Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Συμπόνοια




     Σ΄αυτό τον τόπο,  που όλα κρίνονται εκ  του σύνεγγυς, προυπόθεση για να γεννηθεί το αίσθημα της ευσπλαχνίας είναι να ανταμώνουν οι ευνοημένοι από την τύχη με τους υπόλοιπους. Έτσι μόνο βοηθούν οι Έλληνες : μόνο αν δουν μπροστά τους κάποιους που μορφάζουν από τα δεινά που τους έπληξαν . Άλλοι ίσως να το έκαναν αυτό παρακινούμενοι - όπως το ήθελε ο Κάντ- πιο πολύ από το καθήκον προς τον συνάνθρωπο παρά από την ευσυγκινησία τους. Δεν είμαστε όμως του καθήκοντος εμείς , κακά τα ψέματα. Επαφίεται έτσι η αλληλεγγύη σε κάποιους αδένες που υγραίνουν τα μάτια όταν αυτά αντικρίσουν στο πρόσωπο του άλλου , βαθειά σημάδια από αστροπελέκια. Αν λέιψει  κι αυτό, τότε ναι , θα έρθει η ερήμωση. Από την όραση μας εξαρτάται η συμπόνοια.



Απόσπασμα από το βιβλίο '' Η εποχή της όρεξης . Ακολουθώντας τα ίχνη του 60  ΄΄του Βασίλη Καραποστόλη , εκδ Πατάκη


Φωτογραφία από την ταινία '' Φάνι  και Αλέξανδρος ''  

2 σχόλια:

  1. Έτσι είναι. Δεν είμαστε του καθήκοντος εμείς. Κακά τα ψέματα! Και ανέκαθεν η Ελληνίδα μάνα, προέτρεπε : "Τα μάτια σου ανοιχτά!", "Τα μάτια σου δεκατέσσερα!", και αναφερόταν στην αυτο-προστασία του παιδιού της, που κυκλοφορούσε στις γειτονιές, στους δρόμους, στην κοινωνία. Και όταν, με τον καιρό, από το '60 έως τα χθες, φτάσαμε στην εποχή του κλειστού διαμερίσματος και της ψηφιακής εικόνας, με τις λοιπές αισθήσεις σε γλυκιά, μακάρια ύπνωση, πάλι με μάτια ορθάνοιχτα παρακολουθούσαμε από την οθόνη μας τον πόνο και τα σημάδια του κόσμου. Βουλιάζαμε λίγο παραπάνω στον καναπέ, αντιλαμβανόμασταν την ασφάλεια της απόστασης που μας χώριζε από τα τεκταινόμενα και αλλάζαμε κανάλι. Βλέπεις, σε αυτόν τον τόπο, "όλα κρίνονται εκ του σύνεγγυς" και εμείς προτιμούμε να τα παρακολουθούμε "εκ του μακρόθεν", από έναν άλλο τόπο, από έναν άλλο χρόνο. Ακόμη και τώρα, αλλάζουμε κανάλι. Νευρικά, πατάμε το κουμπί και χανόμαστε σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο, σε άλλη κουλτούρα. Αρχίζει ο "Σουλεϊμάν, ο Μεγαλοπρεπής". Τι να σου κάνει μόνο ένα ζευγάρι μάτια μέσα σε ένα διαμέρισμα με μία τηλεόραση, όταν δεν είσαι του καθήκοντος; Κακά τα ψέματα.

    Πολύ καλή επιλογή, Αννίτα μου.

    Γιούλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με άρωμα Κέδρου
    Καθόταν μόνος στη βιβλιοθήκη, μπροστά του αραδιασμένα βιβλία κάθε λογής σ’ ένα τεράστιο τραπέζι για πολλούς αναγνώστες. Άνοιγε το ένα βιβλίο μετά το άλλο ψάχνοντας ένα κείμενο για την τέρψη του, σύντομα θα ξεκινούσε την δουλειά του και στον λίγο χρόνο που του απόμενε αποφάσισε να τον ροκανίσει ξεφυλλίζοντας βιβλία. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε μια κόκκινη φιγούρα, γύρισε το κεφάλι του να δει καλύτερα και είχε εξαφανιστεί. Ο καφές μάλλον δεν είχε επιδράσει ακόμη στο μυαλό του, σκέφτηκε και, συνέχισε τη μελέτη του στη πρόταση που διάβαζε πριν. Ένα λεπτό δεν πέρασε, όσο χρειάστηκε για να χαθεί σ’ αυτό που διάβαζε κι ένα παιδικό γέλιο αντήχησε στη τεράστια αίθουσα, κοίταξε πάλι γύρω του και αστραπιαία η κόκκινη μορφή εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε στην άκρη του τραπεζιού. Σηκώθηκε και πλησίασε το σημείο που είδε το κοκκινόμορφο πλάσμα, το άρωμα του κέδρου βυθίστηκε στην όσφρηση του όσο πλησίαζε εκεί, άκουγε τώρα καθαρά μια λαχανιασμένη ανάσα, κοντοστάθηκε σα να φοβήθηκε λιγάκι καθώς ένα κοριτσίστικο πρόσωπο αναδύθηκε διστακτικά στο τέλος του τραπεζιού. Κοιταχτήκανε για λίγο και το κορίτσι σηκώθηκε όρθιο κρατώντας στο χέρι της το παιχνίδι της, ένα ξύλινο κούκλο στα κόκκινα ντυμένο. Του έγνεψε παιχνιδιάρικα και έλαμψε ο χώρος από το ζωντανό της χαμόγελο στη σιωπηλή αίθουσα. Τον πλησίασε, του πήρε το χέρι και τον κατεύθυνε στην καρέκλα όπου καθόταν νωρίτερα, αυτός κάθισε και το κοριτσάκι χάθηκε τρέχοντας στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης για δευτερόλεπτα. Ώσπου να καταλάβει τι είχε γίνει ζαλισμένος ακόμη, το κορίτσι είχε γυρίσει πίσω, αυτή τη φόρα όμως είχε και ένα παραμύθι στο άλλο χέρι της. Κάθισε δίπλα του, άνοιξε το βιβλίο της, αγκάλιασε τον κούκλο της και περίμενε να αρχίσει η ανάγνωση του παραμυθιού της κοιτώντας τον στα μάτια. Αυτός, χαμήλωσε το κεφάλι του πιάνοντας το μέτωπο του για λίγο, την κοίταξε χαμογελαστός, πήρε βαθειά ανάσα και γύρισε την πρώτη σελίδα του παραμυθιού. Για το επόμενο μισάωρο το κοριτσάκι γελούσε, σοβάρευε, μαζευόταν φοβισμένο, ξαναγελούσε και κρεμόταν από τα χείλη του κάθε φορά που άλλαζε η χροιά και ο τόνος της φωνής του αποδίδοντας τους ήρωες του παιδικού βιβλίου της. Αυτός, με λοξές ματιές χόρταινε με τις αντιδράσεις και τις εκφράσεις του προσώπου της και δώστου περισσότερο χρωμάτιζε την φωνή του. Στο ευτυχισμένο τέλος του παραμυθιού η μικρή πετάχτηκε όρθια, του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και εξαφανίστηκε σαν αερικό, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί απ’ τους διαδρόμους της βιβλιοθήκης, ήθελε να ρωτήσει το όνομα της, δεν πρόλαβε… Άνοιξε αργά τα μάτια του, ο καφές του άχνιζε ακόμη δίπλα στον υπολογιστή. Άκουσε τον ηλιάτορα να χασμουριέται, ξυπνούσε. Βγήκε στο μπαλκόνι για τσιγάρο όσο το κοριτσίστικο γέλιο και το μύρο του κέδρινου παιχνιδιού ακόμη σουλατσάριζαν χεράκι-χεράκι στο μυαλό του.
    ΥΓ. σου είπα να μου την προσέχεις και το αμέλησες, φιλενάδα. Τα αυτονόητα δεν χρήζουν περεταίρω κουβέντας παρά μόνο από πλευράς μου τη θερμή-θερμή μου παράκληση στην αφύπνιση της ενόρασης, σχώρνα με αν έσφαλα.
    “..για την υπέροχη έλξη που ασκούμε οι άνθρωποι μεταξύ μας γιατί τίποτα δεν συναρπάζει όσο η ανθρώπινη επαφή… κατανόηση στις ανάγκες του άλλου, για να νικήσουμε τους φόβους…”
    Σπύρος Τ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή