Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Παθητική φωνή




       Τα πρωινά ένα ένα θα σηκώναμε τα ρολά. Αξημέρωτα σχεδόν το ηλικιωμένο ζευγαράκι του τρίτου και ο Αλέκος που έφευγε για την ψαραγορά. Ακολουθούσαμε ένας ένας οι υπόλοιποι εμείς. Ο καθένας ανάλογα με την δουλειά του και την φόρα που είχε πάρει η τελευταία του βραδιά. Τέτοια μου λες. Ο Μιχάλης του δεύτερου ήταν πάντα τελευταίος. Αυτός κοιμότανε εκ πεποιθήσεως την ώρα που ξυπνάγαμε οι υπόλοιποι.
        Προχωρούσε η μέρα . Ποτίζαμε τα βασιλικά , απλώναμε τις μπουγάδες, άρχιζαν και τα φρου φρου και τσαρ τσαρ από τα τσιγαριστά στα τηγάνια και στις μαρινάδες. Έβλεπες τότε απ' τ' ανοικτά  παράθυρα έργα τέχνης αλησμόνητα. Στρογγυλούτσικα χεράκια να τσουλάνε αυτοκινητάκια στα μωσαικά. Κάποια ξεφλουδισμένα μπιμπελό πάνω στο τζάκι και  οι γονείς να μιλούν στο μέσα δωμάτιο. Λερωμένα χέρια να σκουπίζονται βιαστικά στην λερωμένη ποδιά , πόδια να σηκώνονται στις μύτες να βοηθήσουν ένα σκαστό φιλί να κάνει το ΄΄φεύγω'' να μοιάζει με γιορτή.
      Ήταν και μέρες με φωνές. Έτσι μου λες. Ξεσπούσαν καβγάδες, κλάμματα , κτυπήματα, σπασίματα. Μπερδεύονταν οι φωνές με το '' Riders on the storm '' του τέταρτου και τα ξεκαρδισμένα γέλια του πρώτου. Είχαμε και το ζευγάρι του πρώτου να λέει ακόμα  και στα λάχανα την αγαπημένη του ατάκα ''Τουρίστες της ζωής μας είμαστε ''. Αθόρυβα και μυστικά ψήλωναν τα παχουλούτσικα ποδαράκια, ίσιωναν τα σγουρά μαλλιά , κύρτωναν οι ώμοι. Έτσι διαβέναμε τα χρόνια στο  ακάλυπτο , μου λες.
       Μετά οι περισσότεροι μετακόμισαν στα προάστια . Σταμάτησαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια και άρχισαν να ξεχνιούνται. Την λησμονιά την διαδέχτηκε ο φόβος. Τον ακάλυπτο διαδέχθηκε ο άστεγος, με μια μικρή στάση στην γιασεμιού και αδιεξόδου γωνία. Στον ακάλυπτο δεν φοβόσουν , μου λες ποτέ. Μπορεί ο ήλιος που σου αντιστοιχούσε να ήταν λιγοστός και από συγκεκριμένη γωνία , να ανεβοκατέβαιναν οι προσδοκίες μαζί με τα ρολλά, ο φόβος του κενού όμως είχε γεφυρωθεί.
       Που και που σ΄αυτή την πόλη συνατιούνται οι τροχές μας . Σ΄ένα λεωφορείο που χαλάει , στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο σε μια βασανιστική αναμονή . Ζητάς ένα τσιγάρο από τον διπλανό σου και κλέβεις μερικά λεπτά από την ιστορία του. Συναντάς αγνώστους που κάνουν ακριβώς την ίδια διαδρομή με σένα , για τον ίδιο ακριβώς λόγο σ΄ένα άλλο σημείο της πόλης . Πέντε , δέκα τυχαίες συναντήσεις στην Πατησίων , στο Θησείο , σ΄ένα τρακάρισμα στην Λένορμαν , στο τυροπιτάδικο στην Ιπποκράτους. Συναντήσεις σαν παράσημα μιας ζωής που άλλαξε. Και όλη η αγωνία , η ενοχή της επιβίωσης και ο διχασμός της εποχής πέρνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Τέτοια μου λες.
     Δεν ξέρω αλήθεια αν σε καταλαβαίνω καλά. Κι αν πράγματι ο φόβος ήταν τελειωμένη υπόθεση τότε. Όμως θαυμάζω στην αφήγηση σου την ενεργητική φωνή. Πάει καιρός που έχουμε καθηλωθεί στην παθητική.  Τα ρήματα έχουν γίνει υπαρξιακά μπουμερανγκ και οι μετοχές έχουν αφεθεί σε μια αέναη επιστροφή στο εγώ. Τα πάντα κλίνονται αυτοαναφορικά.  Σαν κατηγορούμενα μιας  πρότασης. Δεν θαυμάζουμε, θαυμαζόμαστε. Δεν ψηφίζουμε , ψηφιζόμαστε. Δεν κοιτάμε , κοιταζόμαστε. Δεν υποφέρουμε, υποφερόμαστε. Δεν αγαπάμε, αγαπιόμαστε. Αρνούμενοι, διωκόμενοι, αδικούμενοι, καταδιωκόμενοι, πανταχού παρόντες δρώμενα οι ίδιοι , μιας επικοινωνίας που παραδόθηκε στο πάθος της παθητικής φωνής.
       Όμως να σου πω τι σκέφτομαι,  είκοσι χρόνια για να τους θυμόμαστε όλους φίλε μου , τουρίστες στην ζωή μας δεν υπήρξαμε  ποτέ.



1 σχόλιο:

  1. Και όταν το ρήμα φανερώνει κάποια ενέργεια, είναι συνήθως αυτοπαθές: Κάθομαι.. κοιμάμαι... Ξυπνώ, όμως;;;
    Φιλιά,
    Γιούλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή