τελευταία φορά ή έφυγες ήδη για αλλού. Ούτε τηλέφωνα, ούτε SMS, ούτε fb . Μονάχα φιλί και χνώτα.
Fake or real.

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Η διαδρομή




       Πέντε έξι ώρες μακριά από την Αθήνα υπάρχει μια ταράτσα που κοιτάει σε δύο νησιά. Πηγαινοέρχονται τα πλοία της γραμμής . Δεν ήσουν ποτέ σίγουρος ποιο ήταν κάθε φορά και αυτό αποτελούσε μια μόνιμη κουβέντα. Συζητήσεις κάθε φορά, μπροστά στο  απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Από τα νησιά που  κρατήθηκαν και δεν έγιναν ένα απέραντο Frozen Yogurt.
      Πρωινό καφεδάκι και σχέδια για την μέρα που προχωράει ακάθεκτη για να εγκατασταθεί. Το βράδυ με το αεράκι του , σβήνει  μαζί του κι άλλα από τα ''δεν αντεχω άλλο'' του χειμώνα. Το μεσημέρι χαιρετάς ανθρώπους στο δρόμο. Ξαναθυμάσαι να ρωτάς, να μιλάς. Μαθαίνεις έστω και καθυστερημένα νέα . Ο Πάνος σε διαθεσιμότητα , η Έλλη έπιασε τελικά δουλειά σε Λούνα Παρκ, το Μαράκι σταμάτησε το πιάνο. Μπορείς επιτέλους να λυθείς και να λυπηθείς σαν άνθρωπος. Καμιά ανάγκη να δείξεις ούτε πρόθυμος, ούτε διαθέσιμος, ούτε ακούραστος. Θυμάσαι και γελάς μια συνάδελφος στο γραφείο , που όταν της είπες πάμε για μπάνιο σου απάντησε '' δεν είσαι καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται ; να μας πάρουν και για αδιάφορους; ''
     Τρως γεμιστά και φέτα και στάζουν νερά και αλάτια στο μπαλκόνι. Γεμίζουν τα βιβλία σου άμμο. Για σελιδοδείκτη έχεις ένα φύκι. Αποφασίζεις να ζωγραφίσεις για πρώτη σου φορά. Στο δωμάτιο απλώνεται το '' Lillies of the valley'' από το ανοικτό παράθυρο. To αποφάσισες δεν απαγορεύεται το καλοκαίρι. Ούτε τα βότσαλα, ούτε η παραλία , τα επιτρέπεις στον εαυτό σου . Του χρόνου μπορεί να είσαι εσύ που θα ξεμείνεις.
     Δεν έχεις καλό σήμα. Χάνεις τα ΜΜΕ. Τα βράδια μιλάτε στο μπαλκονάκι βλέποντας τα φώτα του απέναντι χωριού. Είναι αυτό που ζεις μια παράλληλη ζωή ;  Αγοράζεις ρίγανη , θυμάρι και μέλι για το σπίτι.
    Αθήνα. Υγρασία και ζέστη στο λιμάνι. Στην διαδρομή πλέον για το σπίτι και ώρα περασμένη , ένας άντρας γυμνός από την μέση και πάνω τρέχει στην μέση του δρόμου. Τι κάνει ; Ασυναίσθητα πατάς το κουμπί και κατεβάζεις το παράθυρο. Συνεχίζει ακάθεκτος. Κόβεις ταχύτητα. Λίγο πριν ο ένας ακουμπήσει τον άλλο , παρακάμπτει και συνεχίζει. Θυμάσαι ακόμα το βλέμμα του. Δεν ξέρεις αν έτρεχε να σωθεί , να κρυφτεί ή κάτι άλλο. Βγαίνετε από το αυτοκίνητο. Γυρίσαμε ρε γαμώτο. Είναι μια παραλληλη ζωή ;
    Θυμάσαι πως ακόμα και όταν έμπαινες στο καφενείο , να ζητήσεις μια σπιτική λεμονάδα, ανθρώπους αυθεντικούς έψαχνες. Λάτρης της ατμόσφαιρας παρέμενες. Τρόπους έψαχνες να αποδράσεις από την εγκεφαλικότητα, ή από τον μελαγχολικό ανικανοποίητο εαυτό σου που δεν βρίσκει νόημα στην τυπική κοινωνική συνθήκη. Αλλά χρειάστηκε να μεγαλώσεις  και εσύ αρκετά για να αναγνωρίσεις το πρόσωπο πίσω από τον στερεωμένο ρόλο ,κατελλειμένος καθώς είσαι διαρκώς από το δικό σου αίτημα , το δικό σου παράπονο ζωής. Να κατορθώσεις τελικά να βγάλεις κάποια συμπεράσματα και να μην ψάχνεις συνεχώς εκείνον που θα καλύπτει τις επιλογές σου , θα σε φροντίζει εσαεί , ενώ ταυτόχρονα εσύ θα εξεγείρεσαι αποκλειστικά εναντίον του. Λες και ακόμα και στην εξέγερση σου θέλεις προστασία.
     Δεν είναι μια παράλληλη ζωή . Είναι μια διαδρομή και ο τρόπος που την ταξιδεύεις. Μια διαδρομή που τέμνεται με τόσες  πολλές πολλές άλλες που τελικά μοιάζει και δική σου και ξένη.

ζωγραφική Faith Te

   

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Σημεία




Μου αρέσουν οι παράλληλες διατάξεις.
Έτσι λέω όταν με ρωτούν τις Κυριακές τα μεσημέρια .
Στην πραγματικότητα δεν μου αρέσουν οι παράλληλες διατάξεις.
Δεν πιστεύω καν πως υπάρχουν. Όαση στην γεωμετρία είναι.
Αληθινές μόνο στο χαρτί.
Πιο πραγματικές είναι οι κάθετες διατάξεις.
Κι εμείς που σπαρταράμε στα διάφορα σημεία κοπής, τριβής, καμπής, βρασμού.
Συναντήσεις τα ονομάσαμε.
Μοναδικά σημεία, μοναδικών συνθηκών, του κάθε μοναδικού.
Από μια εγκόλπωση  γεννιέται το σημείο. Ακριβώς όπως και η ζωή σε κάθε της μορφή.
Απρόβλεπτα και την ίδια ώρα προβλέψιμα.
Ανάσες,μυρωδιές, σημάδια , φορτία ανακατεύονται.
Μουλιάζουν στο ίδιο μαλακτικό.
Κοιτάνε την ίδια φρουτιέρα τα μεσημέρια.
Σκεπάζονται τα ίδια ιδρωμένα σεντόνια.
Συνηθίζεις σιγά σιγά να μην ακούς.
Νομίζεις πως όλα μοιάζουν με όλα τ΄άλλα σημεία.
Αρχίζεις να συντονίζεσαι με το οικείο.
Γίνεται στιγμές η μνήμη έγκαυμα.
Σηκώνεις τότε το χέρι και δείχνεις επίμονα αυτόν που δήθεν φταίει.
Εύκολα ξεχνάς πως θα μπορούσες να βρεθείς ακριβώς στο ίδιο σημείο μ΄εκείνον.
Κάποτε αλλάζει σχήμα το σημείο. Έχω δει σημείο να γίνεται νησίδα.
Κάποτε το σημείο χάνει τις συνθήκες του. Πας τότε παρακάτω. Ανοίγεις και κλείνεις με μοναδικούς συνδιασμούς. Δισεκατομμύρια μοναδικών συνδιασμών.
Κοινή σε όλους η μοναξιά.



Ζωγραφική Lucian Freud ''Η γυναίκα με το γκρι πουλόβερ''

Δημοσιεύθηκε http://bibliotheque.gr/?p=26687

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ελαφροβραδιά



     Μεγάλη ζέστη. Ο ήλιος έμπαινε από το σκονισμένο τζάμι στο δωμάτιο. Έπεφτε πάνω στα έπιπλα, στο μισάδειο ποτήρι του καφέ, στα στιβαγμένα βιβλία, στις μισοτελειωμένες παλέτες. Ο σκύλος της γειτόνισσας γάβγιζε αλύπητα στην κάψα του μεσημεριού.
     Έβλεπα την πλάτη του και την ιεροτελεστεία του μπράτσου του, να σηκώσει την βελόνα του πικάπ, να την ακουμπήσει πάνω στον δίσκο και να πλημμυρίσει το δωμάτιο η φωνή του John Lurie. Το πικαπ είχε έρθει μαζί του. Απόκτημα από ένα ταξίδι στο Άμστερνταμ. Ήταν η εποχή των προσδοκιών.
- Δεν είναι καλοκαίρι για όλους, μου λες.
Είναι απλήρωτα όλα. Και μετά που να πάω; Τα ίδια σε κυνηγάνε παντού. Κάνω και τις θεραπείες τώρα.
- Θέλεις να σου φέρω τίποτα απ 'έξω;
- Φέρε μου αν γίνεται την σιωπή. Μπορείς να μου φέρεις την σιωπή;
Πώς είναι διάολε η σιωπή, αναρρωτήθηκα.
- Θα καθήσεις πολύ κοντά στ΄αυτί μου και θα μου την φέρεις. Θα μοιραστούμε το αεράκι που σηκώνει ανεπαίσθητα την άμμο ψηλά. Τ΄αλμυρίκια που γλύφουν σιωπηλά τ΄απογεύματα τα βράχια. Τα γυμνά πέλματα που τσαλαβουτούν περπατώντας  απ΄άκρη σ΄άκρη στην αμμουδιά, κουβαλώντας στα χέρια τα πάνινα. Την σιωπή του μεσημεριού με τα τζιτζίκια ολόγυρα, ενώ το βρεγμένο σου μαγιώ στεγνώνει στην απλώστρα. Θα ταξιδέψουμε σε μια  βραδυνή σιωπή στο μπαλκονάκι με θέα στα φώτα του χωριού. Σε εκείνη την ελαφροβραδιά, που δεν κουβαλά καμιά προσδοκία, που της φθάνει και της περισσεύει αυτό που είναι εκείνη ακριβώς την στιγμή. Ό,τι είναι, όπως είναι, αφού είναι.
-Έλα ένα απόγευμα να μου φέρεις την σιωπή, συνεχίζεις. Η αγαπημένη μου ώρα της μέρας είναι το απόγευμα. Είναι λίγο μετά την μέση της μέρας. Το φως είναι πλάγιο. Μισοκατεβάζω και τις γρίλλιες και σχηματίζονται κάτι όμορφες συμμετρικές τρυπούλες στο πάτωμα. Μου αρέσουν αυτές οι τρυπούλες πολύ.
    Έφυγα για λίγο, βγήκα να καπνίσω ένα τσιγάρο έξω. Δεν ξέρω ακριβώς πόσο έλειψα. Γύρισα ένα απόγευμα. Τον βρήκα να ζωγραφίζει. Το φως έμπαινε πλάγιο από τις γρίλλιες και έκανε τις συμμετρικές τρυπούλες στο πάτωμα. Κάθησα ήσυχα δίπλα του. Έσκυψα στ΄αυτί του και του ψιθύρισα τον ήχο της σιωπής. Τον είχα μάθει πια. Έκανα και άλλους ήχους. Τους γλάρους, τα κύματα, τις πέτρες. Μου έσφιξε το χέρι. Έμεινα δίπλα του, χωρίς προσδοκίες. Σηκώθηκε να διαλέξει δίσκο. Μουσική υπόκρουση στην ελαφροβραδιά.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

O ''Χρόνος''




      Κοιτάς γύρω.
      Ο χρόνος αρχίζει να είναι το θέμα για τους περισσότερους που ξέρεις. Για μερικούς αρχίζει να δείχνει ήδη λιγοστός. Ήρθε και η ανεργία και ο χρόνος βούλιαξε σε αχαρτογράφητα νερά. Ο ωφέλιμος χρόνος, αυτός ο απόλυτος ζωτικός χρόνος στριμώχνεται σε κάποια μικροσκοπικά μεσοδιαστήματα . Ένθετο , αραχνούφαντο φύλλο ανάμεσα στις ρουτίνες , στο μόχθο, στην υποταγή, στις απανταχού ανάγκες σου. Στριμώχνεις αισθήματα, όνειρα, κουβέντες εμπειρίες σε μικροσκοπικά αεροστεγώς κλεισμένα ψυχοντουλαπάκια . Κυνηγάς να αποκλείσεις τα κενά , τις διαφυγές, τα χασομέρια. Γιατί άραγε σε φοβίζουν τα κενά ; Αλήθεια πιστεύεις πως μπορείς να ζήσεις χωρίς κενά και διαφυγές;
     Κοιμάσαι βαριά , ανονείρευτα. Ξυπνάς με κράμπες . Ένα πρωί ξύπνησες αλαφιασμένος από ένα όνειρο.
     Ο ''Χρόνος'' λέει  με τ΄αμπάρια του φορτωμένα με όλα του κόσμου τα καλά και τα κακά, περίμενε  καρτερικά δεμένος στο λιμάνι . Γεγονός πρωτοφανές , δηλαδή αφού ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Το καράβι αυτό δεν είχε πιάσει ποτέ λιμάνι , φόρτωνε , ξεφόρτωνε , ανεφοδιαζόταν πάντα εν πλω. Κινούνταν διαρκώς πότε πιο γρήγορα και πότε πιο αργά.
     Αυτή την φορά όμως αναγκάστηκε να σταματήσει, όταν το πλήρωμα του απηυδισμένο από την ανέχεια και απλήρωτο για χρόνια , αποφάσισε να κάνει ανταρσία και να  στασιάσει. Οδήγησε το περήφανο '' Χρόνο '' στην μαρίνα όπου τον έδεσε και απειλούσε να τον κρατήσει δεμένο μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματα του. Με τον '' Χρόνο'' δεμένο , το Χθες ήταν οριακά παρελθόν και δεν κατάφερνε ακόμα να γίνει Ιστορία, ενώ το Αύριο φαινόταν αμφίβολο. Το Σήμερα δεν μπορούσε να αποχωρήσει χωρίς το ''Χρόνο'' , είχε παγιδευτεί στο Τώρα σ΄ενα λιμάνι στην άκρη του πουθενά. Η κατάσταση φαινόταν αδιέξοδη. Όλοι παρακολουθούσαν την ακινησία του ''Χρόνου '' με κομμένη την ανάσα για πολύ καιρό. Όλα όμως πήραν το δρόμο τους όταν το Σήμερα εξουθενωμένο από την ασυνήθιστη διάρκεια του και κακογερασμένο από την ταλαιπωρία της βίαιης παραμονής του, τελικά πέθανε. Τότε το Αύριο αναγκάστηκε να αναλάβει υπηρεσία , αποκαλύπτοντας πως ο ''Χρόνος'' ουδέποτε είχε σταματήσει να πλέει. Συνέχιζε έστω και ανεπαίσθητα το αέναο ταξίδι του. Βέβαια οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν τέτοια φαινόμενα γιατί είναι συνεχώς απασχολημένοι με την επαναφορά στο κανονικό. Και όλα τα άλλα ήταν μια συνηθισμένη ψευδαίσθηση.
     Τινάχτηκες αλαφιασμένος . Η μέρα σου μπήκε ξανά γρήγορα στο γνωστό  της ρυθμό. Τα συνηθισμένα παράπονα, το ίδιο. Παγκόσμια κρίση, ανεργία , τράπεζες. Αλήθεια είσαι έτοιμος να ζήσεις έξω , μακριά απ΄ αυτή την παγκόσμια αρπαγή του χρόνου ;
     Πεταχτά πήρες ένα τηλέφωνο δύο φίλους, να χωρέσεις σε ένα πεντάλεπτο όλη την ελπίδα. Δυό ωφέλιμες ασυναρτησίες με συναδέλφους. Ένα ουσιαστικό σχόλιο στο κείμενο του Μιχάλη. Χρόνο ζητάμε και χρόνο χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε. Αφού ο χρόνος παρασέρνει μαζι του όλες τις συντεταγμένες και όλες τις στεριές. Αυτό είναι όλο.