Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Κατακαλόκαιρο

 




            Κατακαλόκαιρο κάπου στον Θερμαϊκό ήταν. Θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί στον Ευβοϊκό, στον Παγασητικό ή οπουδήποτε αλλού που η θάλασσα αγκαλιάζει και φιλάει τη στεριά. Ένα ξύλινο τραπέζι, στρωμένο με χάρτινο τραπεζομάντηλο που γράφει το όνομα του μαγαζιού ''Ο σπόρος" είναι ακουμπισμένο δίπλα στο νερό. Καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια κάθονται γύρω από το τραπέζι,  τσιμπολογούν από μικρά πιατάκια και πίνουν από μικρά ποτηράκια. Γελούν, μιλάνε δυνατά, μιλάνε γρήγορα, χαρούμενα, τιτιβίζουν. Μήπως τα παιδιά είναι πουλιά; Τσουγκρίζουν τα μικρά ποτηράκια, ευχόμενοι όλοι μαζί, δυνατά, "στην υγειά μας". Λίγο μετά επαναλαμβάνουν την ίδια ευχή, ρίχνουν λίγο κρασί ακόμα στα ποτήρια. Η θάλασσα φθάνει μέχρι τα πόδια τους, βρέχει τις σαγιονάρες τους. 

                Είναι οκτώμιση, ο ήλιος βρίσκεται ήδη μισή διάμετρο κάτω από τον ορίζοντα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ήλιος βουτάει πίσω από το Μπούρτζι του Ναυπλίου, φωτίζει τη Πορτάρα της Νάξου, βάφει με πορφύρα τα ανοιχτά πελάγη, τον υδάτινο καθρέφτη της λίμνης του Άγιου Νικόλαου στο Λασίθι, γλυστρά πίσω από τα τείχη μιας καστροπολιτείας, αποθανατίζεται από χιλιάδες ροματικούς στην Οία. Είναι η ώρα που ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα σαν να θέλει να ξεδιψάσει. Κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει για λίγο να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το θαύμα για πάντα ζωντανό. Αποχαιρετώντας τον ήλιο, οι καρδιές χτυπούν δυνατά. 

               Από το ραδιόφωνο του μαγαζιού ακούγεται ο  Παπάζογλου να τραγουδάει τον Αύγουστό του.

" Μα γιατί το τραγούδι να'ναι λυπητερό  

με μιας θαρρείς κι απ΄την καρδιά μου ξέκοψε

κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά 

ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄έπνιξε

φυλάξου για το τέλος θα μου πεις''

        Τα παιδιά τραγουδούν μαζί με τον Παπάζογλου το δικό τους Αύγουστο. Και τότε τον βλέπω. Ένα αγόρι σηκώνεται από την μια άκρη του τραπεζιού. Φοράει άσπρο μακό και τζην βερμούδα. Ο Παπάζογλου τραγουδάει "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". Προχωράει ξυπόλυτος, αθόρυβα και σταθερά μέχρι που φθάνει στην άλλη άκρη του τραπεζιού εκεί που κάθεται ένα κορίτσι. Σκύβει και την σηκώνει στα δυο του χέρια. Το κορίτσι μετατρέπεται στα μπράτσα του σε γοργόνα. Η ουρά της είναι τα πόδια της λυγισμένα στους αγκώνες του. Μια γοργόνα που ξεχάστηκε και βγήκε ώρα στην στεριά και τώρα θα επιστρέψει στην θάλασσα. Το αγόρι με το κορίτσι στα χέρια προχωράει αργά και ευλαβικά, μπαίνουν στη θάλασσα, προχωρούν μαζί, μέχρι που αρχίζουν να κολυμπούν αγκαλισμένοι. Φιλιούνται με φόντο το πορφυρό του ουρανού. 

        Οι φίλοι  σηκώνονται και τους χειροκροτούν. Μήπως τα παιδιά είναι ψάρια; Δεν σταματούν να τους χειροκροτούν. Ο χρόνος θέλει για λίγο να παγώσει. Να τους κρατήσει έτσι αγκαλιασμένους για πάντα. Το κορίτσι και το αγόρι αρχίζουν να επιστρέφουν προς την παρέα τους. 

        Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε περαστικοί. Ο σπόρος ριζώνει. Έχει τη δύναμη μιας αστραπής όπως κι ο έρωτας. 

                

Φωτογραφία Ανν Λου