Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Adolescence

 




          Γιατί συγκίνησε το  Adolescence; Ένας δεκατριάχρονος έφηβος, ο Jamie μεγαλώνει στα περίχωρα του Λονδίνου. Η οικογένεια του, μια οικογένεια εργατικής τάξης αποτελείται από τους γονείς του και την αδερφή του. Όλα δείχνουν σχετικά καλά.  Οι γονείς εργάζονται σκληρά, τα παιδιά έχουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη αγαθά. Ο Jamie κλείνεται στο εφηβικό του δωμάτιο και ασχολείται πολλές ώρες με το διαδίκτυο. Παίζει παιχνίδια; Μιλάει με τους φίλους του; Kαταστρέφεται από το διαδύκτιο; Άλλοι συγκινήθηκαν, άλλοι ταυτίστηκαν και άλλοι τρομοκρατήθηκαν παρακολουθώντας την σειρά. Θα ήταν τα ίδια συναισθήματα αν ο Jamie δεν δολοφονούσε την συνομίληκη συμμαθήτρια του με 7 μαχαριές; Aν έστρεφε το μαχαίρι στον εαυτό του, αν αυτοκτονούσε πηδώντας από το μπαλκόνι. Αν χανόταν από οποιαδήποτε εξάρτηση άδοξα και πρόωρα; Θα ήταν τα ίδια συναισθήματα αν ο Jamie εισέβαλε οπλισμένος στο σχολείο του και σκότωνε συμμαθητές του; 

        Τι είναι αυτό άραγε που συγκίνησε σ' αυτή τη σειρά; Το ότι δεν δίνονται εύκολες απαντήσεις; Το ότι όλα δείχνουν απλά,  καθημερινά και σίγουρα για τον εαυτό τους; Mήπως η μέγιστη απώλεια; Δυο ανήλικα θύματα.Πως όμως μπορεί κάποιος να μετρήσει μια τραγωδία;   

        Καθ' όλη την διάρκεια της σειρά παρακολουθούμε πότε ένα τρομοκρατημένο, πότε ένα τρομοκρατούντα έφηβο που αδυνατεί να ονοματίσει τα συναισθήματα του. Την ίδια στιγμή που η οικογένεια του δεν του παρέχει ούτε την στοιχειώδη συναιθηματική στήριξη. Ο πατέρας διεκπαιρεώνει. Θα ακολουθήσει το περιπολικό, θα καθήσει δίπλα στον Jamie κατά την διάρκεια της ανάκρισης, θα παρακολουθήσει με μια βαθειά σύσπαση στο πρόσωπο του τον σωματικό έλεγχο του γιού του, θα σταθεί όρθιος αλλά δεν θα τον αγκαλιάσει. Δεν θα τον αγκαλιάσει ποτέ σε κανένα από τα τέσσερα επισόδεια. Πόσα μυστικά άραγε κρύβονται στο δέρμα; ''Το Εγώ-δέρμα είναι η αρχική περγαμηνή, η οποία διατηρεί, τις προχειρογραμμένες διαγραμμένες, σβησμένες, υπερφορτωμένες σημειώσεις μιας αρχέγονης προλεκτικής γραφής'',  θα γράψει ο Ανζιέ στο εμβληματικό έργο του '' Το Εγώ-δέρμα''. Πόσα μυστικά κρύβονται στο δέρμα ενός πατέρα που αδυνατεί να αγκαλιάσει τον γιό του; Πόσα μυστικά στο δέρμα ενός γιου που δεν αγκαλιάζεται από τον πατέρα του; Σύντομα το σενάριο θα μας φέρει σε γνώση μας πως ο παππούς του Jamie κτυπούσε με την ζώνη τον πατέρα του. Το τραύμα, αυτό που ποτέ δεν συζητάμε, αυτό που χωρίς να το καταλάβουμε μας κυβερνά. Και εμείς που αφελώς νομίζουμε πως ελέγχουμε και διαχειριζόμαστε τη ζωή μας. Ενώ στην πραγματικότητα ταξιδεύουμε όπου το ασυνείδητο μας ορίζει. 

        Μια οικογένεια με έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης. Αυτό είναι που λείπει από την οικογένεια του Jamie. Όπου συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα των ανθρώπων να τα δικά τους συναισθήματα αλλά και των άλλων ανθρώπων. Μια οικογένεια που έχει κρύψει  πολλά κάτω από το χαλάκι. 

        Τι σημαίνει αυτό ; Σημαίνει πως οι γονείς του τον αγαπούν όμως αδυνατούν να το εκφράσουν. Δεν μπορούν να δουν τον γιό τους με ενσυναίσθηση. Αφημένοι στα δικά τους καθημερινά προβλήματα, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τις συναισθηματικές δυσκολίες του έφηβου γιού τους. Δεν γνωρίζουν πως να τον ακούσουν, πως να τον αγκαλιάσουν, πως να τον δουν. Στην πραγματικότητα δεν τον βλέπουν. Στην πραγματικότητα μεγαλώνει μέσα στο σπίτι αλλά σαν ''αόρατος''. Γιατί δεν μπορούν να τον δουν; Αφού ούτε οι ίδιοι έχουν συνειδητοποιήσει τις δικές τους προσωπικές συναισθηματικές δυσκολίες. Ο Jamie θα επιλέξει τον πατέρα του να σταθεί στο πλευρό του κατά την σύλληψη του γιατί όπως ο ίδιος είπε '' ο πατέρας μου δεν θα με επικρίνει''. Ο πατέρας του μια απείρως βελτιωμένη εικόνα του δικού του πατέρα, ένας βιοπαλαιστής διπλασμένος με το παραδοσιακό αντρικό πρότυπο , με περιορισμένη συναισθηματική νοημοσύνη αποστρέφει το βλέμμα του όταν ο Jamie δεν σκοράρει στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Αποστρέφει το βλέμμα του από ντροπή όταν ο Jamie δεν αποδεικνύει τις δυνάμεις του. Όταν η παιδοψυχολόγος ρωτάει το αγοράκι αν ο πατέρας του είναι στοργικός , ο Jamie σαστισμένος αποκρίνεται '' όχι τι βλακείες λες!'' . Ο πατέρας του δεν προβλέπεται από το αντρικό προφίλ μέσα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί να είναι στοργικός. 

        Πολλοί αναρρωτηθήκαν γιατί όχι την μητέρα του; Στο τελευταίο επεισόδιο θα δούμε την μητέρα του ξανά συντετριμένη , να αποτυγχάνει να κρατήσει το φόβο του γιού της. Στο τηλέφωνο του λέει πως ειδοποίησε την φυλακή για τις δυσανεξείες του. Λες και ο Jamie  να είχε πάει εκδρομή, κατασκήνωση ή σε κάποιο φίλο του να διανυκτερεύσει. Ο ίδιος θα πει στη παιδοψυχολόγο του '' η μητέρα μου ήταν πάντα αδύναμη''.  

          Ποια είναι για τον καθένα μας η εικόνα ενός εφήβου ; Ο έφηβος και η έξαρση του, ο έφηβος και το βάθος της απελπισίας του, ο έφηβος με τους ξαφνικούς ενθουσιασμούς του και την απόλυτη σύγχυση του, την αμείλικτη αίσθηση μοναξιάς, τις φλογερές αναζητήσεις της ταυτότητας του. Ο έφηβος με τις απότομες αλλαγές στην διάθεση του και τα ερωτικά πάθη. Η εφηβεία παρά την δυσκολία της είναι μια μεταβατική περίοδος ψυχικής αναδιοργάνωσης που λίγο πολύ προσδιορίζεται απ΄αυτά που την έχουν προετοιμάσει. Και τώρα που οι γονείς παύουν να είναι εξιδανικευμένοι τι κάνουμε; Η εγκατάλειψη της αυταπάτης είναι ένα ναρκισσιστικό πλήγμα που φέρνει πένθος στον έφηβο. Χρειάζεται νέα ινδάλματα. Τραγουδιστές, influencers, αθλητές, πολιτικούς. Χρειάζεται νεα ομάδα να ενταχθεί και εκεί να αποκτήσει κύρος. Περισσότερο για να αποκαταστήσει την ναρκισσιστική ισορροπία του παρά για να βρεθεί διέξοδος στις ενορμήσεις του. Εντάσσεται σε ομάδες φιλάθλων, σε ομάδες στο σχολείο, σε ομάδες στη γειτονιά, σε ομάδες που παίζουν ηλεκτονικά παιχνίδια και  γίνεται οπαδός, follower ή αρχηγός.

        Ο έφηβος αιφνιδιάζεται. Ο έφηβος πενθεί. Από την μια η μέχρι τώρα εικόνα του, οι μέχρι τώρα αναπαραστάσεις του εαυτού του είναι εδώ νωπές και ζεστές ακόμα. Από την άλλη όλα αρχίζουν να υποχωρούν από τις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις της ήβης. Η εφηβεία βάζει το αγωνιώδες ερώτημα '' τελικά ποιος είμαι; ''. Η προσδοκία,  λίγο πολύ συνειδητά σχέδια αλλά πάνω απ΄όλα οι φαντασιώσεις του έρχονται αντιμέτωπα με μια πραγματικότητα που δεν περιλαμβάνει την αλλαγή που είχε πλάσει στη φαντασία του. ''Είμαι άσχημος'' θα πει ο Jamie στην παιδοψυχολόγο του. Γιατί ο έφηβος θα συμπεριφερθεί όχι σε συνάρτηση με αυτό που ήταν ή με αυτό που είναι σήμερα. Ούτε με αυτό που ήταν ή δεν ήταν οι γονείς του. Ούτε με αυτό που του παρέχει ή δεν του παρέχει η κοινωνία, που συνήθως δεν του παρέχει, αλλά κυρίως σε συνάρτηση με αυτό που φαντασιακά και ασυνείδητα περίμενε από την νέα του ζωή. Σε συνάρτηση με αυτό που περίμενε να είναι η νέα του εικόνα. Η νέα του ταυτότητα, Και θα καθρεφτιστεί στα βλέμματα των άλλων εφήβων. Στα like, στα emoji, τις καρδούλες. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως ο έφηβος είναι τόσο εύθραυστος μπροστά σε ένα emoji ;

            Και εμείς που είμαστε σε όλα αυτά; Εμείς οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, η κοινωνία;  ''Κανείς δεν με βλέπει, κανείς δεν με ακούει, κανείς δεν ξέρει αν υπάρχω'' θα πει ξανά ο Jamie στην παιδοψυχολόγο.  Οι γονείς πίσω από την κλειστή πόρτα του εφηβικού του δωματίου συνεχίζουν τυφλοί και εγκιβωτισμένοι στις συναισθηματικές τους αγκιλώσεις την ζωή τους, την καθημερινότητα τους, αντιμετωπίζοντας όλες τις πρακτικές δυσκολίες τους. Συζητούν για όλα αλλά όχι για αυτά που πραγματικά τους απασχολούν. Δεν ανοίγουν τα θέματα που πραγματικά τους καθορίζουν. Οι σχέσεις τους, οι φόβοι τους, οι ανάγκες τους, τα απωθημένα τους. 

         Νιώθουν ασφαλείς που το παιδί τους είναι μέσα κλεισμένο αντί να αλητεύει στην γειτονιά. Ο πατέρας του μια απείρως βελτιωμένη εικόνα του δικού του πατέρα, ένας βιοπαλαιστής διπλασμένος με το παραδοσιακό αντρικό πρότυπο , με περιορισμένη συναισθηματική νοημοσύνη αποστρέφει το βλέμμα του όταν ο Jamie δεν σκοράρει στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Αποστρέφει το βλέμμα του από ντροπή όταν ο Jamie δεν αποδεικνύει τις δυνάμεις του. Όταν η παιδοψυχολόγος ρωτάει το αγοράκι αν ο πατέρας του είναι στοργικός , ο Jamie σαστισμένος αποκρίνεται '' όχι τι βλακείες λες!'' . Ο πατέρας του δεν προβλέπεται από το αντρικό προφίλ μέσα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί να είναι στοργικός. 

  O Jamie στα γενέθλια του πατέρα του έστειλε μια προσωπογραφία του πατέρα του. Αφού αππο μικρός ζωγράφιζε τρυφερές εικόνες. Ο πατέρας του όμως τον πήγαινε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, σε ριγκ πυγμαχίας για να σκληραγωγηθεί. Γιατί τι άλλο θα πρέπει να είναι ένα αγόρι εκτός από σκληρό ;  Μια έμφυλη ανατροφή που ξεκινάει στο  σπίτι αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Το πως οι πατεράδες και οι μανάδες συνδιαλέγονται και φέρονται μεταξύ τους χτίζει την πρώτη και ουσιαστικότερη βάση για το πως τα παιδιά τους θα χτίσουν τον έμφυλο εαυτό τους. Πολλοί γονείς έχουν ομολογήσει πως παρακολουθούν έντρομοι το αγόρι τους να εκτροχιάζεται όταν πάει  στο σχολείο και εκτίθεται στην διαδικασία της αρρενοποίησης λόγω της πίεσης από τα συνομήλικα αγόρια. Αν όμως η βάση του έμφυλου εαυτού του εφήβου είναι γερή οι επιρροές δεν θα είναι καταστροφικές. Πρέπει όμως να συζητάμε ανοικτά τα θέματα. Η βία κατά των γυναικών, η ομοφοβία, ο σεξισμός δεν ενφανίστηκαν ούτε χειροτέρεψαν με το διαδίκτυο, απλώς τώρα όλα τρέχουν πολύ πιο γρήγορα και όλα τα μαθαίνουμε ενώ οι γονείς μας δεν γνώριαζαν τι ζούσαμε στο σχολείο, στο δρόμο ή στην γειτονιά. 

                Ο Jamie δεν έπαθε ό,τι έπαθε από το διαδίκτυο, ούτε από τον Andrew Tate, ούτε από τον εκφοβισμό των  άλλων κοριτσιών ή τα αγοριών. Όλα αυτά έγιναν γιατί ο Jamie μεγάλωνε παρασυτικά πίσω από την κλειστή πόρτα του εφηβικού του δωματίου με τους γονείς του να μην τον βλέπουν, να μην τον ακούν, να μην τον εκπαιδεύουν στην ρύθμιση του συναισθήματος του, στη ματαίωση ακι σε όλα αυτές τις συναισθηματικές αρετές που θα αποτελούσαν για τον Jamie το πιο αποτελεσματικό εμβόλιο επι παντός βλαβερού. Οι γονείς τους σιωπηλοί και απόμακροι τον άφηναν μόνο του σε μια τόσο επώδυνη στιγμή της ζωής του. Συζήτηση, διάδραση είναι αυτό που αναζητούν και επιθυμούν οι έφηβοι για να γνωρίσουν τον εαυτό τους και ας δείχνουν πως το βαριούνται. 

                Η εφηβεία μοιάζει με ένα ορμητικό ποτάμι που τρέχει προς την θάλασσα. Θα πέσει πάνω σε φράγματα και θα τα συμπαρασύρει, θα ελιχθεί παρασέρνοντας αυτό που το περιβάλλει προκειμένου να καταμετρήσει την δική του ισχύ. Θα χαράξει τον δικό του υδάτινο δρόμο. Κάποιες φορές επώδυνα αλλά αναγκαία το ποτάμι θα εμπλουτισθεί με νέες ικανότητες, νέα ταυτότητα, νέα αντικείμενα αγάπης. Αν το φράγμα απλά παρακαμφθεί γιατί οι γονείς δεν είναι ουσιαστικά παρόντες αλλά στέκονται απλά αμήχανοι και σιωπηλοί πίσω από την κλειστή εφηβική πόρτα , η ροή των υδάτων θα αδυνατίσει, θα αποδυναμωθεί, θα στερέψει ή θα χαθεί προκαλώντας  χειρότερο πάταγο. 


                      

             


Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Ο κολυμβητής

 



            Όταν φτάσαμε εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα, είδαμε να έρχεται καταπάνω μας η παρέα με τους συνομήλικούς μου.  Σαν δικό μας καθρέφτισμα, μια ομάδα οκτάχρονων αγοριών που συνοδεύονταν από τους πατεράδες τους, διαγράφονταν μέσα στο πορτοκαλί χρώμα του σούρουπου.  Ο πατέρας μου άνοιξε το βήμα του για να τους συναντήσει νωρίτερα. Ακολούθησα και εγώ πλάι του σχεδόν τρέχοντας. 

           Στο ένα μέτρο σταματήσαμε όλοι και καθίσαμε στην αμμουδιά. Μικροί και μεγάλοι φορούσαν όλοι τα μαγιώ τους. Οι πατεράδες ήταν φίλοι, είχαν μεγαλώσει μαζί και τώρα συναντιόντουσαν μόνο τα καλοκαίρια όταν συμπίπταν οι διακοπές τους. Ήταν οι Αθηναίοι που επισκέπτονταν πάλι την περιοχή που παραθέριζαν μικροί. Το λες και προσκύνημα στις παιδικές τους αναμνήσεις. Τότε είχαν την ίδια ηλικία με τους πιτσιρικάδες που συνόδευαν τώρα. Ίσως τότε να τους πήγαιναν στη θάλασσα οι δικοί τους πατεράδες, ίσως να μιλούσαν για τα κορίτσια που τους άρεσαν, ίσως κάποιος απ΄όλους να ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο ξεχωριστός, ο πιο δημοφιλής ή ο αρχηγός της παρέας. Ίσως κάποιος να ήταν πιο αδύναμος, να έμενε πίσω, να μην άρεσε στα κορίτσια, να μην έπαιζε καλά μπάλα. Σίγουρα ο πιο αδύναμος θα ένιωθε άσχημα. Ίσως να μην ήταν καν τώρα εδώ ανάμεσα τους. Ίσως και να είχε καταφέρει να το ξεπεράσει και να έχει έρθει τώρα εδώ με τον γιό του. Όπως και να είναι, αυτά δεν τα γνωρίζαμε.                                                                           

- Amigos! Παίξτε, τρέξτε, κάντε ό,τι θέλετε. Ένας φίλος του πατέρα μου έδωσε το σύνθημα. 

            Για λίγο μείναμε άπραγοι να κοιτάμε τη θάλασσα. Όμως μέσα σε λίγα λεπτά αρχίσαμε να ξεφαντώνουμε. Με φωνές που χωρίς να το καταλαβαίνουμε μετατρεπόντουσαν σε στριγκλιές, τρέχαμε και μπαίναμε στη θάλασσα, κάναμε βουτιές, παίξαμε μπάλα. Οι φωνές μας σίγουρα θα έφταναν μέχρι το πολυτελές ξενοδοχείο στην άκρη της παραλίας. 

            Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μας έβαλε να κολυμπήσουμε μια απόσταση για να δούμε ποιος θα βγει πρώτος. Εγώ ήμουν σίγουρα καλύτερος στο κολύμπι και βγήκα πρώτος με άνεση. Θυμάμαι την χαρά μου και κυρίως θυμάμαι πόσο περήφανος ένιωθα γιατί έβλεπα και τον πατέρα μου να είναι ικανοποιημένος με την νίκη μου. Θυμάμαι πως ακόμα και όταν γυρίσαμε στο σπίτι ο ενθουσιασμός του ήταν ακόμα ίδιος και απαράλλαχτος. Θυμάμαι σαν τώρα πως είπε στην μητέρα μου πως έπρεπε να έχει έρθει να δει τον γιό της πως τους άφησε όλους πίσω και πως βγήκε πρώτος και πως έχω φοβερό ταλέντο και πως είναι κρίμα να μένει χαμένο. 

      Από τότε άρχισε το μαρτύριό μου. Ο πατέρας μου επέμενε πως ήμουν γεννημένος πρωταθλητής και εγώ ένιωθα υποχρεωμένος να τον δικαιώσω. Προπονήσεις από τα χαράματα πριν πάω στο σχολείο και εγώ να σκέφτομαι πως ο πατέρας μου θυσιάζει για μένα όλα τα πρωινά του για να με πηγαίνει. Τα απογεύματα, συζητήσεις για τους αγώνες μεγάλων αθλητών που τους βλέπαμε μαζί. Είχε αναλάβει τη διατροφή μου, τη γυμναστική μου, με ζύγιζε, μετρούσε το ύψος μου. O πατέρας μου ασχολειόταν αποκλειστικά με την κολύμβηση. 

               Όμως εγώ δεν ήμουν γεννημένος πρωταθλητής. Αυτή η  κολύμβηση δεν με ενδιέφερε. Η ζωή μου αυτή δεν με ενδιέφερε. Πώς θα μπορούσα όμως να του το πω; Πώς θα μπορούσα να τον απογοητεύσω τόσο πολύ; Οι αγώνες ήταν μια τραγωδία. Σπάνια πήγαινα καλά. Τουλάχιστον τόσο καλά όσο θα ήθελε ο πατέρας μου. Είχε τότε ένα παράπονο που με έκανε κομμάτια. Καλύτερα θα ήταν να μου φώναζε ή ακόμα να με πλάκωνε στο ξύλο. Θα έβγαινα πιο εύκολα απ΄όλα αυτά. 

               Δεν θα το πιστέψετε, αλλά αυτή η ιστορία κράτησε μέχρι τα δεκαεννιά μου. Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες στις Πανελλήνιες, δεν δέχθηκα την πρόταση του πατέρα μου να πάρω αναβολή από το στρατό και σηκώθηκα και πήγα φαντάρος. Τώρα είμαι 25 χρονών και δεν ξέρω ακόμα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Είναι στιγμές που λέω να παίξω κορώνα-γράμματα αφού δεν μπορώ να αποφασίσω. Να πετάξω ένα κέρμα στον αέρα, να πέσει μακριά, μέσα στο ποτάμι της ζωής, να βυθιστεί, να βγει στην επιφάνεια ξανά και να αρχίσει να στρίβει και να απομακρύνεται μέσα στη ροή του νερού. Μαζί του κι εγώ. 


Φωτογραφία Paul Cupido


                

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Η άχρηστη

 





           Εκείνο το πρωί η Αφροδίτη θα συναντούσε ένα συνεργάτη της σ΄ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Εδώ και χρόνια εργαζόταν σε ένα δικηγορικό γραφείο. Όταν είχε πρωινό ραντεβού τοποθετούσε από το βράδυ στην καρέκλα τα ρούχα που θα φορούσε προκειμένου να αποφύγει την παραμικρή καθυστέρηση. Με μαθηματικές κινήσεις φύλαγε το πρωινό γάλα των παιδιών σερβιρισμένο στα φλυτζάνια τους μέσα στο ψυγείο και άφηνε τα ταπεράκια με το φαγητό που τους ετοίμαζε για το σχολείο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πάνω σε μια χαρτοπετσέτα θα τους ζωγράφιζε έναν ήλιο με χαμόγελο, και θα ήταν αυτό το φιλί που εκείνο το πρωί δεν θα προλάβαινε να τους δώσει. Ο ήλιος είχε πάντα χαμόγελο είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε, είτε έβραζε ο τόπος. Όπως και το φιλί στα κεφαλάκια τους ήταν πάντα χαμογελαστό, είτε ήταν εξουθενωμένη, είτε ήταν θυμωμένη, είτε χαρούμενη. Η αποβραδίς ιεροτελεστία της περιελάμβανε και την τοποθέτηση νερού και δυο κουταλιών καφέ μέσα στην καφετιέρα. Να έχει το πρωί να πατήσει μόνο το κουμπί. Όση ώρα αυτή θα ντύνεται, να ετοιμαστούν δυο φλυτζάνια μοσχομυριστού καφέ. Ένα για την ίδια και ένα άλλο για τον Μιχάλη. Θα έπαιρνε και εκείνος το εναρκτήριο της ημέρας φιλί στα μαλλιά του, ενώ θα ξυπνούσε για να πάει τα παιδιά στο σχολείο. Η Αφροδίτη θα έφευγε κατεβαίνοντας τρεχάλα τα σκαλιά της πολυκατοικίας.      

         Έτσι και εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα της από το σπίτι της. Στο δρόμο συνάντησε ασυνήθιστα λιγότερη κίνηση για πρωινό καθημερινής. Έφθασε στο καφέ ένα τέταρτο νωρίτερα και άρχισε να συμβαίνει αυτό που πάντα την δυσκόλευε. Κάθησε μόνη της σ΄ένα τραπεζάκι, παρήγγειλε ένα καφέ και περίμενε. Ένιωθε φοβερή αμηχανία. Είχε την εντύπωση πως όσοι ήταν μέσα στο καφέ και όλοι οι περαστκοί την παρατηρούσαν και αναρρωτιόντουσαν "Κοίτα μια γυναίκα που κάθεται μόνη της και πίνει τον καφέ της. Τι κάνει άραγε μόνη της; Δεν έχει κάτι καλύτερο από το να κάθεται έτσι μόνη και άπραγη;" Μέσα στην αμηχανία της ψαχούλευε την τσάντα της. Βρήκε ένα χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να προσποιείται πως σημειώνει. Παίρνει ένα ύφος περισπούδαστο, ζωγραφίζει ομόκεντρους κύκλους και αρχίζει να νιώθει καλύτερα. Τώρα δικαιούται να πιεί το καφεδάκι της με την ησυχία της. 

        Όπως είναι σκυμμένη πάνω στο χαρτί και επειδή πρέπει να κάνει πως γράφει κάτι,  ασυναίσθητα γράφει "άχρηστη". Εκείνη την στιγμή φθάνει ο συνεργάτης της, βιαστικά ρίχνει το χαρτί στη τσάντα της. Σηκώνεται να τον υποδεχθεί. 

        Η Αφροδίτη πέρασε όλες τις υπόλοιπες ώρες με τα επαγγελματικά της και τις δουλειές στο σπίτι. Είχε μια στιφή γεύση στο στόμα. Όλα τα έκανε μηχανικά, και όταν το μικράκι της της έδειξε μια ζωγραφιά που έκανε για εκείνη στο σχολείο, σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που πήγε να κυλήσει. 

       Εκείνο το βράδυ είδε στο όνειρό της τη μάνα της. Ήταν λέει η ημέρα που είχε πιάσει πρώτη φορά δουλειά και είχε πάει χαρούμενη να της το ανακοινώσει. Η μάνα της καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν νευριασμένη. Την πλησίασε και την είδε δακρυσμένη. 

- Τι έχεις μαμά; τη ρώτησε φοβισμένα.

- Είμαι πολύ στεναχωρημένη, απάντησε. 

- Γιατί μαμά; 

- Γιατί είσαι τόσο μόνη. 

- Μα δεν είμαι μόνη μαμά. Έχω τον Μιχάλη, τα παιδιά, που με αγαπούν, έχω φίλους καλούς, συνεργάτες που με εμπιστεύονται. 

  Πάνε είκοσι χρόνια που την έχασε. Έφερνε πολύ βαρέως πως την έχασε την χρονιά των Πανελληνίων. Εκείνη να δίνει εξετάσεις και η μάνα της να πεθαίνει. Οι πολλές θεραπείες και επεμβάσεις να μην καταφέρνουν να αποτρέψουν τον θάνατό της. Εκείνη να έχει την έξαψη των καλών αποτελεσμάτων που την έστελναν σούμπιτη στην σχολή της πρώτης της επιλογής, και η μάνα της να αποχαιρετά τον κόσμο. Λίγο πριν ξεσπάσει η ασθένειά της ήταν η εποχή των άγριων συγκρούσεων ανάμεσα τους. Ήταν η εφηβεία της, ήταν η ορμή της νιότης που την έκανε να θέλει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού για να δει τι υπάρχει εκεί έξω. Η μάνα της και οι φόβοι της, λες και δεν την έβλεπε. Λες και δεν έβλεπε πως η Αφροδίτη ήταν πουλί και είχε έρθει η ώρα να πετάξει. 

    - Είσαι άχρηστη, αποτυχημένη και κανένας δεν θα σε θέλει, της έλεγε η μάνα της κάθε φορά που η Αφροδίτη έκανε κάτι που δεν το ενέκρινε. Κάθε φορά που δε μελετούσε, που δεν ήταν παραγωγική, υπάκουη και εργατική.

        Είκοσι χρόνια τώρα κλαίει κρυφά για τη μάνα της. Που έφυγε τόσο νωρίς. Είκοσι χρόνια τώρα είχε ξεχάσει όλη αυτή την εποχή των αντιπαραθέσεων. Είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά από τις σκέψεις της καθετί που την είχε πονέσει στη συμπεριφορά της. Είχε αποφασίσει πως η μητέρα της ήταν ένας άγιος άνθρωπος χωρίς κανένα ψεγάδι. Κάπως έτσι τη περιέγραφε άλλωστε πάντα στον Μιχάλη και στα παιδιά. 

         Για είκοσι ολόκληρα χρόνια πίστευε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυμάται τίποτα δυσάρεστο για τη μάνα της. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια είχε παγώσει η εικόνα και η σχέση τους. Σαν να τη σκότωνε για δεύτερη φορά. 

        Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Άνοιξε την τσάντα της, βρήκε το χαρτάκι που είχε γράψει τη λέξη άχρηστη. Το έκαψε μέσα στο τασάκι. Έφτασε μια μικρή απειροελάχιστη στιγμή, μια οποιαδήποτε ημέρα, σε ένα όποιο νάναι καφέ που μαζεύτηκε ο χρόνος, πάνω σε ένα χαρτάκι με ομόκεντρους κύκλους, για να αποφασίσει να δει τη μάνα της σε πραγματικούς όρους, να την αγαπήσει για όσα ήταν και για όσα δεν ήταν. Είναι δεν είναι. Υπάρχει δεν υπάρχει, αφού υπάρχει μέσα της. 

        Δεν είμαι μόνη μαμά μονολόγησε. Αποκοιμήθηκε μ΄έναν ύπνο γαλήνιο όπως ο χαμογελαστός ήλιος που ζωγράφιζε στη χαρτοπετσέτα για τα παιδιά. Είτε χιόνιζε, είτε έβρεχε, είτε έβραζε ο τόπος. Χωρίς ενοχές. 

        


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Με τον τρόπο του Γ.Σ

 



      Γιατί η ποίηση 

        -    ψιτ, μεγάλε-

    δεν είναι αιώρα ρεμβασμών 

    δεν είναι το φτερωτό σου κατοικίδιο

        -    ψιτ, μεγάλε-

    Όταν υποδύεστε το φεγγάρι

    να το υποδύεσαι και στη χάση του

        -    δεν θα στο κάνω πιο λιανά-

     Αν το νοείς αυτό

      έχει καλώς

       αλλιώς

    Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.

    Που να' σαι τώρα βρε Βλαδίμηρε, 

    τώρα που και τα δυο μας νόμπελ 

    έγιναν συμπληγάδες

    Κανείς δεν αρμενίζει πια για τ΄άρρενα

    κανείς για το γαλάζιο

    μονάχο του συχνάζει στα μεγάλα υψόμετρα

    και στις παλιές αγάπες.


Γιάννης Στίγκας 

Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο


Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Riders on the storm

 



        Γιορτές είναι το προνόμιο να μπορείς να κάθεσαι σ΄ένα γιορτινό τραπέζι με τους αγαπημένους σου ανθρώπους και να μοιράζεσαι ό,τι έχεις και ό,τι είσαι. Γιορτές είναι να θέλεις να δίνεις, αφού το δίνω σημαίνει παίρνω. Όπως το δίνω σημαίνει και μαθαίνω. Δίνεις χρόνο, αγάπη, σκέψη, εμπιστοσύνη, βλέμμα στο βλέμμα. Δίνω σημαίνει τελικά υπάρχω. Γέμισαν οι οθόνες από τις φωτογραφίες της ταινίας ''Υπάρχω''. Λες να υπάρχουμε το 2025; 

         Όμως σκέφτομαι πως δεν είναι για όλους γιορτές. Σε κάποιους φέτος κάποιος λείπει από το τραπέζι. Για κάποιους άλλους το γιορτινό τραπέζι χάλασε, έσπασε, το πήρε η θάλασσα της ζωής. Κάποιοι ζουν αναμένοντας πολεμικά ανακοινωθέντα, για μάχες που κρατούν χρόνια, μήνες ή για μάχες που μόλις ξεκίνησαν. Λες και ο καιρός άλλαξε ξαφνικά, κάνει κρύο, βρέχει, αστράφτει και εσύ δεν ξέρεις από που να κρατηθείς. Όπως το είχε πει ο Σαββόπουλος πριν από μας, '' ο κόσμος είναι αδιάβατος και εμείς ασθενικοί ''. 

     Ίσως τελικά γιορτές είναι να καταφέρεις γλυστρήσεις από την παθητική φωνή στην ενεργητική. Σε όλα αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, που δεν εξηγούνται, ούτε αλλάζουν, ούτε μετριούνται. Που στέκονται εκεί ακόμα κι όταν λέμε αντίο. Διαφεύγουν το μέτρημα γιατί από την αρχή είναι αόρατα και φευγαλέα. Και που τα νιώθεις σε όλες εκεί τις διαφωνίες, τις εκκρεμότητες αλλά και τις καλά περιφρουρούμενες κανονικότητες. Όλα αυτά που μας ενώνουν και που εμείς για αυτά ίσως  και να γινόμαστε  Riders on the storm. 

Χρόνια πολλά! Με το καλό να μας έρθεις 2025!




Φωτογραφία από την ταινία ''Three Colors : Red (1994)


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Το λάθος



            Σηκώνει τους ώμους του απότομα  και σταματάει να τρώει. Κάτι έχει μπει ανάμεσα τους, αν και θα ήθελε να πιστεύει το αντίθετο. 

- Τι με κοιτάς έτσι; την ρωτάει. Τι τρέχει; λέει και αφήνει απότομα κάτω το πιρούνι του. 

- Τίποτα. Δεν σε κοιτάω κάπως, του απαντάει εκείνη χαμηλώνοντας το κεφάλι της με τη μεγαλύτερη άρνηση που είχε κρύψει μέσα της.

       Δαγκώνει τα χείλη της για να μην πει όλα τα ναι του κόσμου που έχει αποχωριστεί. 

           Εκείνος συνεχίζει το φαί του. Η κουζίνα γεμίζει από το κροτάλισμα των δοντιών του.  Όταν τελειώνει, πετάει θυμωμένος την πετσέτα στο πιάτο του. Σηκώνεται και πηγαίνει να καθίσει στο καθιστικό στη γνωστή του θέση στα δεξιά του τριθέσιου καναπέ. Το βράδυ θα τον βρει ξαπλωμένο με τα ρούχα στον καναπέ. 

        Εκείνη κλείνει για λίγο τα μάτια της και γέρνει πάνω στο στραγγιστήρι. Δεν θέλει να επιμείνει άλλο σε όλο αυτό. Πρέπει να το σβήσει από τα μάτια της, να το βγάλει από τα μυαλό της και να συνεχίσει. Κλείνει τα μάτια της. Αν κάτι ήθελε πάνω απ΄όλα είναι ν' ανοίξει τα μάτια της, και μολονότι θα ήξερε καλά τι θα επακολουθήσει, να σαρώσει με τα χέρια της το στραγγιστήρι και να στείλει ποτήρια και πιάτα στο πάτωμα, να γίνουν χίλια κομμάτια. Αντί για αυτό, μένει άπρακτη. Αμίλητη με την πετσέτα στα χέρια αρχίζει να σκουπίζει με αργές κινήσεις τα μαχαιροπήρουνα και να τα φυλάει στο συρτάρι, τα ποτήρια στο ντουλάπι και την κατσαρόλα μαζί με το σουρωτήρι στην κάθετη ραφιέρα. Όπως πάντα θα ξυπνούσε πολύ πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, θα καθόταν και θα σκεφτόταν ξαπλωμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Στην κουζίνα θα έβρισκε ξανά ένα σημείωμα ''συγνώμη''. Την είχε πάρει από την δουλειά και την παρακάλεσε να συμμεριστεί τις δυσκολίες του. Όλα  πήγαιναν  κατά διαόλου. Η εταιρεία έδιωξε και τον Θανάση και τη Λίνα. ''Πόσο θα με κρατήσουν νομίζεις; Πλησιάζει η σειρά μου.''

    Θέλει να πιστέψει το συγνώμη. Από μικρή αναρωτιόταν αν όταν πιστεύεις κάτι πολύ, αυτό γίνεται αλήθεια. Δεν κατάφερε ποτέ μέχρι τώρα να καταλάβει αν μπορείς όταν έχεις κάτι καταχωνιάσει μέσα σου να το κρατήσεις ακέραιο και ζωντανό, ακόμα κι όταν γύρω σου γίνονται πράγματα που σου φωνάζουν ν' αλλάξεις αυτό που πιστεύεις και ενώ εσύ με πίστη στο όνειρο, στη χίμαιρα, στη ψευδαίσθηση παλεύεις και το κρατήσεις ζωντανό μέσα σου. Κάτι σαν ένα φιλί ζωής στον οργανισμό που πεθαίνει στα χέρια σου από ασφυξία.

     Εκείνη να μην γνωρίζει πού πατά και πού πηγαίνει, ενώ όλοι γύρω της να συνεχίζουν να μιλάνε και να ενεργούν σαν να είναι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος που ήταν και χθες και το προηγούμενο βράδυ ή πριν πέντε λεπτά. Όμως εκείνη να περνά τη χειρότερη κρίση της ζωή της και η καρδιά της να έχει ραγίσει. Σαν να είναι λάθος οι άνθρωποι, λάθος οι λέξεις, λάθος ο κόσμος και όλα αυτά να τα συνειδητοποιεί σε μια λάθος ηλικία. Το παρελθόν να γίνεται θαμπό. Λες και ένα αραχνοΰφαντο πέπλο να έχει τυλίξει εκείνα εκεί τα πρώιμα χρόνια. Να μην είναι σίγουρη για τίποτα. Ούτε καν αν όσα θυμάται πως είχε ζήσει μαζί του είχαν υπάρξει αληθινά. Το παρόν να μπερδεύεται με το παρελθόν και να πνίγει το μέλλον. Η αλλαγή εποχής να απαιτεί και το τελευταίο αποθεματικό αντοχής. 

        Ο εκφωνητής των ειδήσεων ξεκινάει το δελτίο με τον απολογισμό των πολέμων. Τόσοι νεκροί, τόσοι αγνοούμενοι, τόσοι τραυματίες. Ο σταθμός έχει στείλει τον απεσταλμένο του, δείχνει βίντεο από το νοσοκομείο που βομβαρδίστηκε και από τα καταφύγια. Μετά περνάει σε άλλα θέματα. Τρία παιδιά σκοτώσαν τον πατέρα τους για δώδεκα χιλιάδες ευρώ. Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή από αλιευτικό στην Μαρίνα της Ζέας. Αναστατωμένοι και θλιμμένοι οι γονείς της σέρνουν τα λόγια τους μπροστά στη κάμερα εκεί που ο ρεπόρτερ με σκούρο πουλόβερ τους ρωτάει. Η γυναίκα κλαίγοντας με το πρόσωπο της καλυμμένο με ένα χαρτομάντηλο και ο άντρας που στέκεται ίσα για να ψελλίσει στον δημοσιογράφο ''είναι η κόρη μου. Ελπίζω να βρουν αυτόν ή αυτούς που έκαναν αυτό το πράγμα πριν ξανασυμβεί. Όλη αυτή η βία.'' 

       Μετά τις ειδήσεις, τεντώνεται, χασμουριέται, βάζει και πίνει ένα ποτό. Την παρακολουθεί και τη ζυγίζει με την άκρη του ματιού του που ετοιμάζεται να μπει στο ένα επί ένα λουτρό και μετά να πάει για ύπνο. Φοράει τη μακριά, λευκή της νυχτικιά με τις μαργαρίτες. Το λουτρό τους μοιάζει με της Μαργαρίτας τ΄αλωνάκι. Το τηλέφωνο χτυπάει. Εκείνη απαντάει από το υπνοδωμάτιο. Είναι η Ροζαλία του φωνάζει από μέσα, θέλει να ρωτήσει για το ένα και το άλλο. Από το καθιστικό ακούει την φωνή της να περιγράφει το ένα και το άλλο. Σηκώνει το ακουστικό από το καθιστικό και κρυφακούει. Τώρα είναι σίγουρος πως δεν είναι η Ροζαλία. Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούει μια αντρική φωνή ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, που ξεροβήχει. Βάζει το ακουστικό στη θέση του, μένει και το κοιτάει. Πηγαίνει στη κουζίνα και παίρνει ένα κουζινομάχαιρο. Διπλώνει το καλώδιο του τηλεφώνου στα δυο και το κόβει. Την ώρα που βγαίνει στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με απορία, τον βλέπει να κρατάει το σταχτοδοχείο έτοιμος να της το πετάξει. 

  Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! Τον εκλιπαρεί. Αυτό είναι το σταχτοδοχείο μας. Σε παρακαλώ!

     Ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλαφιασμένος. Η προσβολή στο πρόσωπο του ανυπολόγιστη. Το λάθος της είναι τερατώδες. Θα πρέπει σύντομα να κάνουν μια κουβέντα. Υπάρχουν πολύ σοβαρά πράγματα που πρέπει να συζητήσουν και να ξεκαθαρίσουν. Ήλπιζε να το έχει κάνει σαφές πως την αγαπούσε ακόμα και ζήλευε. Μπήκε στο αμάξι του, γύρισε το κλειδί και έβαλε όπισθεν. Βγήκε στο κεντρικό δρόμο και άρχισε να τρέχει για κάνα δυο ώρες.  

              


   


Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Κατακαλόκαιρο

 




            Κατακαλόκαιρο κάπου στον Θερμαϊκό ήταν. Θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί στον Ευβοϊκό, στον Παγασητικό ή οπουδήποτε αλλού που η θάλασσα αγκαλιάζει και φιλάει τη στεριά. Ένα ξύλινο τραπέζι, στρωμένο με χάρτινο τραπεζομάντηλο που γράφει το όνομα του μαγαζιού ''Ο σπόρος" είναι ακουμπισμένο δίπλα στο νερό. Καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια κάθονται γύρω από το τραπέζι,  τσιμπολογούν από μικρά πιατάκια και πίνουν από μικρά ποτηράκια. Γελούν, μιλάνε δυνατά, μιλάνε γρήγορα, χαρούμενα, τιτιβίζουν. Μήπως τα παιδιά είναι πουλιά; Τσουγκρίζουν τα μικρά ποτηράκια, ευχόμενοι όλοι μαζί, δυνατά, "στην υγειά μας". Λίγο μετά επαναλαμβάνουν την ίδια ευχή, ρίχνουν λίγο κρασί ακόμα στα ποτήρια. Η θάλασσα φθάνει μέχρι τα πόδια τους, βρέχει τις σαγιονάρες τους. 

                Είναι οκτώμιση, ο ήλιος βρίσκεται ήδη μισή διάμετρο κάτω από τον ορίζοντα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ήλιος βουτάει πίσω από το Μπούρτζι του Ναυπλίου, φωτίζει τη Πορτάρα της Νάξου, βάφει με πορφύρα τα ανοιχτά πελάγη, τον υδάτινο καθρέφτη της λίμνης του Άγιου Νικόλαου στο Λασίθι, γλυστρά πίσω από τα τείχη μιας καστροπολιτείας, αποθανατίζεται από χιλιάδες ροματικούς στην Οία. Είναι η ώρα που ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα σαν να θέλει να ξεδιψάσει. Κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει για λίγο να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το θαύμα για πάντα ζωντανό. Αποχαιρετώντας τον ήλιο, οι καρδιές χτυπούν δυνατά. 

               Από το ραδιόφωνο του μαγαζιού ακούγεται ο  Παπάζογλου να τραγουδάει τον Αύγουστό του.

" Μα γιατί το τραγούδι να'ναι λυπητερό  

με μιας θαρρείς κι απ΄την καρδιά μου ξέκοψε

κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά 

ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄έπνιξε

φυλάξου για το τέλος θα μου πεις''

        Τα παιδιά τραγουδούν μαζί με τον Παπάζογλου το δικό τους Αύγουστο. Και τότε τον βλέπω. Ένα αγόρι σηκώνεται από την μια άκρη του τραπεζιού. Φοράει άσπρο μακό και τζην βερμούδα. Ο Παπάζογλου τραγουδάει "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". Προχωράει ξυπόλυτος, αθόρυβα και σταθερά μέχρι που φθάνει στην άλλη άκρη του τραπεζιού εκεί που κάθεται ένα κορίτσι. Σκύβει και την σηκώνει στα δυο του χέρια. Το κορίτσι μετατρέπεται στα μπράτσα του σε γοργόνα. Η ουρά της είναι τα πόδια της λυγισμένα στους αγκώνες του. Μια γοργόνα που ξεχάστηκε και βγήκε ώρα στην στεριά και τώρα θα επιστρέψει στην θάλασσα. Το αγόρι με το κορίτσι στα χέρια προχωράει αργά και ευλαβικά, μπαίνουν στη θάλασσα, προχωρούν μαζί, μέχρι που αρχίζουν να κολυμπούν αγκαλισμένοι. Φιλιούνται με φόντο το πορφυρό του ουρανού. 

        Οι φίλοι  σηκώνονται και τους χειροκροτούν. Μήπως τα παιδιά είναι ψάρια; Δεν σταματούν να τους χειροκροτούν. Ο χρόνος θέλει για λίγο να παγώσει. Να τους κρατήσει έτσι αγκαλιασμένους για πάντα. Το κορίτσι και το αγόρι αρχίζουν να επιστρέφουν προς την παρέα τους. 

        Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε περαστικοί. Ο σπόρος ριζώνει. Έχει τη δύναμη μιας αστραπής όπως κι ο έρωτας. 

                

Φωτογραφία Ανν Λου

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Το Τράνζιτ στον Ιανό


Παρουσίαση του Τράνζιτ στον Ιανό στις 26/6/2024 με την ευκαιρία της επανέκδοσης του για τέταρτη φορά, δέκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση.

    Τα διηγήματα του Τράνζιτ γράφτηκαν μεταξύ 2011-2014. Την εποχή εκείνη η χώρα μας ταλανιζόταν από πρωτόγνωρα θέματα. Ανασφαλείς, αβέβαιοι για την αυριανή ημέρα, κάποιες φορές απογοητευμένοι, θυμωμένοι περνούσαμε τη μια ημέρα ύστερα από την άλλη. Δηλώσαμε και αγανακτισμένοι για όλα όσα πιστεύαμε πως ήταν διαφορετικά χτισμένα γύρω μας και διαψευστήκαμε. Αγανακτισμένοι που αντιλαμβανόμασταν πως δεν είχαμε συμπεριληφθεί σε κάποιο κοινωνικοπολιτικό σχέδιο και πως δεν υπήρχαν τρόποι να μην ξεχαστούμε στα αζήτητα. Μπροστά μας βλέπαμε να συμβαίνει αυτό που δεν θέλαμε να συμβεί. Κάποιες γενιές που τους έτυχε να ζήσουν στα δύσκολα, στην κακή στιγμή της Ιστορίας,  να μετατραπούν σε παρενθέσεις. Οι επόμενοι να συνεχίσουνε το δρόμο τους, η Ιστορία να συνεχιστεί και σε εκείνα εκεί τα πέτρινα χρόνια κάποιοι να έχουν φάει το βόλι σαν να ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. 

     Η πραγματικότητα όμως μας διέψευδε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Κανένα σχέδιο δεν υπήρχε, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό και σίγουρα ούτε ανθρώπινο. Η χθεσινή χρυσή φούσκα μας είχε ξεράσει, και εμείς σημερινοί παραζαλισμένοι και χθεσινοί παντοδύναμοι, ψάχναμε να πιαστούμε από κάπου. Όπως εκείνο που συναντάμε στο διήγημα ''Πέρνα στιγμή μου πέρνα'': "Δεν ξεχνιούνται οι στιγμές που νιώσαμε παντοδύναμοι. Ένα εμείς κι Αυτή! Η μεγάλη ιδέα, η χίμαιρα, η ηδονή. Παντοδύναμοι στον ανεξέλεγκτο έρωτα μας. Πανίσχυροι με το νεογέννητο μωράκι μας στο στήθος. Ζαλισμένοι, με στάχτες μέσα στα μάτια, από τη γλύκα της επιτυχίας, του πλούτου, της εξάρτησης, της ανάδειξης, της επιρροής του πανίσχυρου εαυτού μας.  Αυταπάτη! Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε αυταπάτες!"   

        Η αυταπάτη διαλυόταν, σχέδιο κρατήματος της απογοήτευσης και επανασύστασης δεν υπήρχε. Οι θεσμοί συνεδρίαζαν κάθε εβδομάδα, οι φόροι αυξάνονταν, οι συντάξεις κοβόντουσαν και κυρίως πολλοί συνάνθρωποι μας δεν κατάφερναν ούτε να επιβιώσουν. Σε κάθε μια γωνιά στον ίδιο δρόμο που είμαστε αυτή την στιγμή, στο κέντρο της Αθήνας μας, είχαν στηθεί αυτοσχέδια σπιτικά. Με υπνόσακους, κουβέρτες και ό,τι άλλο μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο να αντισταθεί στο χειμώνα που τον έβρισκε αναπάντεχα άνεργο, αναπάντεχα άστεγο. Αλήθεια, μορφή βίας δεν είναι και η ανεργία; Τα νέα παιδιά στην καλή περίπτωση θα έπρεπε να ψάξουν μια δουλειά στο εξωτερικό. Τι κι αν θέλαμε να τους φωνάξουμε ''Μείνε να το παλέψουμε''. Κανείς δεν θα μας άκουγε. Πάντα προέχει η επιβίωση. Και φυσικά πιστοί στην Ιστορία, όπου πάντα το σκοτάδι γεννάει σκοτάδι, είδαμε και τον φασισμό να εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς και τρανταχτά. Όλα αυτά τα είδαμε, τα ζήσαμε, τα ξέρουμε. Τώρα αρχίζουμε σιγά σιγά να μην θέλουμε και να τα πολυσυζητάμε.

    Και αφού σχέδιο ανακάμψης δεν υπήρχε, έπρεπε να επινοηθεί. O καθένας να επινοήσει το δικό του, με την ελπίδα κάπου αυτά να συναντηθούν. Το Τράνζιτ ήταν η δική μου προσπάθεια να επινοήσω το σχέδιο διάσωσης. Ένα ανθρώπινο σχέδιο εμπερίεξης. Ήμασταν στην καρδιά μιας Τράνζιτ εποχής. "Εποχές τράνζιτ, σαν να χτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ είναι ξημερώματα, εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι και στέκεσαι μπροστά στο πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ. Οι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στη πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα. Χαλάει πάλι το ρολόι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει κάποιο μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού κάθισες πάνω στην άμμο, και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει είχες πει στον εαυτό σου "δες το καλά αυτό, πόσες ανατολές θα δεις ακόμα στην ζωή σου; '' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα, μέσα και έξω από τράνζιτ εποχές, που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη, σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελλα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει."

      Πώς μπλέκεται όμως μια ανθρώπινη εικόνα όπως το στιγμιότυπο που σας περιέγραψα μόλις, μ΄ένα ανθρώπινο σχέδιο διάσωσης από τις δύσκολες εποχές; Μα υπάρχει κάποια κρίση που ο άνθρωπος όταν θέλει δεν θα ξεπεράσει; Αυτό που εμένα με βοήθησε ήταν να θυμάμαι, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις λεπτομέρειες. Οι μνήμες, το καπηλειό της κυρά Γιωργίας στην αγαπημένη μου Πάτρα που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, το μικρό ζακετάκι που θα σου ρίξουν στον ώμο τα βράδια όταν σε πάρει ο ύπνος μέσα στην κουβέντα της παρέας. Από τα ''Τα λόγια θα μείνουνε λόγια'': Όσο θυμάται τον εαυτό της τους χειμώνες αγόραζε ανεμώνες. Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησε όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαν πολλές σιγουριές, ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαν πάντα'' και λίγο παρακάτω '' Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι. Ιδιαίτερα στα μαγαζιά με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της Κοτοπούλη στα μανταλάκια." 

        Η Virginia Satir είχε πει: "Έχεις κρίση; Γιόρτασέ το!" Όταν την επεξεργαστείς, όταν καταλάβεις, όταν συνειδητοποιήσεις τι έγινε, θα είσαι πιο ώριμος και πιο δυνατός.

"Σε πείσμα των καιρών, αγαπώ τους ανθρώπους που δε φοβούνται να λυπηθούν. Που μεγαλώνουν και ωριμάζουν για να χωρέσουν καλύτερα τη θλίψη τους. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος να τιμήσεις στη ζωή αυτό που έφυγε και αυτό που έρχεται; Που παραδέχονται πως δεν τα ξέρουν όλα και δεν παραχώνουν την άγνοια τους σε μια ''ολέθρια καλή διάθεση΄΄ επί παντός.  Τους ανθρώπους που προτιμούν μια βαθειά ζωή από μια ανούσια και επιφανειακή. Αυτούς που οραματίζονται στόχους, ιδανικά, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν στην καθημερινότητα τους. Τους δημιουργικούς. Αυτούς που σε όλα αυτά που ζουν προσθέτουν και αυτά που μπορεί η έμπνευση να τους αποκαλύψει. Γιατί η ζωή χωρίς φαντασία είναι στενή και δεν κυλάει. ( Μακροβούτι)

Το πετύχαμε; Μάθαμε κάτι απ΄όλα αυτά; Συνειδητοποιήσαμε; Δέκα χρόνια μετά. Όχι δεν θα ηθικοποιήσουμε τη κρίση. Όχι δα! Τι επικρατεί δίπλα μας, γύρω, μέσα και έξω μας; Ο καθένας σίγουρα θα δώσει την δική του απάντηση. Παρατηρώ να αντικαθιστούμε το ρήμα ''μιλάω'' με το ρήμα ''γράφω''. Λέμε μιλάω μαζί του και εννοούμε πως ανταλλάσσουμε μηνύματα. Όσο περισσότερες φωτογραφίες, τόσο λιγότερες αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, έρωτα, φιλίας, φροντίδας. Αν κάποιος λίγα χρόνια πριν μας έλεγε πως το πραγματικό φιλί θα αντικατασταθεί με ιδρωμένους ηλεκτρονικούς διαλόγους πληκτρολογίων και πως η παρουσία μας σ΄ένα ηλιοβασίλεμα θα δημοσιοποιείται οικειοθελώς, ίσως και να τον λέγαμε τρελό. Όμως αυτή είναι μια πραγματικότητα. Πολύ θα ήθελα να μετρηθεί κάποτε το ποσοστό των προσπαθειών να δημιουργηθεί μια σχέση με μια γνωριμία του instagram, tik tok, facebook. Είναι πιο ασφαλές αφού φαντάζεσαι τον άλλο όπως εσύ θέλεις και όχι όπως πραγματικά είναι. Να πάλι μπροστά μας η αυταπάτη.

Η κατανόηση της δικής μας αισθήσεως του χρόνου βοηθά σίγουρα να σκεφθούμε το ερώτημα. Με τον καθένα από εμάς και με όλους μαζί τι έγινε αυτά τα δέκα χρόνια; Μιλώ όχι για τον φυσικό χρόνο που αυτός τρέχει και δεν μας ρωτάει και δεν μας υπολογίζει. Αλλά τον άλλο χρόνο, τον υποκειμενικό, τον βιωμένο. Τι ζήσαμε; Τι δημιουργήσαμε; Εκείνο το χρόνο όπου εγγράφεται η σχέση με τους σκοπούς της ζωής μας και προβάλεται η εικόνα μας θετικά ή αρνητικά κατά το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας μας. Η απάντηση δεν είναι απλή. 

Η δική μου απάντηση είναι πως τραβάμε προς τη φούσκα, την αυταπάτη ξανά με μνήμη κοντή που εμποδίζει την ενεργή της διάσταση. Μια καθήλωση στο παρόν. Την ονομάζουμε και άρνηση. Η παντοδυναμία της εικόνας. Το εύκολο, το γρήγορο και το γυαλιστερό επικρατεί ξανά. Η διαφήμιση του τι έχω, τι είμαι, πού είμαι, πώς είμαι. Πέρα και μακριά από τις φαντασιώσεις μας, τι έμεινε να ζούμε, αφού με το μέλλον έχουμε κακή σχέση; Στην ομάδα λέμε πως το όνειρο που θα δει ένα μέλος είναι όνειρο της ομάδας. Ποια είναι τα ζωντανά μας σύμβολα, αυτά που μας κάνουν να ονειρευόμαστε; Τι μπορούμε άραγε να ονειρευόμαστε; Οραματίζομαι αυτό που περιγράφει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που τραγούδησε με ανεπανάληπτο τρόπο ο Νίκος  Ξυλούρης. ''Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.'' 

Προσωπικά ονειρεύομαι τη συννενόηση με όρους εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης στην ευθύνη του ενός στον άλλον. Να μην φταίνε πάντα οι άλλοι, να έχουμε και εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας. Είναι ένα μεγάλο όραμα που χτίζεται μέσα στα σχολεία. Που μεταδίδεται μέσα από την ουσιαστική Παιδεία και την γνώση του ανθρώπου για τον εαυτό του. Να χτίσουμε ένα μεγάλο μεγάλο σχολείο που στόχο να έχει την γνώση και την εξερεύνηση του ανθρώπου, των δυνατοτήτων του, και όχι την μεταφορά στείρων γνώσεων που θα τις ξεχάσουμε μόλις αποφοιτήσουμε. Στο σχολείο ωριμάζουν οι αυριανοί πολίτες, αυτοί που θα χτίσουν τις αυριανές Πολιτείες. Εκεί εκπαιδεύονται στην ικανότητα της επικοινωνίας, της συμπερίληψης, της αποδοχής της διαφορετικότητας. Εκεί μαθαίνουν οι άνθρωποι να κάθονται σε ένα κύκλο και να συζητάνε σαν ομάδα και όχι σαν αντίπαλοι. Μια συναισθηματική χαρτογράφηση των ασυνείδητων συναισθημάτων, αχαρτογράφητων ενδοψυχικών κινήτρων που κατοικοεδρεύουν εντός μας. Και εμείς αφελείς νομίζουμε πως η λογική μας κυβερνά, ενώ μας κυβερνούν πέρα και πάνω από οποιοδήποτε οικονομοκοινωνικοπολιτικό σύστημα και σχέδιο τα ασυνείδητά μας κίνητρα. Αυτά που σήμερα σας έφεραν εδώ, αυτά που σήμερα με έφεραν εδώ, αυτά που ίσως μας οδηγήσουν κάποτε να κάνουμε μια προσπάθεια, μια Απόπειρα ανθρώπινης, συνεννόησης. 

Πιο καλά από τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσε κάποιος να τα περιγράψει αυτά που ονειρεύομαι.

Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά. 

Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.

 Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.

 Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. 

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: 

"Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα". 

Αυτό θέλουμε κι εμείς. 

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

 Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την Όλια Νικολαϊδου και τον Θύμιο Κούκιο που βρέθηκαν κοντά μου στην παρουσίαση της επανέκδοσης του Τράνζιτ. Τα λόγια τους και οι σκέψεις τους έφεραν στο Πατάρι του Ιανουαρίου, ένα καλοκαιρινό θαλασσινό αεράκι.  Οι βελούδινες, μελωδικές φωνές και το βλέμμα τους στα διηγήματα. Στις λέξεις τις μέσα και τις έξω. Ένα '' φτου ξελεφτερία για όλους'' . Όπως αυτό που λέγαμε παιδιά και ορθώναμε άμυνες ιδανικές στην επίθεση του χρόνου. 

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Τα πιο όμορφα ταξίδια

 




            Τα πιο όμορφα ταξίδια δεν έχουν στην πραγματικότητα  προορισμό. Έχουν μόνο αποσκευές από χρόνια προετοιμασμένες, εισητήρια και δασμούς ασυνείδητα προεπιλεγμένα και πληρωμένα. 

           Τα πιο όμορφα, τα πιο μακρινά ταξίδια είναι τυχαίες συναντήσεις ανθρώπων που παίρνουν το παυσίλιπον σχήμα του έρωτα, το βάρος του πολύτιμου της φιλίας, τη δημιουργικότητα της συνεργασίας, της αναπάντεχης , ισότιμης συνοδοιπορίας. Δεν αναρτώνται, δεν φωτογραφίζονται, δεν αντιγράφονται, δεν επιδέχονται φίλτρα,  δεν εκποιούνται, δεν, δεν, δεν. 




Στην Κλημεντίνη

Ζωγραφική Marta Kiss  https://www.thenewyorkoptimist.net/marta-kiss-fine-art.html





Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Πάντως αν το περιπολικό ήταν ταξί, μπορεί τώρα και να ήταν σπίτι της.





        Πρώτα θα αφανίσει στο μυαλό του τη γυναίκα με ένα συντριπτικό τρόπο. Να μην του ξεφύγηει με τίποτα. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, δεν θα του ξεφύγει ποτέ. Δεν υπάρχει κανένας φραγμός. Σαν ένας πληρωμένος δολοφόνος που εκτελεί ένα συμβόλαιο. Ο ίδιος είναι ο εντολέας, ο ίδιος και ο εκτελεστής. Έπαθλο του είναι η δολοφονημένη γυναίκα. Μετά θα μιλήσει για ''την κακιά ώρα'', ''το θολωμένο νου''. Η ψυχιατικοποίηση ως το πιο νόμιμο άλλοθι της βίας. 

      Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω της. Ήταν ο ιδιοκτήτης της. Ήταν "δικιά" του. Δεν είχε δικαίωμα να πάψει τον θέλει. Προορισμένη να τον επιθυμεί δια βίου. Εκείνος θα την περιφρουρεί, θα της παρέχει ασφάλεια και εκείνη θα του παραχωρεί δια βίου, την αξία της ύπαρξης της. Να μην διανοηθεί να μην τον θέλει. Δεν είναι ελεύθερη να είναι ελεύθερη. Κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε γεγονός που η ζωή θα φέρει, θα του αποδυκνείει πως εκείνη ζει γι΄αυτόν. Να επιβεβαιώνει την άνευ όρων αφοσίωση της σ΄αυτόν. Όπως οφείλει να κάνει η κάθε σωστή γυναίκα. Να είναι άβουλη, άφωνη, υποταγμένη. Ένα άρτιο συμπλήρωμα του άντρα. Αν κάποια στιγμή πάψει να είναι το σημείο αναφοράς της, θα βουλιάξει στην αδυναμία του και στην ευαλωτότητα του. Όλα τα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα θα λυσσομανούν μέσα στο μυαλό του. Θα σφυροκοπούν μέσα στη μυαλό του. Θα τα έχει ζήσει σε όλη του τη μέχρι τώρα ζωή πολλές φορές, στην οικογένεια, στη γειτονιά, στη τηλεόραση. Και τότε θα την σκοτώσει. Θα την σκοτώσει  "επειδή την αγαπούσε''. Εκείνη το αποφάσισε με την ανάρμοστη συμπεριφορά της. 

       Η συντριβή όμως της γυναίκας δεν συντελείται μόνο με την βίαιη αφαίρεση της ζωής της. Όλα εκείνα τα ''τώρα το θυμήθηκε;".  Όλα εκείνα τα ειρωνικά σχόλια που πρεσβεύουν ότι ο όρος ''έμφυλη βία'' είναι ένας κενός όρος, το ''metoo'' μια χολιγουτιανή μόδα , ότι ο όρος γυναικοκτονία είναι άχρηστος αφού η γυναικοκτονία είναι και ανθρωποκτονία. Βέβαια δεν είναι καθόλου  σίγουρο πως οι γυναικοκτόνοι πιστεύουν πως  σκοτώνουν έναν πλήρη άνθρωπο, όπως είναι κάθε άντρας δηλαδή. 

        Αν έφταναν στο διακστήριο όλες οι υποθέσεις. Αν οι γυναίκες δεν ζούσαν με φόβο παγιδευμένες στα πρότυπα που τις θέλουν αφοσιωμένες, υποταγμένες, άφωνες. Αν αναγνωρίζαμε το βλέμμα του  νάρκισσου. Αν γνωρίζαμε τα μάτια του τα τόσο ζωντανά και ενδυναμωμένα πως κοιτούν μέσα στην απελπισία και την αδυναμία του.   Αν συζητάμε ανοικτά μέσα στις οικογένειες και στα σχολεία για όλες αυτές τις καθημερινές μικρές και μεγάλες τραγωδίες τότε το περιπολικό θα μπορούσε να ήταν ταξί και η Κυριακή ίσως και να ήταν τώρα σπίτι της. 



Ζωγραφική Elena Schumacher

        


        

            


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Ο κύκλος που έκλεισε

 



        Είχε προσφερθεί οικειοθελώς, να φροντίζει η ίδια οτιδήποτε που θα μπορούσαν να χρειαστούν τα δυο διαμερίσματα που ο Περικλής εκμεταλλευόταν σαν airbnb. Να γεμίζει τα ψυγεία με αναψυκτικά και ένα-δυο μπουκάλια φθηνό κρασί. Να μαζεύει τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και να τα αλλάζει με καθαρά, να βάζει κάποια καθαρίστρια και εκείνη να επιβλέπει το αποτέλεσμα. Να βάζει στο λουτρό σαμπουάν, σαπούνια. Να ελέγχει αν δουλεύουν τα κλιματιστικά το καλοκαίρι και τα καλοριφέρ το χειμώνα. Να καλωσορίζει και να αποχαιρετά τους ενοικιαστές, άλλωτε προσωπικά όταν μπορούσε και άλλωτε αφήνοντας τα κλειδιά στο στούντιο της Μαρίας στη γωνία ''Ομάδες Πιλάτες και Γιόγκα, ενδυνάμωση πυρήνα και ανάπτυξη σωματικής ενσυναίσθησης". Όλο αυτό στην ταμπέλα έξω από το στούντιο. Πιο μεγάλη η ταμπέλα από το ίδιο το στούντιο που είχε ανοίξει η Μαρία όταν βαρέθηκε να περιμένει άλλο τον διορισμό από τον AΣΕΠ. 

     Ήταν φίλοι από το Πανεπιστήμιο με τον Περικλή. Εκείνος Μηχανολόγος Μηχανικός, είχε παντρευτεί και δούλευε στη Γερμανία. Εκείνη σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός, αλλά δούλεψε κυρίως στις αποθήκες μεγάλων φαρμακείων. Είχε γίνει ειδικός στις φαρμακαποθήκες. Χαρούμενη όμως δεν την έλεγες, αφού δεν ήταν αυτό που ήθελε στη ζωή να κάνει. Να καταμετρά πόσα νούροφεν και πόσα ογκμεντίν έχει το φαρμακείο στην αποθήκη και ανάλογα να δίνει παραγγελίες για ανατροφοδότηση. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα στη ζωή που δεν πρόλαβε να βρει κάτι άλλο που να της ταίριαζε καλύτερα. Παντρεύτηκε τον Γιάννη στα 28, ένα καλό παιδί από την γειτονιά της. Δάσκαλος ήταν ο Γιάννης. Μέσα σε ένα χρόνο γέννησε την Μαρίκα και μετά από δύο το Λευτέρη της. Την πήρε φαλάγγι η καθημερινότητα. Τα παιδιά μεγάλωναν και μαζί με αυτά και οι υποχρεώσεις της. Στα δώδεκα χρόνια του γάμου δεν άντεξε τα νεύρα του Γιάννη. Χώρισαν ήρεμα, οριστικά και αμετάκλητα. Όταν της είχε κάποτε πει η μάνα της ''κατσούφη τον βλέπω'', δεν ήθελε να της απαντήσει. Έσκυψε και κοιτούσε τις μύτες των αθλητικών της. Το είχε αυτό. Δεν άνοιγε ούτε στη μάνα της, ούτε στο πατέρα της την καρδιά της. Ο Γιάννης από την ημέρα που παντρεύτηκαν σκυθρώπιασε. Από ένας ευθυτενής άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, με χαμογελαστά, μελιά μάτια, καμπούριασε, σκυθρώπιασε και έπιασε τον καναπέ. Μόλις γύρναγε από τη δουλειά, έτρωγε και έπεφτε με τα ρούχα στο καναπέ.

     Στις φαρμακαποθήκες το ωράριο είναι απαιτητικό γιατί πρέπει να φτιάξεις τις παραγγελίες, να παραλάβεις μετά τα φάρμακα και να τα τακτοποιήσεις. Γυρνούσε κάποια βράδια εννιά και δέκα, από το πρωί. Δεν άντεξε τις καχυποψίες του Γιάννη. Και πάνω σ΄ αυτές κερασάκι στη τούρτα τα νεύρα του. Όπως είπαμε, οριστικά και αμετάκλητα. Η ημερομηνία του διαζυγίου έπεσε πάνω στα γενέθλια της. 

        Όταν της μίλησε ο Περικλής για τα διαμερίσματα, αυθόρμητα του είπε πως θα τα φροντίζει εκείνη. Πες πως το έκανε για τα κρασιά που είχαν πιει στο ''Σχολαρχείο'' με την κοινή παρέα τους, τότε που η ζωή είχε χρώμα και άρωμα και γεύση. Πες πως το έκανε γιατί ο Περικλής είχε κρατήσει το ίδιο χαμογελαστό βλέμμα και της έγραφε και μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές κάθε χρόνο, ή για το σταθερό τηλέφωνο πάντα την ημέρα της γιορτή της. 

- Χρόνια πολλά Ναταλία! Με υγεία!

- Σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές ρε Περικλή! Που θυμάσαι τη γιορτή μου!

        Είχε ανάγκη ο Περικλής να νοικιάσει τα διαμερίσματά του. Έπρεπε να αυξήσει τα εισοδήματά του τώρα που είχε να κάνει τις θεραπείες. Το είχε ψάξει και το airbnb τον σύμφερε καλύτερα. Χρειαζόταν όμως κάποιον άνθρωπο να τα φροντίζει. Εκείνος από μακριά δεν θα μπορούσε. Οικειοθελώς τα ανέλαβε η Ναταλία. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς. 

        Τον τελευταίο καιρό είχε πέσει πολύ. Έξι μήνες τώρα αισθανόταν βαριά. Όταν ξυπνούσε το πρωί δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Και τα βράδια στριφογύριζε στο κρεβάτι ώρες μέχρι να μπορέσει να αποκοιμηθεί. Σκέτη μαυρίλα. Τα παιδιά πια είχαν μεγαλώσει. Ο Λευτέρης είχε αποφοιτήσει από το Λύκειο το περασμένο καλοκαίρι. Ο Γιάννης εδώ και δυο χρόνια έβγαινε με μια άλλη γυναίκα και ήταν όπως έμαθε καλά μαζί. Κρατούσαν καλή σχέση μεταξύ τους. Είχαν συνννενόηση για τα παιδιά. Οι γονείς της μεγάλωσαν αλλά είχαν ακόμα την υγεία τους σε καλή κατάσταση. Συνέχιζε να δουλεύει στις φαρμακαποθήκες. Τα φαρμακεία τώρα είχαν βάλει και τα καλλυντικά στην αγορά, και αυτό δυσκόλευε πολύ τη δουλειά της. Γύρναγε αργά αλλά τι να κάνει; Το Μαρικάκι ήθελε να ακόμα δυο χρόνια να τελειώσει το Πολυτεχνείο. Και ο Λευτέρης τώρα μόλις ξεκινούσε. 

    Η Ναταλία έσπρωξε λίγο τον εαυτό της να πάρει μπρος. Άρχισε να πηγαίνει στο στούντιο για πιλάτες και γιόγκα. Έτσι για μια αλλαγή. Να βγαίνει και λίγο παραπάνω με τις φίλες της. Σκεφτόταν να ξεκινήσει να μαθαίνει Τούρκικα, μήπως και αξιωνόταν να πάει εκείνο το ταξίδι που ονειρευόταν πάντα στην Κωνσταντινούπολη. Να χαθεί μέσα στα παζάρια με τα αρώματα και τα μπαχάρια. 

   Δεν θυμάται πως έγινε. Αυτό όμως που θυμάται είναι πως μια μέρα εκεί που έστρωνε τα καθαρά σεντόνια στο ένα διαμέρισμα, τρύπωσε στα ρουθούνια της ένα άρωμα. Ήταν η λεβάντα του μαλακτικού. Η μυρωδιά την κύλησε μονομιάς σε εκείνη την εποχή που την πλάκωνε η μαυρίλα. Στο μυαλό της ήρθε μόνο μια εικόνα. Ο Λευτέρης της να κρατάει στα χέρια του το απολυτήριου Λυκείου, να φοράει το καλό του πουκάμισο και το καλό του παντελόνι και να χαμογελάει στο φωτογράφο. Ο Λευτέρης της, το στερνοπούλι της, αυτός που είχε γίνει ένας λεβέντης που ορμούσε τώρα καλπάζοντας στα κύματα της ζωής και σίγουρα θα νίκαγε. Ο Λευτέρης της. Και ο κύκλος που έκλεισε. 


Φωτογραφία: Street artist JR

             

        

            

                        

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Γειά σου ρε Siri

    




         Αλλάξτε τη φωνή του Siri. Πατήστε την επιλογή φωνή και αλλάξτε την φωνή του Siri. Διαλέξτε μια στιβαρή, μεστή φωνή που να ακινητοποιείται στιγμαία, να διακόπτεται ο ήχος για να σας κρατάει σε μια αγωνία δευτερολέπτου. Απ΄αυτές τις φωνές που αφήνουν να φανταστούμε όλους τους μύες του λάρυγγα, του φάρυγγα, της γλώσσας, του σαγονιού, των ώμων, της ωμοπλάτης, της κοιλιάς να είναι ευλίγιστοι  και δυνατοί. Κανένα άγχος να μην αντανακλά πάνω τους. Ό,τι τους έχει πληγώσει στην ζωή να μην έχει αφήσει κανένα σημάδι μέσα τους. Ή διαλέξτε μια φωνή πιο ψηλή, πιο τραγουδιστή. Απ΄αυτές που οι χορδές τεντώνονται σαν ιμάντες και λεπταίνουν για να παράγουν τις ψηλές νότες. Μια φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε μια αφελή νεαρή που θα πρέπει να βρει τρόπο να κερδίσει την ανασφάλεια και τις αναστολές της. 

         Mπορείτε να αλλάξετε και τη γλώσσα του Siri. Πατήστε γλώσσα, για να επιλέξετε σε ποια γλώσσα θα θέλατε να σας δίνει της απαντήσεις στα ερωτήματα και στα αιτήματα σας. Γαλλικά, Νεουρκέζικα, Ελληνικά, Αγγλικά, Ισπανικά. Και κάντε συνδιασμούς τώρα. Μια αισθησιακή φωνή Siri που μιλάει γαλλικά, πείθοντας σε πως μπορεί να πεθάνει για σένα. Μια χαρακτηριστικά βραχνή φωνή, σαν να έρχεται κατευθείαν από το Νότιο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης, η φωνή του δρόμου, του χιπ χοπ, να αντανακλά το γκράφιτι του δρόμου που θα ήθελες να έχεις κάνει αλλά δεν τόλμησες ποτέ, η φωνή της ουτοπίας, της αυθεντικότητας και ενός πιο άνετου, πιο cool εαυτού που επίσης θα ήθελες να έχεις μα δεν κατάφερες ποτέ να αποκτήσεις. Μια φωνή ντυμένη στο ιδιαίτερο χρώμα του τζαζ ήχου. Μια φωνή που να απελεθευρώνει όλες τις σκέψεις που τριγυρνούν στο κεφάλι σου στη παλέτα μιας μπαλάντας ή ενός μπλούζ. 

        Το Siri δεν ονειρεύεται. Δεν βγάζει κραυγές οργής, δεν επαναστατεί για όσα στερήθηκε, για όσα προσδοκούσε και διαψεύσθηκαν. Το Siri δεν έχει φτώχεια περήφανη και ομολογημένη. Το Siri δέχεται παραγγελίες για να καλύψει αιτούμενα, είναι εργαλείο στο χέρι του καθενός, νοικιάζεται, ανταλλάσεται, μισθώνεται, μπαίνει στη βιτρίνα, ικανοποιεί χωρίς ποτέ να μπορεί να ικανοποιηθεί και τελικά αποσύρεται. Ένα καινούργιο, πιο εξελιγμένο Siri το αντικαθιστά. Παίρνει τη θέση του, μπορεί τώρα να καλύψει με τις καινούργιες του ιδιότητες κι άλλες ανάγκες. Αναγνωρίζει τώρα το βλέμμα, το συναίσθημα πίσω από το βλέμμα. Το συναίσθημα που κρύβεται στο μέταλο της φωνής. Το Siri που εξελίσσεται γρήγορα, πάντα εναρμονισμένο στο οικονομικό κέρδος. 

    Η σιωπή του κρατάει τόσο όσο θα του ζητηθεί να επαναλειτουργήσει. Δεν είναι η σιωπή της πίκρας για όσα ακυρώθηκαν, για όλες τις απουσίες και τις απώλειες που άδειασαν τις μέρες του. Η ασπρόμαυρη και βωβή ζωή του είναι ακατανόητη.  Όπως και η αλληλεγγύη των βλεμάτων. Όπως και η αξιοπρέπεια, όπως και η αγάπη. Η αληθινή ζωή όμως έχει απ΄όλα αυτά και δεν του επιτρέπουμε.


Φωτογραφία από την ταινία Τα φώτα της Πόλης.

 


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Το ξεχασμένο παιδί

 



        Το ξεχασμένο παιδί δεν έχει ηλικία. Δεν έχει χρώμα, φύλο, κοινωνική τάξη. Κατοικεί στη κάθε γειτονιά, της οποιασδήποτε πόλης. Παίζει στην κάθε παιδική χαρά. Ζει στο κάθε δωμάτιο με πολλά ή λίγα παιχνίδια, με πολλά ή λίγα στολίδια, με πολλά ή λίγα ρούχα ή παπούτσια. Κάθεται στο πίσω κάθισμα του φθηνού, ακριβού ή υπερπολυτελούς αυτοκινήτου. Φοιτά στο ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο σχολείο. Κάθεται σε κάθε θρανίο της οποιασδήπτε σχολικής τάξης. Μπορεί να μελετάει, να είναι καλός, μέτριος ή αδύναμος μαθητής. Μπορεί να έχει ικανότητα στα μαθηματικά, στο σχέδιο, στη γλώσσα, μπορεί να μην μπορεί να συγκεντρωθεί, να έχει μαθησιακές δυσκολίες ή να συγκεντρώνεται στο λεπτό και να εξοικειώνεται με την ξένη γλώσσα και μόνο με το άκουσμα της. 

       Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να ασκεί βία, μπορεί να κολλάει στο ηλεκτρονικό του παιχνίδι, μπορεί να βγάζει σέλφι στην μέση του δρόμου, ρίχνοντας τα μαλλιά μια δεξιά και μια αριστερά και να ταίζει την πείνα του με δεκάδες ή εκατοντάδες λάικ. Μπορεί να καίει, να σπάει, να βρωμίζει ή να αδιαφορεί, να πλήττει, να χάνει λίγο λίγο το λόγο, το κίνητρο, την αιτία. Μπορεί όμως και να δέχεται βία. Να μετατρέπεται σε δευτερόλεπτα σε θύμα. Να τραυματίζεται και να σιωπά, να κλείνεται στο δωμάτιο του, στο κέλυφος του σαν ένα μικρούτσικο στρείδι που κουβαλάει το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι. 

        Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να είναι δημοφιλές, η ψυχή της παρέας, πρόεδρος σε συλλόγους, να κουβαλάει στους εφηβικούς του ώμους τόνους προσδοκιών κατ΄επίφαση δικών του. Μπορεί να χτίζει τρανά βιογραφικά, να βρίσκει δυνατές θέσεις σε δυνατούς οργανισμούς, να ελίσσεται με ικανότητες αιλουροειδούς, να παίρνει το χρώμα και το σχήμα του περιβάλλοντος όχι τόσο γιατί θέλει, ούτε καν για να προσαρμοσθεί, όσο για να ανελιχθεί σε κοινωνικούς θώκους. Μπορεί όμως και να αλλάζει την μια δουλειά του ποδαριού με την άλλη. Να ζει σαν αόρατος, σε μια αόρατη πολιτεία, γυμνή από ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα. Να νιώθει μικρός, εγκλωβισμένος, χτισμένος ανάμεσα σε τσιμεντένια, πανύψηλα, δυσθεώρατα βουνά υποχρεώσεων που συνεχώς αυξάνουν χωρίς ποτέ να μειώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Σαν μια κινούμενη άμμος, η καθημερινότητα να τον ρουφάει. 

       Το ξεχασμένο παιδί ζει μέσα στον κάθε ξεχασμένο ενήλικα. Αυτόν που δεν γνωρίζει κυρίως τον ίδιο τον εαυτό του, δεν θυμάται, αποκαρδιωμένος συνήθως και κυρίως φοβάται. Κάποιες φορές τον έχω δει να νοσταλγεί, κάτι που πολύ αμυδρά θυμάται. Όχι ένα πρόσωπο, ούτε ένα σχήμα. Ένα συναίσθημα. Αυτό νοσταλγεί, ένα συναίσθημα. Κάπου, κάποτε, σε μια στιγμή που ο κόσμος για αυτόν ήταν ασφαλής, η ακτή ξανθή και γυαλιστερή από έναν ήλιο που τον ζέσταινε. Μια μήτρα και αυτός να πλέει σε γαλήνια, φωτεινά νερά, ένα στήθος γεμάτο γάλα να ξεδιψάσει, να καλύψει κάθε πείνα του.

    Ψάχνει να βρει την άκρη, μπερδεύεται, πέφτει σηκώνεται. Δεν θυμάται, δεν γνωρίζει, είναι ξεχασμένος. Ένας ξεχασμένος που πολλαπλασιάζεται μέσα σε μια θολή, άνιση ανεμοδούρα. Και ενώ η ισορροπία είναι δίπλα. Και ονομάζεται αγάπη. 


Ζωγραφική Edward Hopper

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Θυμός

 


         

    Την πρώτη πρώτη στιγμή ήρθε το πάγωμα. Η εικόνα πάγωσε μαζί μ΄αυτή και τα συναισθήματα. Λίγο πιο μετά η συνειδητοποίηση μιας τραγικής απώλειας . Άνθρωποι που χάθηκαν για πάντα. Κάποιοι απ΄ αυτούς νέοι, σχεδόν παιδιά. Ο θάνατος είναι πάντα ένα τραύμα. Ο άδικος θάνατος είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο τραύμα που φέρει διαστάσεις δυσανάλογες για τον άνθρωπο.

   Θυμός. Συναίσθημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα χρήσιμο. Ο θυμός μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε όλα αυτά που μας πληγώνουν και μας βλάπτουν. Ο θυμός μας κρατάει ενεργητικούς, μας κινητοποιεί να εξελιχθούμε, να κάνουμε τις αναγκαίες τροποποιήσεις . Με ένα τρόπο ο θυμός μας διατηρεί ασφαλείς δίνοντας μας ώθηση για βελτίωση και εξέλιξη . Σε κοινωνικό πεδίο , ο θυμός είναι το βασικό συναίσθημα απέναντι στην αδικία. Είναι ένα μεγάλο και σοβαρό βήμα για την προσωπική αλλά και την κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο. Ο θυμός φέρνει την αισιοδοξία  όταν βρει το τρόπο να εκφραστεί δημιουργικά και όχι τυφλά και γενικευμένα.  Ας μην φοβόμαστε λοιπόν να θυμώσουμε, αν θέλουμε να πάμε παρακάτω.

Όλοι θυμώσαμε. Ο καθένας στο βαθμό που έχει μάθει να σέβεται το θυμό του και να μην τον κουκουλώνει γιατί δεν τον αντέχει.Για όσους χάθηκαν, για όσους παραλίγο να χαθούν και για όσους θα χαθούν στο μέλλον αν κάτι δεν αλλάξει. Για δώδεκα λεπτά δυο τρένα έτρεχαν σε αντίθετες τροχιές μέχρι που συγκρούστηκαν. Δώδεκα λεπτά που εγκυμονούνται χρόνια όμως. Όλα αυτά τα χρόνια που από τύχη δεν είχε συμβεί το δυστύχημα. Έγινε τώρα. 

Οι νέοι μας είναι θυμωμένοι εδώ και πολύ καιρό. Όπως θα ήταν και κάθε παιδί στο σπίτι μας όταν έλειπε συνεχώς ταξίδι για δουλειές ο πατέρας του.

 Θα ήταν για αυτούς χρήσιμος ένας καλοστημένος, ενήλικος ''μπαμπάς'' που θα μπορούσαν να του έχουν εμπιστοσύνη. Κάποιος που θα τους διαβεβαίωνε πως η προσπάθεια και η αξία τους δεν θα χαθούν, πως δεν είναι ανάγκη να έχουν μπάρμπα στην Κορώνη για να προχωρήσουν, πως θα έχουν τις σωστές κατευθύνσεις, τις ίσες ευκαιρίες  και πως οι ανάγκες τους θα καλυφθούν. Κάποιος που θα τα βοηθούσε να διαφοροποιηθούν , να αποχωριστούν από τις προσκολλήσεις που είχαν στα  προηγούμενα ανήλικα στάδια της ζωής τους, θα τους έδειχνε το τρόπο να  πάρουν πρωτοβουλίες, και να εξελιχθούν . Ένας πατέρας πυξίδα ελευθερίας. Ένας πατέρας πρότυπο που θα εξασφάλιζε ισορροπία. Τι σημαίνει ισορροπία; Είναι η οριοθέτηση σαν βάση για να μάθουν να συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους με σεβασμό, με κανόνες, έτσι που να μπορούν να ανέχονται την κάθε ματαίωση της ζωής. Ένας πατέρας που θα μπορούσαν να εμπιστευτούν. Πως όμως θα μπορέσει ο κάθε νέος πολίτης να εμπιστευθεί όταν τα σοβαρά θέματα δεν είναι υπερκομματικά ; Πως θα μπορέσει να εμπιστευθεί όταν ακόμα και πάνω στην τραγωδία στήνεται γαϊτανάκι μικροπολιτικής;

Kαι η εμπιστοσύνη μαθαίνεται; Χτίζεται σε καλά θεμέλια παιδείας και όχι ψηφοθηρίας. Παιδεία όμως ως  ουσία και όχι ως διαδικασία αναπαραγωγής στείρων γνώσεων. Παιδεία μιας Δημοκρατικής Πολιτείας που θεμελιώνει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Παιδεία που έχει στόχο να δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες για να αναπτυχθούν ελεύθεροι, σκεπτόμενοι άνθρωποι . 

Το έχει πει ο καθένας μας πολλές φορές , τα παιδιά μας όταν πάνε στο εξωτερικό διαπρέπουν. Είναι απ΄αυτούς που συνήθως διακρίνονται στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, στους επαγγελματικούς στίβους, στην έρευνα. Παραδεχόμαστε έτσι αβίαστα ένα κομμάτι μιας  πικρής πραγματικότητας . Γιατί όμως τα παιδιά μας δεν έχουν την ίδια τύχη εδώ; Γιατί δεν κρατούν με το ίδιο σθένος την ίδιες επιτυχημένες διαδρομές; Γιατί έξω ο ''μπαμπάς΄΄υπάρχει και  είναι και δοκιμασμένος  και έμπειρος . Είναι έτοιμος να τους προστατέψει όταν πάνε να πέσουν στις σκοτεινές τρύπες της αδικίας. Ενώ εμείς χάσαμε τον μπαμπά. Ο δικός μας πήγε ταξίδι για δουλειές. 

Σήμερα στην πορεία ρίξανε δακρυγόνα στο θυμό. Αυτά τα δακρυγόνα πνίγουν τα πνευμόνια και φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Δεν θάβουν το θυμό. Ούτε τον κρύβουν καν.

Τ' άλλα όμως δακρυγόνα αυτά του πελατειακού κράτους, της αναξιοκρατίας, της συντεχνιακής συναλλαγής, της αλληλουπονόμευσης, τους διχασμού πνίγουν τα ίδια τα παιδιά. 


Φωτογραφία από την ταινία ''Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές'' του Εμίλ Κουστουρίτσα




Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Σκόνη

 




      Είδα το backpack σου, σκονισμένο να βγαίνει από τα συντρίμμια. Το κρατούσε ένας διασώστης με ευλάβεια στα χέρια του. Είδα τον άνθρωπο να πατάει προσεκτικά, να ψάχνει μέσα στις λαμαρίνες και στα αποκαίδια σπιθαμή προς σπιθαμή, να βρει κάτι άλλο ακόμα που θα μπορούσε να συλλέξει. Δεξιά και αριστερά, κάποιοι άλλοι διασώστες κρατούνε μεγάλους μαύρους σάκκους. Τα χέρια του πάνω σε άμορφες, συγκολλημένες, ανεξιχνίαστες μάζες μοιάζουν με προσευχές. Κάτι ακόμα να βρεθεί, κάτι ακόμα να σωθεί, κάτι ακόμα να έχει να δώσει σ΄αυτούς που περιμένουν με τις φωτογραφίες στα χέρια έξω από τα νοσοκομεία και στις πλατείες. Είδα τον άνθρωπο που κρατούσε σφιχτά το backpack σου στα χέρια, να παρακαλάει σιωπηλά, κρατώντας την αναπνοή του για ένα ακόμα σημάδι ζωής. 

     Η είδηση είναι τρομαχτική. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, δυο τρένα έτρεχαν πάνω στην ίδια γραμμή, μέχρι που συγκρούστηκαν. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, άνθρωποι βρέθηκαν εν αγνοία τους, μετέωροι σε μια τροχιά θανάτου. Κάποιοι διαισθάνθηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι αποπροσανατολίστηκαν, κάποιοι έγραψαν μηνύματα για να ξεχαστούν. Πόσο διαρκούν δώδεκα λεπτά; Δώδεκα λεπτά, που εγκυμονούνται χρόνια. Χρόνια, δεκαετίες, που πέρασαν χωρίς ευθύνη, χωρίς αξιοσύνη. Χρόνια λουστραρισμένα με δημόσιες σχέσεις, υπογραφές, εργολαβίες, φωτογραφίες και χαμόγελα. Χρόνια ψεύτικα. Όπως οι τωρινές πολιτικές αναλύσεις, το φάγωμα, η πολιτική εκμετάλλευση, τα δούναι και λαβείν. Η μεγάλη προσπάθεια να χωρέσουν όλα μέσα σ΄ένα μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος. Έτσι που από τον πιο σύντομο δρόμο να επανέλθουμε στο βόλεμα. Γιατί βολεύει το ''τις πταίει''. Να εντοπιστεί ο επόμενος αποδιοπομπαίος τράγος. Φθάνει να μην φταίμε εμείς. Να φταίνε οι άλλοι. Kαι όταν οι άλλοι γίνουμε εμείς, να φταίνε οι απέναντι. 

  Τα παιδιά αφήνουν λουλούδια στα εκδοτήρια των εισητηρίων για τους φίλους τους που δολοφονήθηκαν.  Τα παιδιά σχηματίζουν με τα σώματα τους ανθρώπινα συνθήματα στις αυλές των σχολείων τους για τους φίλους τους που δεν θα ξαναδούν. Τα παιδιά σχηματίζουν ουρές για να δώσουν αίμα. Τα παιδιά ορμούν στις φλόγες και σώζουν συνανθρώπους τους. Θα μπορούσες να είσαι εσύ, θα μπορούσε να είμαι εγώ λένε μεταξύ τους. Αφού είναι αλήθεια πως από τύχη ζουν. Χωρίς τύχη μπορεί να γίνουν σκόνη ανα πάσα στιγμή. Αυτό λένε, αυτό αισθάνονται. Αλήθεια υπάρχει μεγαλύτερη ανασφάλεια από το να είσαι το αποτέλεσμα της τύχης σου; Τίποτα ανάμεσα σε εσένα και σ΄αυτή να μην μεσολαβεί. Ούτε η ευθύνη, ούτε η συνείδηση, ούτε η ικανότητα, ούτε οι άξιες πράξεις, ούτε ο έλεγχος, ούτε η αξιοκρατία. 

    Είδα το backpack σου, σκονισμένο να το κρατάει ένας διασώστης με ευλάβεια. Σαν να ήταν το σακκίδιο του δικού του παιδιού. Μπορεί να το έχει επιστρέψει ήδη στην μητέρα σου, στον πατέρα σου, στα αδέρφια σου, στους φίλους σου, ενώ εκείνοι θα συνεχίζουν να σε ψάχνουν απεγνωσμένα. Μέσα θα υπάρχουν κάποια από τα προσωπικά σου αντικείμενα. Ίσως κάποια λίγα ρούχα που χρειάστηκες στην  εκδρομή σου. Μια πολύ σύντομη εκδρομή, μ' ένα τρένο που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.  Χωρίς εσένα όμως τίποτα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο για κανένα. Ούτε τα όνειρα, ούτε η χαρά, ούτε η ελευθερία. Των γονιών και των φίλων σου ο θρήνος δεν χωράει πουθενά. Είναι όμως και δικός μας θρήνος. Του καθενός ξεχωριστά. Ένας κόμπος που θα μας πηγαίνει όλο και πιο μακριά από την ζωή μέχρι να τον δικαιώσουμε.