Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ήταν κάποτε μια



   Ήταν κάποτε μια που είχε στα μάτια κόκκινη φωτιά παγιδευμένων λύκων. Πάνω - κάτω στις ίδιες ατελείωτες διαδρομές, πλάι σε ποινικούς και επαναστάτες. Εξάρχεια-Πατήσια-Μεταξουργείο-Μετς. Μ΄ένα παλιοπαντέλονο. Χιλιόμετρα έρχονταν καταπάνω της οι μέρες. Στα παιδικά της χρόνια κανείς. Ερημιά εκεί. Μπαίναν κρυφά στο σπίτι της, κοιμόντουσαν στο κρεβάτι της, τρώγανε από το φαί της. Όταν βράδιαζε φεύγανε και αφήνανε τα πιάτα άπλυτα. Δεν εξηγείται αλλιώς, έτσι βρόμικος που ήταν  πάντα ο νεροχύτης, έτσι πολλοί που ήταν πάντα οι άνθρωποι. 
   Ανήμερα της γιορτής της, την είδα πάλι. Ν' ανοίγει την πόρτα σιγά σιγά και να μπαίνει. Πρέπει να είχε περάσει καιρός πολύς γιατί τα νύχια της είχαν μακρύνει και η φωνή της ακουγόταν με διακοπές. Κρύωνε τυλιγμένη σ΄ένα ξύλινο παλτό. Από μέσα περασμένα τα ποιήματα, δεμένα σφιχτά στο μέρος της καρδιάς. Εκεί που οι άλλοι κρεμάνε συνήθως ματάκια και μενταγιόν για να ξορκίζουν το κακό. 
    Την κοπάνησα εντάξει; Αυτό μου είπε. Να γλυτώσω από τις διασπάσεις,  την αποτρόπαιη μοναξιά. Τον ανυπόφορο θόρυβο των δρόμων. Να γλυτώσω ρε. Τις ίδιες, ατελείωτες διαδρομές στους δρόμους. Φωτογραφίσανε τον πόνο και βάλανε την φωτογραφία μου, δεν βλέπεις; Μια στάλα σταλαγμίτης απόμεινα, ένα τόσο δα πουλάκι. Κοίτα, χωράω σ΄ένα άδειο  μπουκάλι. Και η ζωή; την ρώταγα εγώ. Θέλω να σε ακούσω. Μην σωπαίνεις. Μην τους κάνεις την χάρη. Μην χάνεσαι τώρα. Μην αφήσεις την ασχήμια που σαν δεν έχει υπόσταση και ζωή, παίρνει δύναμη. 
    Ταυτότητα μια τροβαδούρος του χθες, μέλος μιας απενεργοποιημένης ζωής. Ένα πρόσωπο καθαρό σαν νεράκι και μια ψυχή όμορφη σαν νερού, μοίραζε ποιήματά της χέρι με χέρι. Αμετάκλητες προκηρύξεις μιας μεγάλης διαδήλωσης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πάει. Αυτό ήταν. 
Να ξανάρθεις. Μ΄ακούς; Εδώ θα είμαι. Κανείς δεν κρίθηκε. Ακόμη. 


Ζωγραφική Lale Mudlur



     
  

4 σχόλια:

  1. Είχε τελειώσει το στόλισμα και μπήκαν σε λειτουργία τα λαμπιόνια, «δεν ανάβουν τα κίτρινα» είπε η κοριτσίστικη φωνή, η τρύπα στο χρόνο άνοιξε και μέσα της στροβίλισε η μητέρα.
    Θυμάται, ανέβαινε τη σκάλα το βράδυ μετά το ολοήμερο μεροκάματο κι έμπαινε στο σπίτι, παλιό κι αυτό σα και το δίπλα και πήγαινε στο μπαλκόνι να δει το αναμμένο πορτατίφ τoυ διπλανού της, ο ακούραστος χτύπος μιας καρδιάς. Εκείνο το ζεστό κίτρινο την έλκυε, πίσω από την κουρτίνα έπαιρνε λίγο σε όψη ανθόμελου. Το είχε μάθει πια το πρόγραμμα του και κάθε που νύχτωνε έσπευδε να το δει, κάποιες νυχτιές είχε πετάξει κάτι μικρές γαρδένιες και δυό-τρεις μαργαρίτες μια κάποια άλλη φορά στο γυαλί του, μπας και της δώσει σημασία. Δεν έμαθε ποτέ αν τις συμπαθούσε ο διπλανός, πάντως παρέμενε αδειανό την επομένη και καθαρό το μπαλκονάκι. Καημό το είχε μια φορά να τον πετύχει να λοξοκοιτάει προς τα έξω, στη μεριά της. Να ανταλλάξουν μια κουβέντα στα τόσα χρόνια σα δυό γνωστοί, σα δυό γειτόνοι. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή θα ήταν κάτι παραπάνω και τώρα πλήρωνε το κρίμα που του είχε κάμει, έλεγε, σήκωνε τους ώμους της και κλείνονταν στο σπίτι. Οι καναπέδες σκεπασμένοι με λευκά πανιά να μην σκονιστούν κι η πολυθρόνα κι αυτή το ίδιο με μια καρό κουβέρτα τρύπια από τους σκώρους. Φτωχικά έπιπλα με ανατροφή, με θύμησες και διπλωμένα κομμάτια εφημερίδας στα πόδια για τα ζύγια. Κόσμος και κοσμάκης είχε ξαποστάσει σ’ αυτά, ένα αυλάκι ο καθένας τους κι ένα βαρύ σταυρό στο στήθος. Οι κυρτοί άνθρωποι ήτανε η εργασία της, ξαλάφρωνε το στέρνο της με δαύτους όσο άνοιγε διάπλατα να τους χωρέσει. Έτσι ήθελε το κίτρινο λαμπάκι να το αγκαλιάσει εκείνο το βράδυ, ένα πουλί ήταν κι αυτό με μια φτερούγα πληγιασμένη.
    Σήκωσε το σεντόνι, ξάπλωσε στο φιλόξενο καναπέ κι έκανε χώρο για να χωρέσει το λαμπιόνι όταν θα ‘ρχότανε στον ύπνο της. Δεν θα έρθει το ξέρω, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μόνο οι καιροί αλλάζουν, μονολόγησε κουρασμένα κι αποκοιμήθηκε….
    Σχεδόν είχε τσαλακώσει το γράμμα της μικρής για τον Αϊ Βασίλη στην επαναφορά, ήθελε να γράψει κι αυτή. Μια επιθυμία για μεγάλα παιδιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλά Χριστούγεννα να χεις Αννίτα!!
    Χρόνια πολλά εύχομαι με υγεία!!
    Σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή