Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Η άχρηστη

 





           Εκείνο το πρωί η Αφροδίτη θα συναντούσε ένα συνεργάτη της σ΄ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Εδώ και χρόνια εργαζόταν σε ένα δικηγορικό γραφείο. Όταν είχε πρωινό ραντεβού τοποθετούσε από το βράδυ στην καρέκλα τα ρούχα που θα φορούσε προκειμένου να αποφύγει την παραμικρή καθυστέρηση. Με μαθηματικές κινήσεις φύλαγε το πρωινό γάλα των παιδιών σερβιρισμένο στα φλυτζάνια τους μέσα στο ψυγείο και άφηνε τα ταπεράκια με το φαγητό που τους ετοίμαζε για το σχολείο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πάνω σε μια χαρτοπετσέτα θα τους ζωγράφιζε έναν ήλιο με χαμόγελο, και θα ήταν αυτό το φιλί που εκείνο το πρωί δεν θα προλάβαινε να τους δώσει. Ο ήλιος είχε πάντα χαμόγελο είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε, είτε έβραζε ο τόπος. Όπως και το φιλί στα κεφαλάκια τους ήταν πάντα χαμογελαστό, είτε ήταν εξουθενωμένη, είτε ήταν θυμωμένη, είτε χαρούμενη. Η αποβραδίς ιεροτελεστία της περιελάμβανε και την τοποθέτηση νερού και δυο κουταλιών καφέ μέσα στην καφετιέρα. Να έχει το πρωί να πατήσει μόνο το κουμπί. Όση ώρα αυτή θα ντύνεται, να ετοιμαστούν δυο φλυτζάνια μοσχομυριστού καφέ. Ένα για την ίδια και ένα άλλο για τον Μιχάλη. Θα έπαιρνε και εκείνος το εναρκτήριο της ημέρας φιλί στα μαλλιά του, ενώ θα ξυπνούσε για να πάει τα παιδιά στο σχολείο. Η Αφροδίτη θα έφευγε κατεβαίνοντας τρεχάλα τα σκαλιά της πολυκατοικίας.      

         Έτσι και εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα της από το σπίτι της. Στο δρόμο συνάντησε ασυνήθιστα λιγότερη κίνηση για πρωινό καθημερινής. Έφθασε στο καφέ ένα τέταρτο νωρίτερα και άρχισε να συμβαίνει αυτό που πάντα την δυσκόλευε. Κάθησε μόνη της σ΄ένα τραπεζάκι, παρήγγειλε ένα καφέ και περίμενε. Ένιωθε φοβερή αμηχανία. Είχε την εντύπωση πως όσοι ήταν μέσα στο καφέ και όλοι οι περαστκοί την παρατηρούσαν και αναρρωτιόντουσαν "Κοίτα μια γυναίκα που κάθεται μόνη της και πίνει τον καφέ της. Τι κάνει άραγε μόνη της; Δεν έχει κάτι καλύτερο από το να κάθεται έτσι μόνη και άπραγη;" Μέσα στην αμηχανία της ψαχούλευε την τσάντα της. Βρήκε ένα χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να προσποιείται πως σημειώνει. Παίρνει ένα ύφος περισπούδαστο, ζωγραφίζει ομόκεντρους κύκλους και αρχίζει να νιώθει καλύτερα. Τώρα δικαιούται να πιεί το καφεδάκι της με την ησυχία της. 

        Όπως είναι σκυμμένη πάνω στο χαρτί και επειδή πρέπει να κάνει πως γράφει κάτι,  ασυναίσθητα γράφει "άχρηστη". Εκείνη την στιγμή φθάνει ο συνεργάτης της, βιαστικά ρίχνει το χαρτί στη τσάντα της. Σηκώνεται να τον υποδεχθεί. 

        Η Αφροδίτη πέρασε όλες τις υπόλοιπες ώρες με τα επαγγελματικά της και τις δουλειές στο σπίτι. Είχε μια στιφή γεύση στο στόμα. Όλα τα έκανε μηχανικά, και όταν το μικράκι της της έδειξε μια ζωγραφιά που έκανε για εκείνη στο σχολείο, σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που πήγε να κυλήσει. 

       Εκείνο το βράδυ είδε στο όνειρό της τη μάνα της. Ήταν λέει η ημέρα που είχε πιάσει πρώτη φορά δουλειά και είχε πάει χαρούμενη να της το ανακοινώσει. Η μάνα της καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν νευριασμένη. Την πλησίασε και την είδε δακρυσμένη. 

- Τι έχεις μαμά; τη ρώτησε φοβισμένα.

- Είμαι πολύ στεναχωρημένη, απάντησε. 

- Γιατί μαμά; 

- Γιατί είσαι τόσο μόνη. 

- Μα δεν είμαι μόνη μαμά. Έχω τον Μιχάλη, τα παιδιά, που με αγαπούν, έχω φίλους καλούς, συνεργάτες που με εμπιστεύονται. 

  Πάνε είκοσι χρόνια που την έχασε. Έφερνε πολύ βαρέως πως την έχασε την χρονιά των Πανελληνίων. Εκείνη να δίνει εξετάσεις και η μάνα της να πεθαίνει. Οι πολλές θεραπείες και επεμβάσεις να μην καταφέρνουν να αποτρέψουν τον θάνατό της. Εκείνη να έχει την έξαψη των καλών αποτελεσμάτων που την έστελναν σούμπιτη στην σχολή της πρώτης της επιλογής, και η μάνα της να αποχαιρετά τον κόσμο. Λίγο πριν ξεσπάσει η ασθένειά της ήταν η εποχή των άγριων συγκρούσεων ανάμεσα τους. Ήταν η εφηβεία της, ήταν η ορμή της νιότης που την έκανε να θέλει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού για να δει τι υπάρχει εκεί έξω. Η μάνα της και οι φόβοι της, λες και δεν την έβλεπε. Λες και δεν έβλεπε πως η Αφροδίτη ήταν πουλί και είχε έρθει η ώρα να πετάξει. 

    - Είσαι άχρηστη, αποτυχημένη και κανένας δεν θα σε θέλει, της έλεγε η μάνα της κάθε φορά που η Αφροδίτη έκανε κάτι που δεν το ενέκρινε. Κάθε φορά που δε μελετούσε, που δεν ήταν παραγωγική, υπάκουη και εργατική.

        Είκοσι χρόνια τώρα κλαίει κρυφά για τη μάνα της. Που έφυγε τόσο νωρίς. Είκοσι χρόνια τώρα είχε ξεχάσει όλη αυτή την εποχή των αντιπαραθέσεων. Είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά από τις σκέψεις της καθετί που την είχε πονέσει στη συμπεριφορά της. Είχε αποφασίσει πως η μητέρα της ήταν ένας άγιος άνθρωπος χωρίς κανένα ψεγάδι. Κάπως έτσι τη περιέγραφε άλλωστε πάντα στον Μιχάλη και στα παιδιά. 

         Για είκοσι ολόκληρα χρόνια πίστευε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυμάται τίποτα δυσάρεστο για τη μάνα της. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια είχε παγώσει η εικόνα και η σχέση τους. Σαν να τη σκότωνε για δεύτερη φορά. 

        Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Άνοιξε την τσάντα της, βρήκε το χαρτάκι που είχε γράψει τη λέξη άχρηστη. Το έκαψε μέσα στο τασάκι. Έφτασε μια μικρή απειροελάχιστη στιγμή, μια οποιαδήποτε ημέρα, σε ένα όποιο νάναι καφέ που μαζεύτηκε ο χρόνος, πάνω σε ένα χαρτάκι με ομόκεντρους κύκλους, για να αποφασίσει να δει τη μάνα της σε πραγματικούς όρους, να την αγαπήσει για όσα ήταν και για όσα δεν ήταν. Είναι δεν είναι. Υπάρχει δεν υπάρχει, αφού υπάρχει μέσα της. 

        Δεν είμαι μόνη μαμά μονολόγησε. Αποκοιμήθηκε μ΄έναν ύπνο γαλήνιο όπως ο χαμογελαστός ήλιος που ζωγράφιζε στη χαρτοπετσέτα για τα παιδιά. Είτε χιόνιζε, είτε έβρεχε, είτε έβραζε ο τόπος. Χωρίς ενοχές. 

        


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Με τον τρόπο του Γ.Σ

 



      Γιατί η ποίηση 

        -    ψιτ, μεγάλε-

    δεν είναι αιώρα ρεμβασμών 

    δεν είναι το φτερωτό σου κατοικίδιο

        -    ψιτ, μεγάλε-

    Όταν υποδύεστε το φεγγάρι

    να το υποδύεσαι και στη χάση του

        -    δεν θα στο κάνω πιο λιανά-

     Αν το νοείς αυτό

      έχει καλώς

       αλλιώς

    Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.

    Που να' σαι τώρα βρε Βλαδίμηρε, 

    τώρα που και τα δυο μας νόμπελ 

    έγιναν συμπληγάδες

    Κανείς δεν αρμενίζει πια για τ΄άρρενα

    κανείς για το γαλάζιο

    μονάχο του συχνάζει στα μεγάλα υψόμετρα

    και στις παλιές αγάπες.


Γιάννης Στίγκας 

Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο