Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχωτικές λαχτάρες της νιότης , την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους , και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγονται μα αρνούνται , ως θάνατο να γίνουν στάχτη ; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας , με τα πόδια , με τα χέρια , τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα ; πόσες φορές σηκώθηκα όλο αίματα και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω ; που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη , σαν την ψυχή μου , να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα , πονετικά , ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου , το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου , σε όλες μου τις περιπλανήσεις , και στις μεγάλες μου αγωνίες το σφιγγα μέσα στη φούχτα μου και έπαιρνα δύναμη , δύναμη μεγάλη, σα να ΄σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη ; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα , τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη , σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν, αυτό θα είμαι αιώνια , πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες , άγριο χώμα της Κρήτης κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία , τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ΄αίμα , δάκρυα και ιδρώτα , γίνηκε λάσπη , γίνηκε άνθρωπος , πήρε τον ανήφορο , να φτάσει- που να φτάσει ; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια , έψαχνε , έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπο του.
Κι όταν , τα ολόστερνα τούτα χρόνια , απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο , τι καινούριος , όλο αναίδεια και τρόμο , αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπο του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε , μαζεύω τα σύνεργα μου. Ας έλθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα . Είμαστε εμείς οι θνητοί , το τάγμα των αθανάτων , κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω σε άβυσσο νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι , μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μην χαθεί , να με στερεώσει , να μη χαθώ , έκαμα το χρέος μου.
Απόσπασμα από το βιβλίο ''Αναφορά στο Γκρέκο'' του Νίκου Καζαντζάκη
Ζωγραφική του Μεξικανού Xolotl Polo
http://xolotlpolo.com/
Συνεχίζεις, συνεχίζεις, συνεχίζεις. Σταλιά,σταλιά, σταγόνα σταγόνα, σκέψη την σκέψη. Γιατί είσαι από τέτοιο μέταλο φταγμένη, να συνεχίζεις, να βηματίζεις, να τρέχεις, να προχωράς, δίπλα μας να πετάς.Να δίνεις παράδειγμα, να φέρνεις εδώ και να αφήνεις στο παραθύρι σου ψυχουλάκια αλλά και καρβέλια ολόκληρα ζωής,.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΜ
Kι όμως αντέχουμε και μπορούμε να μην έχουμε μελετήσει τους συγγραφείς μας. Θυμάμαι τα μπορντώ βιβλία των έργων του Καζαντζάκη με την υπογραφή της γυναίκας του σε κάθε αντίτοιπο, τότε που η ζωή είχε ακόμα χρώμα και άρωμα. Μα τι νομίζουμε πως είναι ο στοχασμός, κάτι επιφανειακό, να το διαλέξουμε και να τον περπατήσουμε; Ένας δρόμος βαθύς είναι και βο'ηθεια μας στην αναηφόρα του η μελέτη. Βρίσκομαι σε διακοπές, μα τίποτα δεν μοιάζει με διακοπές, οι έγνοιες πολλες βλέπεις και από Σεπτέμβη ακόμα χειρότερες. Στα βιβλία μου ακουμπώ και εγώ τα αχ μου, στα βιβλία και σε δυό τρεις φίλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣταύρος Λ
Παλιά νόμιζα πως ο Καζαντζάκης με αγγίζει γιατί πατούσε τα ίδια χώματα, που λατρεύω και τα ύμνησε με τρόπο μοναδικό. Ήταν συνώνυμο του κάθε καλοκαιριού μου. Άργησα να καταλάβω πως συντρόφευσε τους χειμώνες μου. Αξεπέραστος!! Καταπληκτική επιλογή και τόσο όμορφα σχόλια! Πόσο πολλοί μπορεί να είμαστε, που ακουμπάμε στο όμοιο...
ΑπάντησηΔιαγραφή