Την πρωτοσυνάντησα στην Κυψέλη. Κρατούσε σφιχτά την φθαρμένη τσάντα της, γεμάτη πεθαμένα έγγραφα και έντυπα. Έκανε πάντα την ίδια διαδρομή γυρνώντας από την δουλειά. Ο ομφάλιος λώρος που την ένωνε με την τσάντα ήταν σταθερά περασμένος στον ώμο της. Δεν εμπιστευότανε πλέον τα χέρια της.
Ντυμένη σκούρα, αδιάφορα . Πόσων χρονών να ήταν άραγε ; Είχα την αίσθηση μια βαριά ηλικιωμένης γυναίκας. Τα μαλλιά αυστηρά πιασμένα με ένα καφέ κοκαλλάκι πίσω . Ένα πρόσωπο , κλειδωμένο κρατούσε μακριά κάθε ξένη ματιά. Το πρόσωπο και η έκφραση του, είναι από τα λίγα που αποτελούν ιερή ιδιότητα του φέροντος. Γι'αυτό και ένιωθα πάντα παραβίαση ασύλου , την απόπειρα εισβολής σε έκφραση προσώπου , που επιθυμεί να παραμείνει κλειστό.
Αργότερα ξαναείδα την βαριά ηλικιωμένη γυναίκα στην Κάνιγγος , στην Κλαυθμώνος, στα Ιλίσια. Σκούρα πάντα ντυμένη , υπέργηρη , υποζύγιο με την ίδια τσάντα, φορτωμένη νεκρά έντυπα , να γυρνά από την δουλειά που όλο και λιγόστευε και όλο και τελείωνε. Ως που θα σωζόταν κάποια στιγμή εντελώς.
Ίσως όμως και να μην ήταν η ίδια , αλλά δυο, τρεις γυναίκες , που κέρδιζαν τον επιούσιο με τον ίδιο τρόπο. Για σήμερα , αλλά για αύριο δεν ήξεραν.
Δεν έμεινα έντιμη μέχρι το τέλος. Την κοίταξα , παραβίασα το άδυτο του προσώπου της , να δω την έκφραση της. Και δεν είχε καμία έκφραση. Δεν υπέφερε. Δεν αγκομαχούσε. Μόνο μαχόταν. Επέμενε να ζήσει. Κέρδιζε άλλο ένα βήμα. Μετατόπιζε άλλο ένα μέτρο το φορτίο της, προς τον προορισμό του. Πραγματοποιούσε μια αλυσίδα από αγώνες και γι΄ αυτό δεν της περίσσευαν περιθώρια να φοράει έκφραση. Δεν είχε χρόνο ούτε για να υποφέρει , ούτε για να θυμηθεί. Πάνω στο ίδιο λουρί της τσάντας, βασίζονταν και άλλα στόματα, τώρα πια.
Και μου θύμισε μια χελώνα, που επιβίωνε σε ένα μικρό παρκάκι κοντά στο σπίτι μου. Το καλοκαίρι χωρίς βροχές. Το καβούκι της κατασημαδεμένο με επουλωμένες ραγισματιές. Συχνά την έβρισκα ανάσκελα . Ζαβολιά μικρών παιδιών . Ίσως και να έμενε στην στάση αυτή για μέρες. Και δεν είχε καμιά έκφραση . Δεν λυπόταν , ούτε φοβότανε. ( Βέβαια καλύτερα θα εξιχνίαζε μια άλλη χελώνα , την έκφραση τούτης της χελώνας ). Μόνο προσπαθούσε να ζήσει. Κουνούσε τα πόδια της , χωρίς καμιά σπουδαία επιτηδειότητα , σίγουρη πως αυτή η κίνηση , δεν θα την επαναφέρει στην σωστή της θέση. Όμως τα κουνούσε. Μια μέρα την είδα να προχωρά προς την άσφαλτο της λεωφόρου. Ποτέ μου δεν έχω δει άτομο ( ναι άτομο ήταν) , τόσο αποφασισμένο.
Προχθές ξανασυνάντησα πάλι την γυναίκα-υποζύγιο στην Ιπποκράτους. Τραβούσε το φορτίο της νικώντας τον δρόμο βήμα -βήμα. Με τυφλή απόφαση να ζήσει. Όπως η χελώνα που προχωρούσε προς τη άσφαλτο. Ονειρευόμενη πως ζει ξένιαστη στα νησιά Galapagos.
Ζωγραφική Joshua Miles
http://joshuamiels.com/22895/paintings
Ποτέ δεν θα μάθουμε αν η χελώνα γνωρίζει πως παίζει ρώσικη ρουλέτα πάνω στην άσφαλτο. Μπορεί κι η μάνα της να χάθηκε έτσι, με αποφασιστικότητα ψάχνοντας το γενέθλιο νησί της. Η εικόνα της γριούλας εκπληκτική. Εχει βγει απ'τα σωθικά μας και, φοβάμαι, απ'τα χρόνια τα μέλλοντα γιά νά'ρθουν. Η τόσο απέριττη έκφρασή σου έφτιαξε, νομίζω, ένα απ'τα καλύτερα κείμενά σου, γεμάτο γιασεμιά κι αδιέξοδα και πρωινά σαν δροσοσταλίδες δάκρυα στα μάτια, γιά τόσους και τόσους λόγους. Καλή μας μέρα Ανν Λου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρέχθειος
O αφανής καθημερινός ήρωας...πιο τρυφερά και πιο γλαφυρά δεν θα μπορούσες να μας τον φέρεις απέναντι μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΛ
Μακάρια χελώνα. Προχώρησε μόνη της στο πέρασμα και κανείς ''μεσίτης'', ΄΄ολετήρας δεν της έταξε να την πάρει πάνω στην μοτοσυκλέτα των 2000 κυβικών , να την περάσει. Και την ίδια ώρα που θα την περνά απέναντι, να έχει φροντίσει εκεί να την περιμένει το ίδιο ''αιχμηρό''δασίλιο και να την απογοητεύσει και μάλιστα πικρά, γιατί η απογοήτευση θα είναι στο όνομα του ονείρου της. Μακάρια η χελώνα , γιατί ασυμβίβαστα προχωρά στον χρόνο που εκείνη αποφασίζει να περάσει . Και να γλυτώσει τουλάχιστον κανένα δόντι , βέρα , βραχίόλι, από τα ενέχυρα . Όσο για την γυναίκα -υποζύγιο, την γυναίκα που τρώει τα σωθικά της νύχτα μέρα, εγώ προσωπικά της ωφείλω μια συγνώμη. Και εύχομαι να ΄μην είμαι εκείνη την ώρα που θα της την λέω μόνος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΜ
Αγαπητέ Ερέχθειε,μαθαίνω σιγά σιγά πως οι πρωινές δροσοσταλίδες, είναι λέει το πιο σπουδαίο λίπασμα που μαλακώνει τα εδάφη στα αιχμηρά δασίλια και ευνοεί τα περάσματα λυτρωτικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδες Ξένια μου στο Google , πόσες όμορφες , γυαλιστερές , θεόρατες χελώνες ζουν στα νησιά Galapagos ; από αυτές που κατάφεραν και πέρασαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυνατά να ακουστούν οι συγνώμες ΝΜ , γιατί δεν θα τις πιστέψουν ούτε πολλοί , ούτε εύκολα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην έχω δει και εγώ αυτή την γυναίκα. Κράτά καμιά φορά και το χεράκι ενός παιδιού ή άλλη φορά την έχω δει να μετρά τα κέρματα της για να δει αν την φθάνουν να πάρει και ντομάτες από τον μανάβη και όχι μόνο ψωμί και τυρί. Την έχω δει να προχωρά σκυφτή μπροστά απο τις βιτρίνες, να μην τους ρίχνει ούτε λοξή ματιά και να ξανα μετρά πάλυ τα δίφραγκα της για να μπορέσει να αγοράσει ένα βιβλίο του παιδιού. Γιατί της μάθανε από μικρή πως αν γλυτώσει το παιδί , υπάρχει ελπίδα. Τι είναι αυτό που σε γεμίζει και δίνεις τόσα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρης Μαργαρίτης
Καταλαβαίνω πως η ελπίδα , πεθαίνει μαζί με τον άνθρωπο. Είχε διαλέξει να ζήσει, μας λες. Προχωρούσε αργά, κουνούσε τα πόδοα της ακόμα και όταν η κίνηση απλά δεν της έφερνε καμιά είδηση σιγουριάς πως θα τα καταφέρει και θα προχωρήσει, αφού πρώτα γυρίσει στην σωστή πλευρά. Είναι αυτή η επιλογή να ζήσει κανείς , να διαλέξει την ζωή από τον θάνατο σύμφυτη μέσα μας ή την αποκτούμε καθοδόν.Και άραγε όλοι αυτοί οι αυτόχειρες, όλοι αυτοί που δεν επέλξαν να ζήσουν, ήταν απλά πιο αδύναμοι, και αν ναι γιατί αυτοί και όχι άλλοι? Πόσο άλλαξε η ζωή μας και πόσο η προδοσία μας μασουλησε την ζωή. Γιατί αδιέξοδα είχαμε πάντα, αλλά μαζί με τα αδιέξοδα είχαμ εκαι χρώματα και αρώματα και μυρωδιές. Τώρα σαν όλα να σβήνουν , να ξεθωριάζουν. Η τελευταία σθ=υμπεριφορά μας με τις εκλογές , εμένε τουλάχιστον , μου ρούφηξε πολύ μεδούλι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΜ
Να μην ξεχνάμε πως τα είχες πει από τότε που οι πάντες κοιμόντουσαν όρθιοι. Με απίστευτη καθαρότητα! Τόσα σχόλια. Ξύπνησε κόσμος τότε όχι αστεία. Αλλά και εδώ είναι μαγικό αυμφωνώ με την Ξένια
ΑπάντησηΔιαγραφήΦενάκη από άρωμα
Τα αδιέξοδα. Οι καθημερινοί μας μοναχικοί βηματισμοί. Πέρα από τα φώτα. Μακριά από τους προβολείς της κοινωνικότητας μας. όταν μένουμε μόνοι, εμείς και η ουσία που φεύγει και χάνεται, αφήνοντας μας κάθε στιγμή και περισσότερο χαμένους, μπερδεμένους στα γρανάζια μιας ζωής , που δεν μας χαρίστηκε. Δεν θα πω τίποτα για σενα και που βουτάς. Δεν θέλεις πια τέτοια σχόλια. Να μοιραστώ μαζί σου, πως είμαι μια γριούλα και εγώ, αρσενική. Έχει και αρσενικές τέτοιες γριούλες η Αθήνα μας. Για υατό το σημερινό σου κείμενο, με έκανε και μένα να δακρύσω και πρωί και μεσημέρι και τώρα που σε λίγο θα πέσω για ύπνο και θα σκεπάσω στα σεντόνια μου άλλα λίγα μέτρα που πήγα το φορτίο μου παρακάτω. Σε ευχαριστώ πολύ Ανν Λου , γιατί μου δίνεις μια αναπνοή καλύτερη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜιχάλης
"Στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη
ΑπάντησηΔιαγραφήπερπατούσε η Δόξα μονάχη...",
17 από τα εκατό παληκάρια, ακολούθησαν την αλαζονεία και τη σοβαροφανή κενότητα, που πήραν το δρόμο για τας ευρώπας, βλέπεις, αλλά καθώς δε μιλούν τη γλώσσα της, δεν τους κοιτούν οι "κουτόφραγκοι".
Κάποιοι άλλοι, απόμαχοι, καμμιά 50, γέροι και γηρασμένοι νέοι, στις αποβάθρες, με βλέμμα απλανές, κοιτούν τα τρένα που κάνουν μία στάση, με τις μηχανές αναμμένες, έτοιμα να φύγουν, κι ακούν την ελπίδα, που ξέπνοα βογγά, να σύρει φωνή σε όλες τις γριούλες: "...και ξανά προς τη δόξα τραβά, τραβά, τραβά...". Ύπάρχουν κι άλλοι, που ξάπλωσαν αποκαμωμένοι, αλλά σηκώνονται ξανά και ανακτούν δυνάμεις. Λένε να το προσπαθήσουν. Άντε και ένα βήμα παρακάτω, με tempo, αξιόμαχα κι όχι ως "συνταξιούχοι του πολιτισμού" (που λέει και ένας φίλος) που δικαιούται τη σύνταξη, ισοβίως. Ζωντανά, γιατί χρωστάμε κι εμείς και στον πολιτισμό και στη ζωή. Ισοβίως.
Γιούλη
Εξαιρετικό! Τι τρυφερή περιγραφή ττων αδιέξόδων μας. Τι τρυφερή ματιά στον άνθρωπο. Σας έχω μεγάλο θαυμασμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστας Κάπρης