Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα






             Ήταν βράδυ αργά όταν άκουσε χτύπους στην πόρτα. Ήταν ήδη καμιά ώρα που είχε ξαπλώσει. Ο ύπνος πάνε χρόνια που δεν τον έπαιρνε αμέσως. Ξάπλωνε, διάβαζε λίγο, έκλεινε το φως, στριφογυρνούσε αρκετά, κάποια στιγμή το αποφάσιζε και κοιμόταν. Γιατί το είχε καταλάβει πως κοιμόταν όταν το έπαιρνε τελικά απόφαση. Όταν οι σκέψεις του για την επόμενη επιβράδυναν το ρυθμό τους, γλυστρούσαν έξω από το αεικίνητο μέτρημα των δευτερολέπτων και έσμιγαν με την γαλήνη που η κάθε νύχτα θέλει να φέρνει στην φύση. Θέλει η νύχτα αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. 
          Έφθασε την πόρτα με απορία. 'Άνοιξε δειλά και είδε στο χαλάκι έξω από την πόρτα ακουμπισμένο ένα κουτί τυλιγμένο με κόκκινο, γυαλιστερό χαρτί και ένα φιόγκο πράσινο. Για δευτερόλεπτα σκέφθηκε πως δεν θα ήταν μάλλον για αυτόν, κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Κάποια εσωτερική δύναμη έσπρωχνε ζόρικα να ανοίξει το κουτί και να πάψει τα πως και τα γιατί. Το σήκωσε και είδε πως στην προσεκτικά δεμένη πάνω στο φιόγκο κάρτα έγραφε ''Το παρελθόν σου''.
           Τι είναι πάλι αυτό, αναρωτήθηκε. Κάποια πλάκα, ένα αστείο; Kάτι μεταφυσικό; Ώρα είναι να αρχίσω να τρελαίνομαι, σκέφθηκε. Το έστησε πάνω στην πολυθρόνα, μέσα στο σαλόνι και το κοίταζε. Υπό άλλες συνθήκες θα το είχε ανοίξει αμέσως. Όμως είχε πάψει να κάνει πράγματα αυθόρμητα πια. Είχε γεμίσει μεταμέλεια. Καλύτερα να σκεφτόταν λίγο. Θα κοιμόταν και το πρωί θα έβλεπε τι θα έκανε. Πού ξέρεις, μπορεί και να εξαφανιζόταν το παρελθόν του. Όπως απροσκάλεστα τον επισκέφθηκε, απροσκάλεστα να έφευγε.
            Έπεσε για ύπνο. Μόνο που ήταν αδύνατο πια να τον πάρει ο ύπνος με το παρελθόν του παρόν, στο σαλόνι πάνω στη πολυθρόνα και τυλιγμένο μ΄ένα φιόγκο. Το άνοιξε. 
             Το κουτί περιείχε ένα μικρό μπουκαλάκι γεμάτο μ' ένα οινοπνευματί, διαυγές υγρό. Το πώμα του ήταν από φελλό, στεγανοποιημένο με κερί. Το μπουκαλάκι απ΄έξω έγραφε ''Για την καρδιά όταν κρυώνει''. Η λογική πλέον τον είχε εγκαταλείψει. Αφημένος σε μια άγνωστη ορμή άνοιξε το μπουκαλάκι. Το σαλόνι πλημμύρισε από μυρωδιές. Πώς χώρεσε τόση ζωή σ΄ένα μπουκαλάκι, αναρωτήθηκε. 
              Η μυρωδιά της κουζίνας όταν γύρναγε πεινασμένος από το σχολείο και η μάνα του είχε φτιάξει κοτόπουλο στο φούρνο με την τέλεια αναλογία λαδιού, λεμονιού και μουστάρδας. Κανένα πιάτο δεν του είχε ξαναμυρίσει έτσι. Η μυρωδιά του βρεγμένου βασιλικού στο χωριό και οι κουρελούδες που άπλωναν με την αδερφή του στο χώμα κάτω από τις λεμονιές για να παίξουν. Κάθησε στη πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια για λίγο. Το αρωματοπωλείο είχε κι άλλα να δώσει. Η μυρωδιά της υγρής άμμου όταν έφηβοι ξάπλωναν στη παραλία τα βράδια και κοιτούσαν τα αστέρια κάνοντας όνειρα. Τα κορίτσια έβαζαν τα κεφάλια τους στη κοιλιά των αγοριών, ήταν το μαλακότερο μαξιλάρι τότε. Η νύχτα μύριζε θάλασσα και ο ιδρώτας αλάτι. 
          Η μυρωδιά από τα ρούχα του πατέρα του στη ξύλινη ντουλάπα. Μια μυρωδιά ξύλου και λεβάντας, γιατί έκρυβαν και πετσέτες σιδερωμένες με λεβάντα στην ίδια ντουλάπα. Κρυφά κάποιες φορές την άνοιγε και έψαχνε τα ρούχα του. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Η μυρωδιά της ασφάλειας, της σιγουριάς, που του λείπει τόσο τώρα. Ο πατέρας να γυρίζει και να ξαναφεύγει για την δουλειά αλλάζοντας τις φανέλες και τα καθαρά του πουκάμισα. Η κολώνια της μάνας του. Το μικρό μπουκαλάκι στο ντουλαπάκι του λουτρού. Μικρός έβαζε το σκαμνί να φθάσει, να ανοίξει το ντουλαπάκι του λουτρού για να το μυρίσει. Ερχόταν τότε η μάνα του μπροστά του κι ας έλειπε απο το σπίτι. Ήταν η μυρωδιά της προσμονής, ολόιδια με εκείνη που είχε ονειρευτεί.
     Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, όλο το σπίτι να μυρίζει ζάχαρη άχνη και μοσχοκάρυδο από τις συνταγές μαγειρικής. Η μυρωδιά της χαράς ήταν αυτή. Και θυμάται την μυρωδιά της μάνας του ανακατεμένη μ΄αυτή των δώρων και του πρώτου αυτοκινήτου τους. Γιατί στις γιορτές πηγαίνανε περισσότερες βόλτες. Και θυμάται την μάνα του να αρχίσει να περπατάει πιο βαριά, ο χρόνος να κυλάει πάνω της αλλά το μπουκαλάκι με το ξεθυμασμένο άρωμα της στο λουτρό την έκανε ξανά στα μάτια του νέα.
          Αγαπημένες μυρωδιές που με τον δικό τους τρόπο τον μεγάλωσαν και τον έφτασαν αθόρυβα και μυστικά σ΄αυτό που είναι τώρα. Η καρδιά του άρχισε να μαλακώνει στη θύμηση αυτής της ζωής που άφησε πίσω του. Αυτής της ζωής που κάποτε έμοιαζε και μπορεί και να ήταν αληθινή, όχι όμως παντοτινή. 
        Ψέμματα. Δεν μπορεί να πάψει η καρδιά να κρυώνει με θύμησες και νοσταλγίες. Τι έγραφε λοιπόν η κάρτα έξω από το μπουκάλι; "Για την καρδιά όταν κρυώνει''. Ψέμματα και το ήξερε. Τι ζητούσε απ΄ αυτόν ο αποστολέας του παράξενου αυτού πακέτου; Να του θυμήσει. Πως είναι ζωντανός. Αυτό να του θυμήσει. Πως είναι ακόμα ζωντανός. Και πως για όσο είναι ακόμα ζωντανός πρέπει να ζει όλα αυτά τα όμορφα, τα μυρωδάτα, όλα αυτά που πλημμυρίζουν τη ζωή. 
         Πριν γίνουν ανάμνηση αυτά και εκείνος ο ίδιος. 


Ζωγραφική: Hans Dieter
     

4 σχόλια:

  1. Είχε τελειώσει το στόλισμα και τα λαμπιόνια μπήκαν σε λειτουργία. «Δεν ανάβουν τα κίτρινα» είπε η κοριτσίστικη φωνή, η τρύπα στο χρόνο άνοιξε και μέσα της στροβίλισε η μητέρα.
    Θυμάται, ανέβαινε τη σκάλα το βράδυ μετά το ολοήμερο μεροκάματο κι έμπαινε στο σπίτι, παλιό κι αυτό σα και το δίπλα και πήγαινε στο μπαλκόνι να δει το αναμμένο πορτατίφ τoυ διπλανού της. Ο ακούραστος χτύπος μιας καρδιάς. Εκείνο το ζεστό κίτρινο την έλκυε, πίσω από την κουρτίνα έπαιρνε λίγο σαν όψη ανθόμελου. Το είχε μάθει πια το πρόγραμμα του και κάθε που νύχτωνε έσπευδε να τον δει. Κάποιες νυχτιές είχε πετάξει κάτι μικρές γαρδένιες και, δυό-τρεις μαργαρίτες μια άλλη φορά στο γυαλί του, μπας και της δώσει σημασία. Δεν έμαθε ποτέ αν τις συμπαθούσε ο διπλανός, πάντως παρέμενε αδειανό και καθαρό την επομένη το μπαλκονάκι. Καημό το είχε μια φορά να τον πετύχει να λοξοκοιτάει προς τα έξω, στη μεριά της. Να ανταλλάξουν μια κουβέντα στα τόσα χρόνια, σα δυό γνωστοί, σα δυό γειτόνοι. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή θα ήταν κάτι παραπάνω και τώρα πλήρωνε το κρίμα που του είχε κάμει, έλεγε, σήκωνε τους ώμους της και κλείνονταν στο σπίτι. Οι καναπέδες σκεπασμένοι με λευκά πανιά να μην σκονιστούν, κι η πολυθρόνα κι αυτή το ίδιο με μια καρό κουβέρτα τρύπια από τους σκόρους. Φτωχικά έπιπλα με ανατροφή, με θύμησες και διπλωμένα κομμάτια εφημερίδας στα πόδια τους για τα ζύγια. Κόσμος και κοσμάκης είχε ξαποστάσει σ’ αυτά, ένα αυλάκι ο καθένας τους κι ένα βαρύ σταυρό στο στήθος. Οι κυρτοί άνθρωποι ήτανε η εργασία της, ξαλάφρωνε το στέρνο της με δαύτους όσο άνοιγε διάπλατα να τους χωρέσει. Έτσι ήθελε το κίτρινο λαμπάκι να το αγκαλιάσει ‘κείνο το βράδυ, ένα πουλί ήταν κι αυτό με μια φτερούγα πληγιασμένη.
    Σήκωσε το σεντόνι, ξάπλωσε στο φιλόξενο καναπέ κι έκανε χώρο για να χωρέσει το λαμπιόνι όταν θα ‘ρχότανε στον ύπνο της. Δεν θα έρθει το ξέρω, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μόνο οι καιροί αλλάζουν, μονολόγησε κουρασμένα κι αποκοιμήθηκε…
    Σχεδόν είχε τσαλακώσει το γράμμα της μικρής για τον Άη Βασίλη στην επαναφορά, ήθελε να γράψει κι αυτή. Μια επιθυμία για μεγάλα παιδιά.


    υγ. Να μου σε προσέχεις
    Γιούλη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να σε ευχαριστήσω που είσαι εδώ, που γράφεις όπως γράφεις, που νιώθεις, που δηλώνεις παρούσα. Η σελίδα αυτή σου χρωστάει πολλά, η Ανν Λου σου χρωστάει πολλά..

      Διαγραφή