Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η φάμπρικα





H ψυχή των παιδιών είναι τόσο αδύναμη , που
κάποτε την δένουν για να μην τους φύγει.
Τζειμς Φρειζερ

        Έρευνες κοινής γνώμης , αριθμοί και στατιστικά στοιχεία  για  την νέα γενιά. Αλήθεια ποιος ακόμα επιμένει να βγάζει συμπεράσματα απ΄αυτά ; Ναι βεβαίως καθρέφτης μας είναι οι στατιστικές. Πορτρέτα της νέας γενιάς οι αριθμοί. Μονάχα που ξεχνάμε πως οι καθρέφτες δεν φανερώνουν μόνο αλλά και συγκαλύπτουν. Αφήνουν πίσω υπόγεια ρεύματα και υπόγειες τάσεις. Πως μετριούνται στις έρευνες τα κίνητρα ; Πως αξιολογείται η ένταση  ; Στην κάθε απάντηση , στην  κάθε επιλογή. Εδώ έναν άνθρωπο έχεις απέναντι σου και πάλι δεν καταλαβαίνεις. Πολύτιμες ατομικές πληροφορίες συμπαρασύρονται και θυσιάζονται στην δίνη των κυρίαρχων τάσεων για να θεριέψει η φάμπρικα.
       Μεσούσης της εκλείψεως του κοινωνικού κράτους και κολυμπώντας μέσα στα άγρια κύματα μιας παγκοσμιοποιημένης αβεβαιότητας , που αν δεν έχεις χρήμα πας '' σαν το σκυλί στ΄αμπέλι '' , αυτό το μήνυμα διαμηνύεται παντού, καλούνται κάποια παιδιά να επιλέξουν το αυριανό τους επάγγελμα. Ας γελάσουμε πικρά. Με το φάντασμα της ανεργίας να υπονομεύει τα θεμέλια της ύπαρξης σου και να μεταμορφώνει σε ακόμη πιο σκοτεινό το σκοτεινό μέλλον, τι να περιμένουμε άλλο εκτός από την επιβίωση και το  χρήμα , να έρχονται  πρώτα στις αναζητήσεις ; Λυπάμαι ίσως και να μας απαντούσαν , μα δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πιστέψουμε.  Αμφισβητούμε μήπως τα λόγια τους ;  Δεν βρίσκουμε λογική την χρεοκοπία της πίστης στους θεσμούς; Δεν νομίζω. Όχι δεν είναι φιλοχρήματος ο νέος. Πιο σωστό θα ήταν να πούμε πως δεν είναι νεκρόφιλος. Όμως στις παρυφές μιας μη ζωής εξορίζεσαι δίχως χρήμα.
       Λύπη , μελαγχολία , η καρδιά της απώλειας. Να μην αναρωτιωμάστε ούτε για τις καταθλίψεις, ούτε γιατί οι  κάθε λογής αυτοκαταστροφικές τάσεις αυξάνουν με βήμα γοργό. Ψυχικό κόστος είναι αυτό. Καμιά επιλογή δεν είναι έτσι με το αζημίωτο. Εμείς όμως να μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Έχει το παιχνίδι αυτό τους δικούς του κανόνες.
       Αλήθεια στους επαγγελματικούς προσανατολισμούς που παλεύουν τα σχολεία και στις αντίστοιχες έρευνες των Πανεπιστημιακών Τμημάτων επικοινωνίας και ΜΜΕ πως προσμετράται το ψυχικό κόστος , η απάθεια, η μόνωση του συναισθήματος, η κατάθλιψη όλα αυτά που στοιχειοθετούν αυτό το ΄΄με βαριά καρδιά '' που λέμε καθημερινά πια. Δεν έχουν παραιτηθεί άκοπα και χωρίς λόγο  οι νέοι σήμερα από τα συλλογικά οράματα. Βάλε παιδιά να βοηθήσουν εθελοντικά παιδιά και θα δεις σε τι συντριπτικό ποσοστό θα τρέξουν . Παιδιά , το alter ego τους αυτό που χρειάζεται βοήθεια γιατί είναι αβοήθητο και απελπισμένο.
       Είναι πολύ δύσκολο να είσαι νέος σήμερα. Να έχουν αλλάξει οι προοπτικές της ζωής σου . Να έχεις την υγεία σου, να μην πεινάς ακόμα αλλά κάπως να γίνεται και να χάνεις όνειρα. Να γλυστρούν σαν άμμος μέσα από τα χέρια σου. Να ονειρεύεσαι να ξυπνάς το πρωί και να πηγαίνεις σε κάποιο εργαστήριο , να κάνεις έρευνα , πειράματα, να κατακτάς γνώση μέρα με την μέρα και να γυρνούν να σου λένε πως είσαι ένα θύμα της κρίσης , αυτά τώρα δεν γίνονται και πως το πιο καλό που έχεις να κάνεις είναι να το συνειδητοποιήσεις μια ώρα αρχίτερα. Πως θα απαντούσες αλήθεια αν σου κάνανε τότε την ερώτηση '' ποιο θα ήθελες να είναι  το σημαντικότερο που σου προσφέρει η εργασία σου ; '' Θα μίλαγες για ενδιαφέρον, για ψυχική επένδυση, για  το άνοιγμα των οριζόντων ; Μήπως θα μιλούσες απλά για  την επιβίωση ; Και θα κατέθετες τα χαρτιά σου για ένα πιστοποιητικό ανυπαρξίας ;Τι ουτοπία η ανεξαρτησία της ταυτότητας που ονειρεύτηκες.
      Ξέρουμε τις απαντήσεις δυστυχώς. άλλωστε τις αντανακλούν και οι στατιστικές. Υποκινούμενες από τις  ανάγκες της φάμπρικας απαντήσεις. Αυτό που δεν ξέρουμε ίσως, είναι πως ο υποκινούμενος νέος είναι ένας κατεξοχήν ακυρωμένος νέος. Ξέρετε πολλούς που εκχωρούν έτσι τον θάνατο τους ;

Φωτογραφία Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος
https://www.facebook.com/panpapath

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Μάσκες ένα σωρό

 


       Άνοιγα την πόρτα ξημερώματα και έπεφτα σε γνωστούς και άγνωστους που κοιμόντουσαν στο πάτωμα.  Προχωρούσα με προσοχή να μην πατήσω  κανένα πόδι ή χέρι που προεξήχε από τους υπνόσακους και φθάνοντας στο δωμάτιο μου έκανα μεταβολή και έφευγα γιατί ήταν κλειδωμένο, από την Λίντα και το Γιάννη που το είχανε προλάβει. Ήταν το σπίτι πάνω στην πλατεία, ό,τι έπρεπε για τα καρναβάλια.  Τα μεσημέρια που θα ξυπνάγαμε θα φτιάχναμε στο γκάζι τον καφέ . Κουβέντα και ψίθυροι για τα χθεσινά. Καινούργια ζευγαράκια, αλλού χωρισμοί και έρωτες αβέρτα. Αξέχαστες απόκριες των φοιτητικών χρόνων στην Πάτρα.
      Θυμάμαι τα απογεύματα αρχίζαμε σιγά σιγά τις μεταμφιέσεις. Καρώ πουκάμισα να καλύπτουν ψεύτικες κρασοκοιλιές, σέξυ ψηλοτάκουνα με κοντές φουστίτσες , κάλτσες μέχρι τα τριχωτά μπούτια και ψεύτικα βυζιά. Κουρσάροι, ινδιάνοι , αφηρημένοι ποιητές τυλιγμένοι στα κόκκινα κασκόλ. Το βράδυ στα πάρτυ. Χορεύμε , πίναμε , καπνίζαμε, φλερτάραμε . Και όταν γυρνάγαμε κοιμόμασταν στρωματσάδα κάτω . Και όσοι δεν είχαν υπνόσακους, τυλιγόμασταν στα μπουφάν. 
      Στα πάρτυ έχανες το σάλιο σου. Που την  είχε κρυμμένη  όλη αυτή την παλαβομάρα ο Μήτσος  και βγάζει την γλώσσα του   και γλύφει τις χειλάρες του με τόσο πάθος και ηδονή ; Οι πιο πολλοί  άντρες ντυμένοι γυναίκες με δαντελωτά γάντια να προσπαθούν να περπατήσουν με τα παπούτσια μας και να κλαίνε οι υποκριτές σαν αληθινές ζωντοχήρες με βέλο και ξεκούμπωτο κουμπί. Σαν να θέλανε να ξωρκίσουν το κακό , διακωμωδώντας το.
       Το γεγονός πως από παλιότερα χρόνια πέρα από τα φοιτητικά δεν έχω μνήμες για απόκριες, ίσως και να φταίει που είμαι ώρες ώρες τόσο σοβαρή. Πάρτυ με τους τότε μεγάλους δεν θυμάμαι. Λίγα πράγματα, θολά. Μεγαλώνοντας ήρθαν αυτά. Αυτοσχέδιες στολές κατά το πλείστον.  Ρεμάλι, σέξυ ρολογού , μην το ψάχνεις μόνη μου ονόμασα έτσι την  στολή, πειρατής με τζιν και τα μπατζάκια μέσα στις μπότες, σκελετός με μαύρο κορμάκι, μαύρο καλσόν και τα κόκκαλα με κιμωλία και διάφανο βερνίκι κόλλας από πάνω.
         Aυτό που από μικρή δεν ντύθηκα ποτέ πριγκίπισσα και κυρία της τιμής  το κράτησα . Όσο σιχαινόμουν το ρόζ και τα φουρό άλλο τόσο τα σιχαίνομαι και τώρα. Έψαχνα ρόλους να χωρέσω μέσα την απωθημένη τρέλλα μου. Αυτό που ήθελα αλλά δεν μπορούσα να είμαι . Αυτό το άλλο καθε φορά. Αυτό που με διαόλευε, με παίδευε, να του φορέσω όσα καταπίεζα όλο τον υπόλοιπο καιρό . Έτσι για να ξεδώσω μια βδομάδα και να γυρίσω στους άλλους  ρόλους τους σοβαρούς που έπρεπε να παίζω τις καθημερινές. 
        Αυτά με τα αποδεκτά των αποκριάτικων στολών. Όμως υπάρχουν κάτι  στολές που φοριούνται άλλες μέρες. Στολές που μυρίζουν βαρβατίλα . Στολές σκληρές , ματσό χωρίς στάλα συμπόνιας και ανθρωπιάς. Απ΄αυτές που φορούν κάποιοι κατάσαρκα και πνίγουν τα συναισθήματα στα ξίγκια  της στερημένης τους ψυχής. Απ΄αυτές που φορώντας τις όχι απλά δεν καταλαβαίνεις πως νιώθει και τι περνάει ο άλλος , αλλά πας χιλιόμετρα μακριά για να μην καμφεί ο άκαμπτος ανδρισμός σου ή η κονσερβοποιημένη  θηλυκότητα σου. Σιγά αδέρφια  μην σκίσουμε κανένα καλσόν. Τι φαγητό να φτιάξεις με τέτοια υλικά ; Γκουρμέ αηδίες, σκόνες γάλακτος, κρέμες γάλακτος, κρεμ μπουλέ α λα κρεμ, κρεμώδεις σούπες. Αλήθεια μετά από ένα τέτοιο φαγητό μην ξεχάσεις να συμπληρώσεις το ερωτηματολόγιο με τις γνωστές κρυόκωλες ερωτήσεις. '' Πόσο ζωντανός νιώθεις απο το μηδέν μέχρι το ένα; ''
          Θα εξακολουθήσω να σε φαντάζομαι γυμνό.  Πιο άνθρωποι πάντα μοιάζουμε γυμνοί, λίγο περισσότερο άντρες , λίγο περισσότερο γυναίκες. Χωρίς τα αποκριάτικα δήθεν που φοράμε όλο τον χρόνο. Λίγο πιο ίσοι. Αναμέσα μας κάποιοι ακόμα πιο πολύ. Αυτοί τότε ταιριάζουν και πεπρατάνε μαζί.. Σαν γάντι με χέρι, σαν λουρί σκύλου με λαιμό σκύλου. Σαν νερό μέσα στο ποτήρι. Να το πιεί.  Nα το πιείς.  Να φύγετετε μαζί.

Ζωγραφική Vladimir Kush

     

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Όλα καλά ;

   
     
          Όχι  δεν είναι καθόλου όλα καλά. Γιατί η φτώχεια αρρωσταίνει, τρελλαίνει και καταθλίβει. Τι ξέρεις για τον φτωχό ; Τίποτα δεν ξέρεις. Ό, τι βλέπεις στις οθόνες σου ξέρεις. Ό,τι σε αφήνουν να γνωρίσεις οι πανίσχυροι ανώνυμοι παιδαγωγοί σου. Ένας στους τρείς μας  είναι ο φτωχός  και στην ουσία είναι αόρατος. Ακυρωμένος γιατί ταράζει και ενοχλεί. Θα τον θυμηθείς σε κανένα τηλερεάλιτι . Εκεί που θα γίνει ορατός, σε κύκλους αυτοταπείνωσης και εξευτελισμού χάριν της επιβίωσης. 
         Τα πλήθη των εκετεθειμένων στο κρύο γερόντων έξω από το ΙΚΑ , από την προηγούμενη μέρα όρθιοι τα ξεχνάς; Έχεις νιώσει να πάνε να σου πάρουν το ψώμι μέσα από τα χέρια ; Έχεις νιώσει. Κι αν δεν έχεις νιώσει, έχεις φοβηθεί πως θα έρθει η σειρά σου . Δεν είναι λοιπόν καθόλου όλα καλά. Φτωχός σήμερα είναι ο καθένας που τρέμει πως θα του πάρουν από το χέρι το ψωμί. Φτωχός σήμερα είναι αυτός που κυβερνάται από ένα σωρό ανορθολογικούς φόβους. Αν αργήσω μια μέρα μπορεί και να είναι αργά. Ποιος ποτέ  σου είπε την αλήθεια γι΄αυτό που σε περιμένει αύριο ;
        Δεν είναι καθόλου όλα  καλά , γιατί φοβάμαι πως πάμε να τα συνηθίσουμε όλα. Δυστυχής να είναι πάντα  μόνο ο άλλος και εσύ ο τηλεθεατής. Ο ένας να τρελλαίνεται και ο άλλος να μην αγγίζεται. '' Α! τους καημένους ΄΄να λες και την ίδια στιγμή η ψυχή σου να κατευνάζεται. ''Εγώ δεν είμαι σ΄αυτούς να λες'' και πριν προλάβεις να διώξεις το δράμα από την ψυχή σου αυτό να εξατμίζεται. Η είδηση να ενσωματώνεται σ΄ένα ειδησεογραφικό ποτ-πουρί και στο επόμενο διαφημιστικό σποτάκι για το αναψυκτικό να μεταποιείται η εικόνα της φτώχειας σε ''ξωπραγματικό δεδομένο΄΄μιας δυνητικής πραγματικότητας. 
      Περιμένεις να σου απαντήσω όλα καλά. Λες και αν στο πω θα φρενάρεις. Θα μαυρίσεις λιγότερο.Θα είσαι λιγότερο αφηρημένος ή κακόκεφος. Λες κι αν στο πω δεν θα σκοντάψεις πάνω σ΄αυτά που φέρνει η ζωή και δεν θα δεις ένα δικό σου να χάνεται στην λαίλαπα της ανεργίας. Για όλα αυτά δεν θα στο πω το  όλα καλά. Για να μην βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου να τα συνηθίσουμε όλα αυτά που γίνονται. 
        Προχθές ένας νεαρός έβγαλε τα ρούχα του , έμεινε γυμνός και άρχισε να γαβγίζει. Τον είπανε σχιζοφρενή . Τον νοσηλεύσανε. Ξέχασαν μόνο να καταλάβουν πως η πράξη του αυτή είχε ένα νόημα. Ήταν ο τρόπος του να διαμαρτυρηθεί. Να κυριολεκτήσει δηλαδή. Να πει ΄΄μου φαίρονται σαν σε σκύλο'' και πως η ζωή του δεν έχει καμιά αξία. 
        Εσύ μπορεί να έμαθες να λες την ήρεμη απελπισία σου ΄΄όλα καλά΄΄, αλλά δεν είναι. Παραίτηση είναι. Και απάθεια. Είναι αυτό που κάνει το 85% να λέει πως το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα και την ίδια ώρα ν΄αλλάζει κανάλι στην τηλεόραη. Και αφού η πρόοδος δεν οδήγησε στην γη της επαγγελίας λες να γίνεις εντελώς ανήμπορος , να χάσεις εντελώς τον έλεγχο και στο παρόν και στο μέλλον . Μονάχα που μόνο στα παραμύθια κατοικοεδρεύουν οι μοίρες. Κράτα την διαύγεια σου και ας μην είσαι ευτυχής. 
        Δεν είναι καθόλου όλα καλά. Η απουσία δεν συνηθίζεται και ο κλοιός στενεύει.  Σαν αερικό λοιπόν. Εκεί στον κύκλο , στην ομάδα με τα χέρια πιασμένα από  τους αλληλέγγυους. 
''Εκεί που φτερουγίζει ο νους, 
εκεί που ξημερώνει''




Ζωγραφική Νίκος Αγγελίδης

  

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Το Εβγάκι






     Μια σταλιά ήταν το Εβγάκι.´Ενα ψυγείο, δυο ξύλινοι πάγκοι αντικριστοί και ράφια ολόγυρα. Εφημερίδες, περιοδικά, κλασσικά εικονογραφημένα, γάλα, τσιγάρα, μπλε πορτοκαλάδα. Κρατούσε και βερεσέ στα κρυφά. Μύριζε τσίχλα και παστέλι. Μια μικρή ανάσα ήταν το Εβγάκι. Να έβλεπες συνωστισμό κάποιες μέρες, που δεν θα το πίστευες. Πιασμένα όλα τα τραπέζια, όρθιοι, γύρω-γύρω και μέσα και έξω. Απέναντι απο το Χημείο. Στις εξεταστικές δεν το συζητάμε. Ολομέλεια!

     Τα Σάββατα είχαν χαρά. Ξεκίναγες με τις γλάστρες στο βεραντάκι. Πότισμα, σκάλισμα, καφεδάκι με την λουίζα και το γεράνι. Κατέβαινες Ιπποκράτους και Σταδίου για κανένα δίσκο. Άκου 300 δρχ ο δίσκος! Ώρες βόλτα και χάζεμα. Χιλιόμετρα προσδοκίας. Το μεσημέρι οικογενειακή μάζωξη και κουνέλι στιφάδο με την γνωστή καζούρα για την αξυρισιά σου.
     Όταν μείναμε μαζί, έφευγες το πρωί πάντα πρώτος για την δουλειά. Άφηνες έτοιμο γαλλικό στην καφετιέρα. Ζάχαρη, γάλα και το φλιτζάνι στο τραπέζι. Εφτά παρά τέταρτο, ξεκλείδωνες. Ένα φιλί στα κλεφτά. Λιγάκι άλλαξε αυτό μετά. Πενήντα λεπτά σου έπαιρνε για τα Οινόφυτα, τέτοια ώρα το πρωί. Κάπνιζες μέχρι την πόρτα του γραφείου το τελευταίο. Η γόπα στο τασάκι της Μαρίκας, έτσι για σπάσιμο. Εννιά, δέκα ώρες στο γραφείο. Εσύ και ο χαλκοσωλήνας. Οι διαστάσεις, οι ορέξεις και οι νέες προοπτικές του. Γύρναγες κατά τις επτά, καμιά φορά και οκτώ. Το καλοκαίρι ήταν μέρα ακόμα. Με θύμωνες που άφηνες τα κλειδιά μέσα στην φρουτιέρα, δίπλα στα φρούτα. Τι εκνευριστικό συνήθειο. Και αυτό, το άλλο να μην αλλάζεις τα ρούχα της δουλειάς παρά ώρα μετά που είχες γυρίσει. Μια ώρα μετά για να αφήσεις πίσω σου τα όλα της όλης μέρας. Και το άλλο πάλι, να μην μου αφήνεις ούτε ψίχουλο στην ψωμιέρα.
     Εκείνη η φέτα που έφερνες απο το Εβγάκι τις Τετάρτες ήταν άλλο πράγμα. Ήθελα ρίγανη στη φέτα. Δεν σου το είχα πει ποτέ. Έτσι για να μου λείπει, και να σου δείχνω πειστικά μουτρωμένη. Φουντωμένη απο τα νεύρα. Νεύρα σιωπηλά που τσιτσιρίζαν ενδοφλεβίως. Νεύρα που λάτρευα, που ποτέ δεν εγκατέλειψα. Γιατί σκέψου να τα εγκατέλειπα και άνευ ορίων να ερχόμουν εκεί μπροστά σου, νέτη σκέτη. Και να αφηνόμουν, εκεί δα. Και να με βάλεις στο χέρι.
Τις Παρασκευές περιμέναμε το Σαββατοκύριακο. Ήρθαν και τα παιδιά μετά. Δοξασμένες εποχές. Μπουκάλια, πιπίλες και σαλιάρες πολλές. Πάλι έφευγες πρώτος για την δουλειά. Ξεμαλλιασμένη απο τα ξενύχτια. Με μια ξεκούμπωτη ρόμπα, ένα ζωντανό, όρθιο μπιμπερό. Ξεφλουδισμένα, χείλη χειμώνα καλοκαίρι. Δεν έβλεπα το λιγωμένο βλέμμα σου. Για τον πλανήτη ανυπαρξίας είπα πως φύγαμε. Ούτε τότε σταμάτησες να αφήνεις τα κλειδιά στην φρουτιέρα, έτσι για χατήρι μου.
     Τις Κυριακές στην Αίγλη καμιά βόλτα. Μαγείρεμα για την νέα βδομάδα. Είχαμε πάει και καμιά θάλασσα, θυμάσαι; Μια ώρα για να ντυθούμε όλοι. Εκνευριζόσουν, σε είχαμε βάλει στο χέρι. Περπατούσαμε, πετούσαμε απο τα βραχάκια βοτσαλάκια. Τι μας έφταιγε άραγε η θάλασσα και την πετροβολούσαμε; Γυρνούσαμε. Ένιωθα όμορφα, γεμάτη, μια αδιόρατη γλυκειά μελαγχολία για τον χρόνο που περνά. Το ιώδιο, θα είναι σκεφτόμουν.
Ακόμα στην φρουτιέρα αφήνεις τα κλειδιά. Ούτε τα ρούχα σου αλλάζεις, όταν γυρνάς από την δουλειά. Πάλι μια ώρα μετά. Δεν βάζω ζάχαρη πια στον καφέ. Αφήνεις τον γαλλικό στην καφετιέρα. Λιγόστεψε και το φιλί. 
     Α, δεν σου είπα.      Προχθές πέρασα απο το Εβγάκι. Έτσι μου ήρθε ξαφνικά. Είχε κλείσει. Ήθελα να το ξαναδώ. Κάθησα στο μικρό καφέ εκεί δίπλα. Παράγγειλα μια σοκολάτα. Μου φέρανε και μπισκοτάκι. Διάβασα το τελευταίο του Τίτου Πατρίκιου. Πολύ καλό να το διαβάσεις. Ποτέ δεν θα μάθω πώς θα ήταν η ζωή αν διάβαζες και εσύ βιβλία, όπως και εγώ. Μου έλεγες πάντα, εγώ τα διαβάζω μέσα απο σένα. Βερεσέ απο το Εβγάκι μου θυμίζει αυτό. Σου τηλεφώνησα να σου πω πως το Εβγάκι έκλεισε. Δεν σε βρήκα, ήσουν απασχολημένος πολύ. Έφυγα. Στην Ιπποκράτους άρχισα να περπατώ πιο γρήγορα. Ήμουν μόνη; Δεν ήξερα. Ποτέ στην ζωή μου δεν κατάφερα να απαντήσω με ειλικρίνεια σ' αυτή την ερώτηση. Άρχισα να περπατώ ακόμα πιο γρήγορα. Η Άννα θα γύρναγε απο την Πάτρα για Σαββατοκύριακο και το μικράκι μας απο την Κρήτη. Ψίχα δεν θα έχεις αφήσει πάλι. Να μην ξεχάσω να πάρω ψωμί. Μέρα που με βρήκε και αυτή η μελαγχολία! 'Αντε απο κει! Εμένα δεν με βάζουν στο χέρι.

Στην Γιούλη και στην Μαρία.

Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο protagon στις 28/12/2012

Η φωτογράφος



        Φωτογραφία σπούδαζε. Οι άδειοι χώροι  την τραβούσαν  περισσότερο από κάθε τι άλλο. Έλεγε πως κάθε άδειος χώρος είναι γεμάτος παρελθόν.  Τον γεμίζουν  τα βήματα των ανθρώπων που πέρασαν από κει , τα σώματα τους που κάποτε έστω και για λίγο βρέθηκαν στο κάδρο του , οι φωνές τους που παραδόθηκαν στον αέρα, τα βλέμματα τους που αγγίζουν τοίχους και αντικείμενα.
        Στην σχολή κατέβαινε με το λεοφωρείο .  Ώρα δεν έχανε. Συγκεκριμένη διαδρομή. Αλεξάνδρας, Πατησίων, 3ης Σεπτεμβρίου , έστριβε δεξιά στο τυραπιτάδικο , χαιρετούσε τον Πάνο και τον Αχμέτ με τα κεμπάμπ και μετά αριστερά στην Τρικόρφων. Ένα καθημερινό ταξίδι πέντε ολόκληρα χρόνια.
        Λίγο πριν τελειώσουν τα πέντε χρόνια άρχισε να νιώθει πως οι λεωφόροι γίνονται ποτάμια που απειλούν  να την καταπιούν κάποιες στιγμές. Και πως οι πολυκατοικίες ανοιγοκλείνουν σαν τις βαριές , βελούδινες κουρτίνες στα θέατρα όταν βγαίνουν οι ηθοποιοί για το χειροκρότημα. Περπατούσε ανάμεσα σ΄αυτές τις θεόρατες κουρτίνες , αυτή μικρή να νιώθει ακόμα πιο ελάχιστη με τον φόβο πως αν δεν προλάβει να περάσει , οι κουρτίνες θα την συνθλίψουν. Το καθημερινό ταξίδι της έγινε αβάσταχτο . Την βούλιαζε σε μια συνεχιζόμενη απελπισία .  Παιχνίδια της έπαιζε το μυαλό της , το ήξερε. Και μετέτρεπε την πόλη και τους ανθρώπους της σ΄ένα πελώριο παιχνίδι πανικού.
      Άρχισε να μένει περισσότερο στο σπίτι. Όταν έβγαινε μπροστά στις λεωφόρους ποτάμια , έσφιγγε ένα κόκκινο μαντηλάκι στην αριστερή της παλάμη και πέρναγε.
- Μην κλείνεσαι της έλεγε η μάνα της. Να βγαίνεις να παίρνεις αέρα . Ήλιος σου χρειάζεται. Διαφορετικά να ψάξουμε να βρούμε κανένα ψυχίατρο , δεν είναι πράγματα αυτά.  Το έλεγε αλλά δεν το εννοούσε η μάνα της και το ήξερε. Δεν θα την άφηνε ποτέ να πάει. Χαμογελούσε και έσφιγγε ακόμα πιο σφιχά το μαντηλάκι , να βρει ένα τρόπο έψαχνε να αγαπήσει την πόλη και τους περαστικούς της από την αρχή.
       Μια μέρα καθώς περνούσε έξω από το μαγαζάκι του Πάνου και του Αχμέτ , με την φωτογραφική στον ώμο και το μαντηλάκι στα δάχτυλα,  είδε έναν αδέσποτο σκύλο να γλύφει μια γάτα . Η γάτα στο στόμα του σκύλου γουργούριζε λουσμένη στα σάλια του. Έσκυψε και τα φωτογράφισε από όλες τις γωνιές. Στο τέλος ξάπλωσε κάτω στο πεζοδρόμιο να φωτογραφίσει και από κει. Θέμη τον λένε τον σκύλο της είπε ο Παναγιώτης.   Ο σκύλος, ο Θέμης αφορμή και αιτία να σφίγγει όλο και λιγότερο το μαντηλάκι στα δάκτυλα της. Κάθε μέρα περνούσε να τον δει και να τον ταίσει.
      Περνούσαν χρόνια, ο Πάνος και ο Αχμέτ βάλανε και γύρο στο μαγαζί, ο περιπτεράς αρρώστησε, άλλοι φίλοι σκόρπισαν και άλλοι δεν πήγαν πουθενά. Μια μέρα δεν βρήκε τον Θέμη. Πέρασε το απόγευμα , το ίδιο. Ούτε την επαύριο, ούτε την μεθαύριο. Άφαντος ο Θέμης. Ρώτησε τριγύρω αλλά κανείς δεν τον είχε δει.
     Άρχισε να βουίζει το κεφάλι της. Τα πόδια της να μην πατάν γερά στην γη. Θα μου πεις για ένα αδέσποτο σκύλο ; Για ένα αδέσποτο σκύλο. Για άλλον είναι μια αγάπη, ένας έρωτας, ένα σπίτι, ένα μαντηλάκι.
      Φθάσανε και τα νέα πως τον Θέμη τον πάτησε αυτοκίνητο . Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να πατάνε ένα σκύλο στο δρόμο σκέφτηκε και να παρατάνε κι από πάνω τα κομμάτια του στην άσφαλτο. Τα έλεγε και την ίδια στιγμή τον έθαβε μέσα της . Όχι σε καμιά μεγαλοπρεπή κηδεία με την φιλαρμονική του Δήμου και επικήδειους .  Ένα κεράκι άναψε και γέμισε την στιγμή με την εικόνα του. Τον τύλιξε με το μαντηλάκι της και τον απήθωσε στην πιο εύφορη γωνιά της μνήμης της.
     Έγινε μια σπουδαία φωτογράφος. Δεν εννοώ γνωστή . Εννοώ ουσιαστική. Ήξερε να αποτυπώνει άριστα τους άδειους χώρους. Πρόσθετε  όταν την ρωτούσαν καμιά φορά για την φωτογραφία πως κάθε άδειος χώρος είναι μια εικόνα γεμάτη χιλιάδες άλλες . Τον στιγματίζουν στιγμές ευχάριστες, στιγμές περισυλλογής , στιγμές θλίψεις , λαγνείας, ενθουσιασμού , απογοήτευσης .
     Μια σπουδαία φωτογράφος που ακουμπούσε τα πόδια της  γερά στην γη. 


Φωτογραφία Claus Baum

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ένοχα





Πως έφθασε μέχρι εδώ ανέτοιμη , αυτό κρατούσε.
Μισή οφειλή, μισή φήμη, μισή φλόγα
Λαθρεπιβάτισα  στην ξενιτιά της αγκαλιάς της
να την ξεβράζει ο καιρός στο πρόσκαιρο βλέμμα της
Από τότε παρέμεινε διαφανής, ανυπόμονη, νοσταλγός
Να σπαταλάει δεκαετίες σε ακατοίκητα όνειρα
Γι΄αυτό δεν κράτησε να αποστηθίζει δημόσιες δηλώσεις των νεόκοπων επανάστάσεων . Αυτών που  κάνουν οι ενήλικοι στρατιώτες.
Δεν είναι επαναστάσεις αυτές, ερωτικές σχέσεις δήθεν ενηλίκων είναι, έλεγε.
Παιδιών που γεννήθηκαν μεγάλοι , ένοχα εξαρχής.
Παρέμεινε νοσταλγός των παιδικών παραμυθιών .
Αυτών που δεν ακολουθούνται από βία , ούτε από έλλειψη οργασμού, ούτε από φόβο.
Κι ας φθάνουν μέχρι την ώρα που θα σε πάρει ο ύπνος.
Καλύτερη απόδειξη πως το παιχνίδι συνεχίζεται, δεν είχε.


Φωτογραφία Anneta Ivanova


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Τα λόγια θα μείνουνε λόγια





        Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου τους χειμώνες αγόραζα ανεμώνες. Έτσι εξακολούθησα και από τότε που αρχίσαμε να μένουμε μαζί. Κάθε χειμωνιάτικη βδομάδα έφερνα στο σπίτι ανεμώνες για το πορτοκαλί  βάζο πάνω στο πάσο.  Πολύχρωμες και κλειστές.  Ανοίγανε σιγά σιγά , μέχρι το τέλος της βδομάδας είχαν εντελώς μαραθεί. Όλη αυτή η απολύτως  προβλέψιμη διαδρομή , μου ήταν για άγνωστους λόγους απαραίτητη.
      Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησα όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαμε πολλές σιγουριές , ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαμε πάντα. Κάθε μέρα τις έκοβα λίγο από κάτω. Τις καθάριζα από τα ξερά . Τους έδινα έτσι λίγη ακόμα ζωή.
       Οι μέρες κυλούσαν βαριά, τα οικονομικά προβλήματα πλήθαιναν και εγώ προχώρησα στα χρυσάνθεμα. Μεγάλα, ψηλά, φουντωτά, κίτρινα , σάπιο μήλο, λευκά. Με πιο σκληρό κλωνάρι αυτά , απαίτησαν να κατεβάσω το μεγάλο βάζο, δώρο γάμου από το πατάρι. Το βάζο με τα ανάγλυφα σταφύλια τοποθετήθηκε πάνω στο γραφείο , στα δεξιά της αυτοσχέδιας εταζέρας και γέμιζε ανελιπώς χρυσάνθεμα.
      Τα χρυσάνθεμα κρατούσαν ολόφρεσκα , με λίγη δική μου προσοχή ακόμα και δύο βδομάδες. Στην μία πάνω έχαναν την συντροφιά των ανέμώνων. Βρήκα έτσι την ευκαιρία να τους προσφέρω τα κρινάκια . Και επειδή λεφτά δεν είχα, αναγκάστικα, ευτυχώς να φυτέψω κρινάκια σε μια μακρόστενη στενή γλάστρα στο περβάζι της κουζίνας. Θυμάμαι δε καλά πως πήρα τα  ακριβή μέτρα του περβαζιού. Επουδενί δεν ήθελα να έπαιρνα κάτι τυχαία και να μην ταίριαζε. Το περβάζι στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου, έχει θέση ξεχωριστή.    Φύτεψα φακές σε μουλιασμένο βαμβάκι και  το παράχωσα σε μια αχιβάδα . Το κόλπο το είχα μάθει στο σχολείο.
      Σου φάνηκε η γωνιά της βεράντας γυμνή και εφέρες ένα γιασεμί από την λαική της καλλιδρομίου. Σε είδα μια Κυριακή να καρφώνεις καλάμια χιαστί , να τα μπήγεις στην γλάστρα με το γιασεμί για να του δείξεις το δρόμο να τραβήξει προς τα πάνω.
      Μου είπες πως το σπίτι είχε αρχίσει να μυρίζει φιλί . Γέλασα και ανέπνευσα μαζί. Σου είπα μου θυμίζει το σπίτι της γιαγιάς μου της Μαργαρίτας με τις πολλές μιμόζες. Μου είπες πως σου μυρίζει και δυόσμο και κανέλα.  Έφερα σπόρους λεβάντας από την κεντρική . Τους φύτεψα σ΄ενα τσίγκινο κουβά έξω από το λουτρό. Τα φθινόπωρα έβρεχε μωβ λουλούδια μυρσινάς και τα καλοκαίρια φουντώναν στις γλάστρες τα ερωτάκια.
        Αρχίσαμε να πίνουμε ζεστό κόκκινο κρασί με ξυλαράκια κανέλας  σ΄ένα φιλαράκι στην Φολέγανδρο το μάθαμε αυτό. Να ακούμε Miles Davis σιωπηλοί. Είχαμε ήδη πει πάρα πολλά .Τα λόγια θα μείνουνε λόγια , μια αγκαλιά λουλούδια τώρα. Έβαλες μια αιώρα μεταξύ κολώνας και παραθυρόφυλλου. Ξέθαψα ένα παλιό μουσικό κουτί που μου είχες κάνει δώρο στην σχολή. Διαβάζαμε ποιήματα του Paul Celan και μου έδωσες και τα δικά σου δειλά δειλά.
        Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι . Ιδιαίτερα στα μαγαζάκια με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της  Κοτοπούλη στα μανταλάκια. Ένα βλέμμα της Λαμπέτη και δυο δάχτυλα σκόνη στις χαρτόκουτες. Την μελαγχολία της Κυριακής την έσβηνε το τρικ τρικ της καφετιέρας, το γουργούρισμα της γάτας, το ρακόμελο, οι παλιές φωτογραφίες πάνω στο χαλί. Σου χάιδευα τα μαλλιά. Άμα θέλαμε και αγκαλιές, άμα θέλαμε και σιωπές. Έτσι κι αλλιώς είχαμε βρει  τα από καιρό χαμένα. Και είχαμε γεμίσει και οι δυό. Για τα καλά.
     Στην μέση της κρίσης, του χαμού , της δυστοκίας , επιστρέφοντας σπίτι θυμήθηκα πως η γαρδένια πιάνει πάντα στο βορεινό μπαλκόνι , μέσα σε βαρέλι με τρυπούλες ν΄αναπνείει. Τα στοιχειώδη δηλαδή για να ζήσει.
 

Φωτογραφία Ανν Λου
      

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Το τρανζιστοράκι




       Καθόμασταν η μια απέναντι στην άλλλη και χαζεύαμε την λίμνη του Μαραθώνα. Έβρεχε και οι σταγόνες κυλούσαν στα τζάμια μαγνητίζοντας  μας στην θαλπωρή της υγρασίας τους. Μισή ώρα μας πήρε να βγούμε από την πόλη . 
      Η Αλίκη έτρωγε το παγωτό της. Έγλειφε το κουταλάκι , ακολουθώντας ένα ρυθμό που δεν τον είχα καταλάβει, αλλά  μου φαινόταν ρυθμικός. Εγώ μιλούσα για την πολυκατοικία, για τον Κυρ Ηλία τον περιπτερά που έχασε τον γιό του ξαφνικά, για την τελευταία ταινία των αδερφών Coen που μου άρεσε πολύ, για την αγωνία της διαθεσιμότητας και για άλλα πολλά. Η Αλίκη κουνούσε που και που τα πόδια της κάτω από την καρέκλα , σημάδι πως ήταν εκεί. Αμίλητη συνέχιζε να τρώει το παγωτό της.
      Η βροχή πύκνωνε και εγώ θαύμαζα της άγριες μαργαρίτες που Γενάρη μήνα είχαν ανθίσει δίπλα σε δυό βράχια. Συνέχιζα να μιλάω . Η Αλίκη που και που γελούσε. Το είχε για συνήθειο να γελάει όταν μιλούσα μόνη μου.
      Την συμπαθούσα προς το παρόν.  Χρόνια μένουμε στην ίδια πολυκατοικία. Είχε τύχει και εγκατασταθήκαμε σε δύο διαμερίσματα , πάνω κάτω ακριβώς την ίδια εποχή. Ήταν αυτό που μας ένωνε μυστικά. Ήξερα όμως νομίζω, διαίσθηση θα ήταν πως αν κάποια στιγμή αποφάσιζα να βγάλω το φελλό, πλοπ! Θα ορμούσε έξω ένα ποτάμι θυμού . Δαχτυλάκι δεν θα κούναγα για να το σταματήσω. Γειά σου Αλίκη και αι στο διάολο που με μπέρδεψες με τρανζιστοράκι.
      Έρχεται όμως μια μέρα που σταματάς να είσαι θυμωμένος.  Έτσι έρχονται τα πράγματα. Σαν να ξεκληρίζονται οι εχθροί σου . Παύεις να έχεις ανάγκη να τους μισείς. Ορμάς και πέφτεις πάνω τους σαν παλιά περισπωμένη. Μπορεί οι εχθροί σου να έγιναν εχθροί με κάποιους άλλους και εχθροί με εχθροί να εξουδετερώθηκαν. Δεν ξέρω ακριβώς τι γίνεται. Όσο μεγαλώνεις πάντως γίνεσαι όλος μια υπόκλιση μπροστά στον νόμο αυτό.
        Περνάς από μπροστά τους και σφυρίζεις αδιάφορα τραγουδάκια, σχηματίζεις χορευτικά βήματα και παύεις να κρύβεσαι πίσω από τους θάμνους. Αν σου πει κάποιος κάτι , αν σου επιτεθεί, αν δεν σε καταλάβει και ξεφύγει το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό να του πείς είναι '' ανθρώπινο ''.
        Όπως όταν κάθεσαι στο παράθυρο και βλέπεις να αναβοσβήνει η απέναντι πολυκατοικία . Και ενώ ξέρεις πως  όλους τους έχεις συμπαθήσει και όλους τους έχεις αντιπαθήσει.  Αρχίζεις να συμπαθείς , αυτούς που αντιπαθούσες. Περνάς έξω από το σπίτι των εχθρών και δεν επιταχύνεις το βήμα για να μην μολυνθείς από κάτι δικό τους.
     Η Αλίκη σκουπίζει το στόμα της με τη  διπλωμένη στο πιατάκι της χαρτοπετσέτα και τα περλέ της νύχια. Μπορεί να μου πει και κανένα ΄΄πάμε να φύγουμε δεν μας κάνει καλό τόσος ήλιος. '' Έτσι θα μου το πει κι ας βρέχει. Αν δεν μισήσω εκείνη , θα μισήσω την βροχή. Είναι και αυτό το αεράκι που κουνάει τα μαλλιά της και με μπερδεύει . Κουνιούνται τα μαλλιά , τα ρούχα της . Είναι ολοζώντανη ξανά μπροστά μου και όχι ένα αυτοκίνητο που ξαφνικά του έσβησες την μηχανή. Ανθρώπινη και ικανή για τα πάντα.


φωτογραφία Aντωνία Λουδάρου