Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Το σπίτι που ονειρεύεται

 


       Μόνο που πριν φύγει για την εκδρομή δεν ενημέρωσε τη Σοφία. Έξι χρονών η Σοφία και της έπεσε βαρύ όταν γύρισε από το σχολείο την Παρασκευή να μην βρει την μάνα της στο σπίτι. Ήταν τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια, θα γυρνούσε και ο πατέρας της το απόγευμα, όμως αυτό δεν την παρηγορούσε. Τα αδέρφια της ήταν πολύ μεγάλα και ο πατέρας της είχε πάντα πολλές δουλειές. Την προηγούμενη μέρα είχαν κοιμηθεί με την μάνα μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Έτσι έκαναν από τότε που ο πατέρας πήγε να κοιμηθεί στον καναπέ. Αδιάφορο της ήταν το γιατί της δικής του μετατόπισης. Το σπίτι ήταν μικρό και η Σοφία δεν είχε δικό της δωμάτιο. Αυτά είναι πράγματα των μεγάλων. Γιατί δεν της είπε πως θα έφευγε; Κι αφού έφυγε χωρίς να της πει κάτι, θα γύρναγε ξανά; 

        Όχι, δεν παρηγορήθηκε όταν γύρισε ο πατέρας της και της πρότεινε να πάνε για σουβλάκια στην πλατεία. Ούτε όταν της είπε να πάρουν κάποιο τηλέφωνο τη μαμά. Όχι, δεν ήθελε να της τηλεφωνήσει. Και όταν ήρθε το βράδυ και έπεσε να κοιμηθεί, τράβηξε το σεντόνι μέχρι πάνω από το κεφάλι της. Κλείστηκε μέσα σε μια δική της φωλιά και έμεινε εκεί ακούνητη μέσα σ΄ένα σκοτάδι αδιαπέραστο. Τα πάντα να έχουν αλλάξει θέση, μορφή και απόχρωση και αυτή να μην έχει να μιλήσει ούτε το λίγο που συνήθιζε. 

         Γιατί είναι αλήθεια πως στο σπίτι μιλούσαν λίγο και μόνο για τα απαραίτητα. Ο καθένας βυθισμένος στις ασχολίες και στα θέματα που τον απασχολούσαν. Τα βερνίκια στα νύχια της μάνας της να αλλάζουν αποχρώσεις ανάλογα με τις ορέξεις και την εποχή του χρόνου. Πολλές ήταν οι φορές που η Σοφία καταλάβαινε την διάθεση της μάνας από τα βερνίκια των νυχιών. Αν ήταν κόκκινο θα έβγαινε πάλι βράδυ και ίσως να αργούσε να γυρίσει. Αν ήταν ροζ έγραφε πολλά μηνύματα στο κινητό και βιντεοκλίσεις. Για όσο χρόνο η Σοφία θα έμενε μόνη, είχε την οθόνη και το πληκτρολόγιο της να της κάνουν παρέα. Τα χεράκια της έπεφταν πάνω στα πλήκτρα όμορφα και θλιμμένα, να σβήσουν το κενό της μοναξιάς σε μια σειρά, σε ένα παιχνίδι, σε ένα επεισόδιο.  Θα έκλεινε το φως στις δώδεκα, καμιά φορά ακόμα αργότερα, όταν τα μάτια της είχαν πια πονέσει.Ένα παιδί που έμοιαζε περισσότερο με πρόωρη γυναίκα, ένας ολόλευκος κύκνος, να πνίγεται στο γαλαζοπράσινο χρώμα μιας οθόνης υπολογιστή. Έμενε έτσι ώρες πολλές.

        Την άλλη μέρα ο πατέρας της απροσδόκητα της πρότεινε πολλά. Να πάνε στο ζωολογικό κήπο, να πάνε στο κέντρο να περπατήσουν, να πάνε στην Ακρόπολη. Σε όλα έλεγε όχι, δεν ήθελε, δεν είχε όρεξη. Ο υπολογιστής της, αυτός έφθανε. Όταν όμως άκουσε την πρόταση να πάνε να κάνουν ποδήλατο μαζί, τα πράγματα άλλαξαν. Ναι, ήθελε. Δεν του το είχε του πατέρα της. Ο πατέρας για την Σοφία ήταν ένας σχεδόν απόμακρος άνθρωπος, πάντα λίγο πολύ δυσαρεστημένος με όλα και όλους, και κυρίως με τον εαυτό του. Ταγμένος στην διαδρομή σπίτι-δουλειά δουλειά- σπίτι, με εξαίρεση οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να αυξήσει τα πενιχρά τους έσοδα. Ένας νευρικός άνθρωπος που ανέκαθεν περισσότερο φώναζε παρά μίλαγε. 

         Μήπως δεν ήταν όμως μόνο αυτά ο πατέρας της; Πήγανε και για πίτσα. Την άλλη μέρα πήγανε και στον Εθνικό κήπο, ταΐσανε τις πάπιες, μείνανε ώρες στις κούνιες. Η βόλτα τους τελείωσε στην Πινακοθήκη. Ένας πίνακας του Μιχάλη Οικονόμου ''Το σπίτι που ονειρεύεται'' της έκανε μεγάλη εντύπωση. Ένα σπίτι χαμηλό στο πουθενά, μια πόρτα δυο παράθυρα και μια κατακόκκινη κουρελού να ανεμίζει στον αέρα. Στην επιστροφή, μέσα στο μετρό, σχολιάζανε τον πίνακα. 

- Το βράδυ πριν κοιμηθώ κάθησε λίγο μαζί μου. 

- Ναι, βέβαια. 

- Όταν με πάρει ο ύπνος να φύγεις. Δεν είμαι μωρό. 

- Ναι παιδί μου, θα φύγω. 

Την επόμενη μέρα η μητέρα της γύρισε. Η Σοφία της ζήτησε να μην κοιμούνται μαζί. Ας της βάζανε ένα ντιβάνι στο σαλόνι. Ας κοιμόταν στο χωλ. Όταν γύρισε ο πατέρας της από την δουλειά του έδωσε μια ζωγραφιά. Τι είναι, τον ρώτησε; Καταλαβαίνεις; Εκείνος μπερδεμένος ξανά από τα καθημερινά, της είπε χαμηλόφωνα, πως δεν καταλάβαινε τι ήταν. 

-Το σπίτι που ονειρεύεται. 

Από εκείνη την ημέρα η Σοφία έκανε τα μαθήματα της στο τραπεζάκι του μικρού σαλονιού τους, δίπλα στον πατέρα της. Έκρυψε το τεράστιο πληκτρολόγιο στο πατάρι. Μια αντάρτισσα λυσσαλέα, της οικογενειακής θλίψης μέγιστη εχθρός. 



Ζωγραφική Μιχάλης Οικονόμου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου